Υποκλοπές, εκλογές, και ο καταλύτης Μαρινάκης
Εάν -υποθετικά- οι εθνικές εκλογές επρόκειτο να διεξαχθούν την προσεχή Κυριακή, πάνω από το πολιτικό σύστημα της χώρας θα υπήρχε ένα πυκνό και σκοτεινό σύννεφο. Ποιοί παρακολουθούν ποιούς; Είναι ύποπτος αντεθνικής δράσης που τον καθιστά επικίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας ο αρχηγός του τρίτου κόμματος, από τον οποίο θα εξαρτηθεί, πιθανότατα, ο σχηματισμός ή όχι κυβέρνησης συνεργασίας; Υπάρχει κέντρο εντός της κυβέρνησης που ενορχηστρώνει τους “κοριούς”; Υπάρχει άλλο κέντρο εκτός κυβέρνησης που εκτελεί συμβόλαια παρακολούθησης πολιτικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων; Θα κυκλοφορήσουν προσωπικά δεδομένα, συνομιλίες, βίντεο που θα εκθέτουν παράγοντες του δημοσίου βίου, ή, δεν θα κυκλοφορήσουν, αλλά στο παρασκήνιο τα θύματα παρακολούθησης θα είναι στόχοι εκβιασμών;
Αυτά θα ήταν ορισμένα από τα ερωτήματα που θα σκίαζαν την τελική ευθεία προς τις εκλογές, και εκ των πραγμάτων θα ήγειραν αμφιβολίες για την αξιοπιστία τους. Ανάλογο κλίμα είχε επικρατήσει και στις ΗΠΑ, παραμονές των προεδρικών εκλογών του 2015 που έφεραν στον Λευκό Οίκο τον Ντόναλντ Τραμπ και σηματοδότησαν μια πορεία που έφτασε στην εισβολή των ακραίων οπαδών του στο καπιτώλιο. Η Αμερική πληρώνει ακόμα όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο.
Με το σκάνδαλο των υποκλοπών, η κυβέρνηση έκανε μία εξαιρετικά επικίνδυνη επιλογή. Οχυρώθηκε πίσω από το απόρρητο και με θεσμικούς ακροβατισμούς επέβαλε κανόνες συσκότισης. Εφόσον, όπως έλεγε, ο πρωθυπουργός δεν είχε την παραμικρή γνώση για όλα αυτά, η εντολή “όλα στο φως” θα έπρεπε να υλοποιηθεί και, εν τέλει, είναι πολύ πιθανό να τον ευνοούσε πολιτικά. Άλλωστε, έχοντας αποπέμψει δυο βασικούς πρωταγωνιστές της υπόθεσης, δεν θα είχε να φοβηθεί κάτι περισσότερο.Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα η ανάληψη πολιτικής ευθύνης σπάνια οδηγεί σε απώλεια της εξουσίας, ιδιαίτερα όταν, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις και επαιρόμενη διατείνεται η ίδια η κυβέρνηση, ο πολιτικός της αντίπαλος υπολλείπεται και δεν διαθέτει εναλλακτικό σχέδιο.
Δεν το έπραξε, όμως.
Η δημοσιοποίηση της λίστας 33 προσώπων που φέρονται να έχουν παρακολουθηθεί (οι φήμες λένε πως η λίστα είναι μεγαλύτερη και φθάνει τα 106 πρόσωπα) από το Documento προκάλεσε σάλο. Δικαίως. Εάν επρόκειτο για μία ακόμα άσκηση συκοφάντησης, όπως είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, τι νόημα είχε η προτροπή να ασχοληθεί πάραυτα η Δικαιοσύνη με την υπόθεση-κάτι που έσπευσε με καθυστερημένη ευαισθησία να πράξει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου;
Και γιατί η κυβέρνηση δεν ζήτησε την διερεύνηση από την Δικαιοσύνη των δύο διαδοχικών δημοσιευμάτων της “Καθημερινής” (Γ.Σουλιώτης), προ διμήνου; Τότε, τα χαρακτήρισε “αόριστα”, παρότι αποκάλυπταν πως τουλάχιστον 7 επιπλέον πολιτικά πρόσωπα έγιναν στόχος της ΕΥΠ και του Pretador. Γιατί δεν παρέπεμψε στη Δικαιοσύνη τα δύο δημοσιεύματα στα “Νέα” και το “Βήμα της Κυριακής” (Β.Λαμπρόπουλος) που “φωτογράφισαν” ότι οι Μιχ. Χρυσοχοϊδης, Γ. Γεραπετρίτης, και παράγοντες του ποδοσφαίρου τελούσαν υπό παρακολούθηση; “Αοριστίες”, και “εικασίες”, ήταν η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου. Ευδιάκριτη η αντίφαση.
