Σωτηρέλης στο libre: Η κυβερνητική σταθερότητα δεν υπηρετείται με μεθοδευμένες ρυθμίσεις του εκλογικού συστήματος
«Η εμμονή τόσο στα πρώτα κόμματα όσο και στα πρόσωπα των αρχηγών όχι μόνον δεν υπηρετεί αλλά αντιθέτως αντιστρατεύεται την έμμεση Συνταγματική προτροπή για κυβερνητική σταθερότητα».
Αυτό υποστηρίζει στη συνέντευξή του στο libre ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Χ. Σωτηρέλης.
Όσο για την κυβερνητική σταθερότητα, είναι κάτι που «επ’ ουδενί δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αυτοδυναμία μιας κυβέρνησης».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
–Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η υπόθεση των υποκλοπών βλέπουμε να γίνονται συνεχείς αναφορές στην ανάγκη της κυβερνητικής σταθερότητας, η οποία μάλιστα συχνά αναγορεύεται σε υπέρτατο συνταγματικό αγαθό, έναντι του οποίου πρέπει να υποχωρήσει κάθε άλλη συζήτηση για αναζήτηση πολιτικών και ποινικών ευθυνών των εμπλεκομένων. Ποια είναι η άποψη σας;
Εν πρώτοις, η κυβερνητική σταθερότητα δεν είναι ούτε ύψιστο συνταγματικό αγαθό ούτε υπέρτατη αρχή, όπως προσπαθεί να την εμφανίσει η κυβερνητική πλευρά και οι υποστηρικτές της, προκειμένου να μας πείσουν για το «υποκλοπές τέλος», που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να επιβάλουν.
Είναι απλώς μια έμμεση συνταγματική προτροπή, μια οιονεί συνταγματική αρχή θα λέγαμε, η οποία ναι μεν αποβλέπει στην διασφάλιση της κυβερνησιμότητας, πλην όμως μετά από στάθμιση με πραγματικές και κρίσιμες συνταγματικές αρχές, που δεν πρέπει ούτε να παραγνωρίζονται ούτε να υποτιμώνται. Αναφέρομαι εν πρώτοις στην αρχή της πολιτικής ισότητας, από την οποία απορρέουν τόσο η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου όσο και η αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτικών κομμάτων. Αναφέρομαι όμως, σε τελευταία ανάλυση, και στην ίδια την κοινοβουλευτική αρχή, σύμφωνα με την οποία μοναδική προϋπόθεση για την συγκρότηση μιας κυβέρνησης είναι η εμπιστοσύνη της Βουλής.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η κυβερνητική σταθερότητα επ’ουδενί δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αυτοδυναμία μιας κυβέρνησης, πολλώ δε μάλλον της σημερινής κυβέρνησης, η οποία είναι πολλαπλά έκθετη και προδήλως απονομιμοποιημένη λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών.
Κατά συνέπειαν, όλες οι προσπάθειες που γίνονται, με επίκληση της κυβερνητικής σταθερότητας, είτε για να δαιμονοποιηθεί κάθε αίτημα ανατροπής της είτε για να δικαιολογηθεί κάθε καλπονοθευτική μεθόδευση για μελλοντική εκ νέου επικράτησή της είτε για να αποτραπεί μια διαφορετική κυβερνητική προοπτική είναι όχι μόνο συνταγματικά έωλες αλλά και υπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες.
–Δηλαδή υπονοείτε ότι εν τέλει η επίκληση της κυβερνητικής σταθερότητας είναι προσχηματική ή και υποβολιμαία;
Δεν το υπονοώ, το λέω ευθέως. Κατ’ αρχάς, η κυβερνητική σταθερότητα δεν υπηρετείται με μεθοδευμένες ρυθμίσεις του εκλογικού συστήματος που αποβλέπουν σε φαλκίδευση της βούλησης των πολιτών.
Αναφέρομαι, ιδίως, σε τρεις άκρως προβληματικές επιλογές, που χαρακτηρίζουν όλα τα εκλογικά συστήματα που ψήφισε η ΝΔ μετά την μεταπολίτευση:
- πρώτον στην δυνατότητα να επιτευχθεί αυτοδυναμία στην Βουλή με ποσοστά που κινούνται κοντά στο 1/3 του εκλογικού σώματος (35-38%),
- δεύτερον στην άκριτη πριμοδότηση του πρώτου κόμματος
- και τρίτον στον ουσιαστικό αποκλεισμό των συνασπισμών από την πριμοδότηση, προς όφελος των μεμονωμένων κομμάτων.
