Ο “πόλεμος” μέσα στον πόλεμο: Πώς οι ΗΠΑ οδηγούν την Γερμανία (και την ΕΕ) σε πλήρη εξάρτηση- Ο κίνδυνος ραγδαίας αποβιομηχάνισης και μετακίνησης εταιρειών
Όλαφ Σολτς και Εμανουέλ Μακρόν έχουν προειδοποιήσει ότι οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές ύψους 369 δισ. δολ. που έχει ανακοινώσει ο Τζο Μπάιντεν για την πράσινη ενέργεια, ουσιαστικά αναγκάζουν τις ευρωπαϊκές εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Η αρχική σκέψη ήταν η Ευρώπη να απαντήσει με δασμούς, αλλά τώρα η Γερμανία δείχνει έτοιμη να εισηγηθεί την παροχή κρατικών ενισχύσεων στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, αν οι συνομιλίες με την Ουάσιγκτον αποβούν άκαρπες. Οι ειδικοί διακρίνουν τον κίνδυνο μιας επικίνδυνης αποβιομηχάνισης των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως της Γερμανίας, καθώς το κόστος λειτουργίας είναι σαφώς ευνοϊκότερο στις ΗΠΑ.
Όπως σημειώνει το Politico, οι φόβοι της Ευρώπης εξαρτώνται από το πακέτο επιδοτήσεων και φορολογικών ελαφρύνσεων της Αμερικής 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση των πράσινων επιχειρήσεων των ΗΠΑ, το οποίο τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου. Το πρόβλημα για τους Ευρωπαίους είναι ότι το σχέδιο της Ουάσιγκτον θα ενθαρρύνει τις εταιρείες να μετατοπίσουν τις επενδύσεις από την Ευρώπη και θα δώσει κίνητρα στους πελάτες να “αγοράσουν …αμερικάνικα” όταν πρόκειται π.χ για την αγορά ενός ηλεκτρικού οχήματος — κάτι που εξοργίζει τα μεγάλα κράτη της ΕΕ που κατασκευάζουν αυτοκίνητα, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Το χρονοδιάγραμμα αυτού του προστατευτικού μέτρου δύσκολα θα μπορούσε να είναι χειρότερο καθώς η Γερμανία βρίσκεται σε πανικό ότι αρκετές από τις κορυφαίες εταιρείες της —εν μέρει υποκινημένες από τις αυξήσεις του ενεργειακού κόστους μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία— κλείνουν τις εγχώριες δραστηριότητες για να επενδύσουν αλλού. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται το Βερολίνο είναι ακόμη περισσότερη ενθάρρυνση για τις επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν την Ευρώπη και η ΕΕ θέλει οι ΗΠΑ να συνάψουν μια συμφωνία στην οποία οι εταιρείες της θα μπορούν να απολαμβάνουν τα αμερικανικά προνόμια.
Μετά τη διάρρηξη της στρατηγικής ενεργειακής συμμαχίας του Βερολίνου με τη Μόσχα -γράφει το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel– οι ΗΠΑ είναι ο πιο ελκυστικός τόπος επενδύσεων και ο κίνδυνος μιας βίαιης αποβιομηχάνισης της Γερμανίας και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ορατός. Το δημοσίευμα καθρεφτίζει προβληματισμούς που αναπτύσσονται στο Βερολίνο, που, όμως, δεν αρκούν για να πάψει η αφωνία της Γερμανίας.