Ας σημειωθεί: Η εφημερίδα “Τα Νέα”, ιδιοκτησίας του Βαγγέλη Μαρινάκη, η οποία διαπίστωνε σε πρωτοσέλιδο θέμα της, προ μηνός, με αφορμή δημοσκοπικά ευρήμτα, πως “Υποκλοπές Τέλος”, σήμερα ζητά “Απλετο φως”.
Η εμπλοκή του ονόματος του Βαγγέλη Μαρινάκη στην λίστα παρακολουθήσεων (άμεσα ή έμμεσα), προφανώς έχει άμεση σχέση με την αλλαγή στάσης. Όπως και άλλων προσώπων (Καρυπίδης,Κουρτάκης) που συνδέονται με τον ιδιοκτήτη του Ολυμπιακού. Η δήλωση, δε, του αντιπροέδρου της ομάδας του Πειραιά, Γ.Βρέντζου, για “φασιστικό παρακράτος” και την ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου, φαίνεται πως επιβεβαιώνει ότι ο σημαντικότερος, ίσως, μιντιακός και επιχειρηματικός παράγοντας της χώρας σπάει τα δεσμά του με τον πρωθυπουργό, αν και ήταν, τα τελευταία χρόνια, ο βασικός επικοινωνιακός χορηγός του και ο πολιορκητικός κριός της αποδόμησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσα συνέβησαν, αργά το βράδυ της Κυριακής, μετά το ντέρμπι των αιωνίων και το αμφισβητούμενο πέναλντι στο 96′, είχαν, εν τινί τρόπω, προαναγγελθεί από το χθεσινό άρθρο του στενού συνεργάτη του κ. Μαρινάκη, Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου, στο in.gr.
Τα “Νέα” κάνουν, σήμερα, λόγο για πολιτικά και ιδιωτικά κέντρα πίσω από τις παρακολουθήσεις. Όπως κι αν έχουν, όμως, τα πράγματα, ένα είναι βέβαιο: εάν ο πρωθυπουργός δεν δώσει εντολή να αρθεί το απόρρητο, εάν δεν καταργηθεί αμέσως η τροπολογία που δεν επιτρέπει να ενημερώνεται ο στόχος παρακολούθησης, και εάν δεν δρομολογηθεί διάφανη, απρόσκοπτη και γρήγορη διαδικασία διερεύνησης από την Δικαιοσύνη, η κυβέρνηση θα κυλιστεί σε έναν εσωκομματικό εμφύλιο (η σιωπή των κορυφαίων της, και ειδικά του Αντώνη Σαμαρά, που βρίσκονται στη λίστα, είναι πολύ περισσότερο ανησυχητική), και σε έναν πόλεμο με επιχειρηματικά και άλλα κέντρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας, τούτων δοθέντων, είναι μάλλον ο μικρότερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και δύσκολα θα επιβιώσει απ΄ όλα αυτά.Το χειρότερο, όμως, είναι πως το πλήγμα στο πολιτικό σύστημα και τους δημοκραιτκούς θεσμούς δεν θα ξεπεραστεί γρήγορα, εν τω μεταξύ, όμως, θα έχει τροφοδοτήσει απαξίωση και οργή στους πολίτες, και, πιθανώς, θα πριμοδοτήσει κάθε ακραία, ακόμα και φασιστική έκφραση που προσπαθεί να καταλάβει θέσεις.