Όλες αυτές οι επιλογές δεν είναι μόνο αντιδημοκρατικές και εν πολλοίς αντισυνταγματικές αλλά και υπονομεύουν στην ουσία την κυβερνητική σταθερότητα.
Και τούτο διότι αποτρέπουν κάθε είδους πολιτικούς συνασπισμούς, είτε προεκλογικά –που είναι και το πολιτικά ορθότερο, για να υπάρχουν γνωστές εκ των προτέρων προγραμματικές συμφωνίες– είτε και εκ των υστέρων, αφού η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος δεν επιτρέπει στα άλλα κόμματα να σχηματίσουν βιώσιμη κοινοβουλευτικά κυβέρνηση, ακόμη και αν συγκεντρώνουν αθροιστικά το 51% του εκλογικού σώματος και ταυτόχρονα μπορούν να βρουν προγραμματικές συγκλίσεις.
Για παράδειγμα, αν γίνουν τελικά δεύτερες εκλογές, με το εκλογικό σύστημα που ψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία, και λάβουν η ΝΔ 36%, ο ΣΥΡΙΖΑ 34% και το ΠΑΣΟΚ 17%, δεν θα είναι δυνατόν να σχηματισθεί κυβέρνηση συνεργασίας από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι περισσότερο συγγενή κόμματα, παρότι θα έχουν από κοινού την απόλυτη πλειοψηφία (51%). Αν αυτό δεν είναι υπονόμευση της κυβερνησιμότητας, με κριτήριο το κομματικό όφελος της ΝΔ, τι είναι;
–Μιας και αναφερθήκατε σε προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης του δεύτερου κόμματος σε συνεργασία με άλλα μικρότερα, πως απαντάτε στον χαρακτηρισμό «τερατογένεση» που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο πρωθυπουργός για μια τέτοια προοπτική;
Αν ήταν απλώς μια πολιτική θέση θα ήταν θεμιτή, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς. Στον βαθμό όμως που εμπεριέχει, έστω και έμμεσα, αρνητική αξιολόγηση και από συνταγματική σκοπιά, προδήλως δεν ευσταθεί.
Μια κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα –αν φυσικά αυτό δεν έχει αυτοδυναμία– όχι μόνον είναι απολύτως σύμφωνη με το Σύνταγμα αλλά και παρέχει μια ακόμη δυνατότητα, διόλου αμελητέα, για την επίτευξη κυβερνητικής σταθερότητας.
Άλλωστε, στο σημείο αυτό αρκεί να θυμίσω, αντί άλλης επιχειρηματολογίας, ότι το Σύνταγμα δεν προβλέπει διερευνητική εντολή (δηλαδή εντολή για την διερεύνηση των δυνατοτήτων σχηματισμού κυβέρνησης που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής) μόνο για τον αρχηγό του πρώτου κόμματος. Τέτοια εντολή δίδεται από τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στους αρχηγούς του δεύτερου και του τρίτου κόμματος (ενδέχεται δε και του τέταρτου σε περίπτωση ισοψηφίας) με την ίδια αυτονοήτως στόχευση. Άρα δεν υπάρχει κανένα πρόκριμα, από το Σύνταγμα, στον αρχηγό του πρώτου κόμματος. Αν αποτύχει, η σκυτάλη περνάει στους υπόλοιπους αρχηγούς και ο καθένας από αυτούς οφείλει να επιδιώξει, με συζητήσεις και προγραμματικές συμφωνίες, τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής κυβέρνησης. Είτε με τον ίδιον είτε με άλλο πρόσωπο ως πρωθυπουργό.
Την καλύτερη δε απάντηση στα περί «τερατογένεσης», που παπαγαλίζει έκτοτε ολόκληρη η κυβερνητική παράταξη, αποτελεί το παράδειγμα της Πορτογαλίας το 2015. Κυβέρνηση σχημάτισε όχι το πρώτο κόμμα, που είχε 38%, αλλά το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο. Έκτοτε έγιναν δύο φορές εκλογές και η κυβερνητική αυτή συμμαχία επικράτησε πλήρως και στις δύο, με το δεύτερο κόμμα να γίνεται πρώτο (την τελευταία μάλιστα φορά με αυτοδυναμία). Άρα το εκλογικό σώμα της Πορτογαλίας έδωσε την καλύτερη απάντηση, επί της αρχής.
