Παρέμβαση της Προέδρου δικαστών και εισαγγελέων: “Συνταγματική εκτροπή η παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας”
Στο σκάνδαλο των υποκλοπών αναφέρθηκε η πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ), Μαργαρίτα Στενιώτη. Μιλώντας στο πλαίσιο του χαιρετισμού της στο 23ο συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων, η κυρία Στενιώτη χαρακτήρισε το ζήτημα των υποκλοπών ως «μέγα πολιτειακό και νομικό ζήτημα».
- Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτήρισε «απόλυτα απαραβίαστο» το απόρρητο της επικοινωνίας, υπογραμμίζοντας πως αποτελεί «συνταγματική εκτροπή» η προσβολή αυτού του δικαιώματος. Μάλιστα, ζήτησε την άμεση παρέμβαση της Δικαιοσύνης για το θέμα.
Αναλυτικότερα, η κυρία Στενιώτη ανέφερε:
«Το απόρρητο των επικοινωνιών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας είναι απόλυτα απαραβίαστο και μόνο πραγματικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων μπορούν να το άρουν και να το περιορίσουν, δηλαδή, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις και ο περιορισμός του δικαιώματος συντελείται υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Σε μία ευνομούμενη πολιτεία, η προσβολή του δικαιώματος αυτού αποτελεί συνταγματική εκτροπή, παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας. Απαιτείται άμεση διερεύνηση από τη Δικαιοσύνη, γιατί συνέχεται με την ποιοτικά χαρακτηριστικά της Δημοκρατίας μας και με την αρχή του Κράτους Δικαίου».
Ωστόσο, η αντίδραση από την πρόεδρο της ΕνΔΕ ήρθε με καθυστέρηση. Τη στάση αυτή στηλιτεύει σε σχόλιο η ιστοσελίδα της μειοψηφίας του Δ.Σ., το οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Όλη αυτή την περίοδο η διοίκηση της Ένωσης ήταν προκλητικά απούσα από τον δημόσιο διάλογο στον οποίο συμμετείχαν δημοσιογράφοι, πολιτικοί, δικηγορικοί σύλλογοι, επιστημονικοί φορείς και εν τέλει το ίδιο το Κοινοβούλιο. Επιχειρηματολογούσε μάλιστα η πλειοψηφία της ΕνΔΕ διατυπώνοντας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη θέση της ότι τάχα η αφωνία της ήταν συνειδητή και εκπορευόταν από την υπεύθυνη στάση «μη εμπλοκής σε ανοιχτή δικαστική υπόθεση».
Προχθές η πρόεδρος της Ένωσης, η κα Στενιώτη, σε μια ομιλία της έκανε λόγο για «συνταγματική εκτροπή, παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας» και δήλωσε την ανάγκη άμεσης διερεύνησης από την δικαιοσύνη. Η ξαφνική αυτή αλλαγή της στάσης της συνδέεται χρονικά με την αλλαγή θέσης συγκεκριμένου επιχειρηματικού ομίλου πάνω στο ίδιο ζήτημα. Διερωτάται λοιπόν εύλογα κανείς εάν αυτή η μεταστροφή της κ. Στενιώτη εκφράζει όλες τις ομάδες που απαρτίζουν το ετερόκλητο προεδρείο ή αποτελούν διατύπωση προσωπικής άποψης.
Σε κάθε περίπτωση είναι τραγική η διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη δικαστική ένωση απώλεσε σε τόσο σύντομο χρόνο την επιστημονική της αξιοπιστία και την συμβολή της στον δημόσιο διάλογο, ετεροκαθοριζόμενη και συρόμενη από τις εξελίξεις που δονούν την κοινωνία» (antimolia.gr). Εντούτοις, ακόμα και την ύστατη αυτή ώρα που ο διεθνής και ο ελληνικός Τύπος βοούν, που η χώρα διασύρεται και που ο πρωθυπουργός σφυρίζει αδιάφορα, ενώ ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ασχολείται μόνο με τους υπευθύνους των διαρροών, είναι θετική η τοποθέτηση της Μαργαρίτας Στενιώτη στο 23ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, όπου είπε μεταξύ άλλων:
«Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, η προσβολή του δικαιώματος αυτού αποτελεί συνταγματική εκτροπή, παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας. Απαιτείται άμεση διερεύνηση από τη Δικαιοσύνη, γιατί συνέχεται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας μας και με την αρχή του Κράτους Δικαίου».