Εμπορικός πόλεμος
Ωστόσο, μια εκεχειρία φαίνεται απίθανη. Εάν αυτή η διαμάχη ξεφύγει τώρα από τον έλεγχο, θα οδηγήσει σε εμπορικό πόλεμο, επισημαίνει το Politico, κάτι που τρομάζει τους πολιορκημένους Ευρωπαίους. Ενώ το πρώτο βήμα θα ήταν σε μεγάλο βαθμό μια συμβολική διαμαρτυρία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), η σύγκρουση θα μπορούσε εύκολα να διολισθήσει πίσω προς τις μάχες τιμοκαταλόγων της εποχής του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται η δυναμική στο Βερολίνο για ένα ριζοσπαστικό Σχέδιο Β. Αντί για ανοιχτό δασμολογικό πόλεμο με την Αμερική, η ολοένα και περισσότερο συζητούμενη επιλογή είναι να “σκιστεί το κλασικό βιβλίο κανόνων ελεύθερων συναλλαγών” και να παίξει η Ουάσιγκτον στο δικό της παιχνίδι διοχετεύοντας κρατικά κεφάλαια στην Ευρώπη βιομηχανία για να αναδείξει εγχώριους πρωταθλητές πράσινου σε τομείς όπως ηλιακά πάνελ, μπαταρίες και υδρογόνο.
“Πρώτα η Αμερική” vs “Πρώτα η Γερμανία”
Με ανάλυσή του το KReport, επισημαίνει σχετικά με αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο:
Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel δεν μασά τα λόγια του και μιλάει ανοιχτά για επερχόμενο εμπορικό πόλεμο Ουάσιγκτον-Ευρώπης, με καταλύτη το κόστος της ενέργειας στους δύο ανταγωνιστικούς πόλους. Όπως σημειώνει το έγκυρο περιοδικό, μετά τη διάρρηξη της στρατηγικής ενεργειακής συμμαχίας του Βερολίνου με τη Μόσχα, οι ΗΠΑ είναι ο πιο ελκυστικός τόπος επενδύσεων και ο κίνδυνος μιας βίαιης αποβιομηχάνισης της Γερμανίας, αλλά και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ήδη ορατός.
Το τολμηρό δημοσίευμα, επί της ουσίας και εμμέσως πλην σαφώς, υπονοεί ότι κύριος στόχος της Ουάσιγκτον δεν είναι η υπεράσπιση της Ουκρανίας αλλά ο βίαιος τερματισμός της σχέσης Γερμανίας με Ρωσία στον τομέα της ενέργειας. Μέχρι πριν εννέα μήνες το Βερολίνο είχε ως φερέγγυο προμηθευτή τη Μόσχα, η οποία, για προφανείς γεωπολιτικές σκοπιμότητες, συγκρατούσε την τιμή του φυσικού αερίου. Από την πλευρά της η Ρωσία, στην περίπτωση της Γερμανίας, είχε βρει τον πιο αξιόπιστο και αξιόχρεο πελάτη στην Ε.Ε.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στη παγκόσμια ιστορία που ο ηγέτης μίας συμμαχίας, η Ουάσιγκτον, αντιμετωπίζεται από την ελίτ της δεύτερης μεγάλης δύναμης, το Βερολίνο, ως απειλή για τα εθνικά του αλλά και τα ευρύτερα ευρωπαϊκά ζωτικά συμφέροντα.
Αν δεχθούμε την οπτική του Spiegel, η οποία σε άλλες εποχές θα καταγραφόταν ως θεωρία συνομωσίας, η ρήξη της διατλαντικής σχέσης διαφαίνεται ως περίπου αναπόφευκτη. Αν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας πλήξουν με βίαιο τρόπο την οικονομική ισχύ της Ε.Ε., τότε η σύμπλευση της Γηραιάς Ηπείρου με τις ΗΠΑ, όπως αναδείχθηκε μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει ημερομηνία λήξης.
Σύμφωνα με τη λογική του Spiegel, ο Μπάιντεν συνεχίζει -αν και με πολιτικά ορθή ρητορική- τη γραμμή που χάραξε ο Τραμπ και συμπυκνώνεται στο σύνθημα «Πρώτα η Αμερική». Το πιο περίεργο είναι η στρατηγική αφωνία που κυριαρχεί στη Γερμανία: Το λογικό θα ήταν να πρωτοστατεί υπέρ της μόνης δυνατής απάντησης στις παραπάνω προκλήσεις, που δεν είναι άλλη από την πρόσω ολοταχώς πορεία εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αντ’ αυτού, το Βερολίνο σιωπά. Ίσως επειδή στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία και στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη αντιπαραθέτει το «Πρώτα η Γερμανία».