Στο σημείο αυτό, μάλιστα, πρέπει να σας πω ότι μου προκάλεσε αρνητική εντύπωση και η πρόσφατη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι δεν αποβλέπει σε μια «κυβέρνηση των ηττημένων» μετά τις εκλογές. Σε ένα σύστημα απλής αναλογικής, το οποίο μάλιστα ψηφίσθηκε με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Πρώτον διότι το κάθε κόμμα αξιολογεί το τι είναι νίκη ή ήττα με βάση τις επιδιώξεις του (αν η ΝΔ για παράδειγμα, είναι πρώτη αλλά με 30% και το ΠΑΣΟΚ είναι τρίτο με 20%, ποιος θα είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος;). Πέρα από αυτό όμως και ασχέτως του εκλογικού ποσοστού των κομμάτων, το μεγάλο ζητούμενο δεν είναι η πρωτιά –παρότι συμβολικά έχει σημασία η διεκδίκηση της– αλλά το ποια κόμματα μπορούν να συμφωνήσουν για τον σχηματισμό μιας βιώσιμης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης συνεργασίας (όπως απέδειξε, σύμφωνα με τα παραπάνω, το πρόσφατο παράδειγμα της Πορτογαλίας). Κάθε άλλη άποψη, ακόμη και αν δικαιολογείται από την σκοπιά της εκλογικής στρατηγικής, υπονομεύει και αυτή, εν τέλει, την κυβερνησιμότητα…
–Αφήσατε προηγουμένως να εννοηθεί ότι πρωθυπουργός μπορεί να γίνει και ο αρχηγός του τρίτου κόμματος ή και κάποιος τρίτος, που δεν είναι αρχηγός κόμματος. Είναι αυτό σύμφωνο με το Σύνταγμα;
Φυσικά και είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα. Κατά το άρθρο 37, μόνο αν το πρώτο κόμμα έχει επιτύχει αυτοδυναμία ο αρχηγός του διορίζεται υποχρεωτικά πρωθυπουργός, με βάση την αρχή της δεδηλωμένης.
Αν όμως αυτό δεν ισχύει, τόσο το ποια θα είναι η κυβέρνηση όσο και το ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός συνδέεται με την ευρύτερη λογική του κοινοβουλευτικού συστήματος, το οποίο στηρίζεται σε πολιτικές συναινέσεις και συγκλίσεις και κατά τούτο διαφοροποιείται σαφώς από το προεδρικό, που είναι προσωποκεντρικό.
- Με άλλα λόγια, ενώ στο προεδρικό σύστημα στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας ανέρχεται όποιος υποψήφιος επικρατήσει, με βάση την προβλεπόμενη εκλογική διαδικασία, στο κοινοβουλευτικό σύστημα ο λαός δεν εκλέγει κατ’αρχήν πρόσωπα αλλά κόμματα. Μέσω αυτών δε αναδεικνύεται εν τέλει –με πολιτικές συναινέσεις και προγραμματικές συγκλίσεις αν δεν υπάρχει πραγματική ή εκβιασμένη αυτοδυναμία– ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Σε περίπτωση λοιπόν που θα υπάρξει συμφωνία συνεργασίας κομμάτων, ναι μεν το πιθανότερο είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος –ή του μεγαλύτερου αν δεν μετέχει το πρώτο– να γίνει πρωθυπουργός αλλά αυτό δεν είναι διόλου αυτονόητο.
- Αν υπάρχουν ισχυρές αντιρρήσεις για το πρόσωπό του, τίποτε δεν αποκλείει να αναζητηθούν λύσεις είτε στον αρχηγό ενός μικρότερου κόμματος –όπως συνέβη επανειλημμένα, παλαιότερα, στην Ιταλία αλλά και πολύ πρόσφατα στην Σουηδία…– είτε σε ένα τρίτο πρόσωπο, όπως συνέβη επανειλημμένα τόσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσο και στη δική μας (αρχής γενομένης το 1877, με την πρώτη «οικουμενική κυβέρνηση», του Κωνσταντίνου Κανάρη).
Εξ άλλου, μια τέτοια λύση προβλεπόταν και ρητά στο Σύνταγμα του 1975, πριν από την αναθεώρηση του 1986, καθώς σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας διερευνητική εντολή ήταν δυνατόν να δοθεί, σε περίπτωση αποτυχίας του αρχηγού του πρώτου κόμματος, σε «μέλος ή μη της Βουλής».
–Ακούμε όμως συχνά απόψεις, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση, ότι σε μια κυβέρνηση συνεργασίας πρωθυπουργός πρέπει να είναι οπωσδήποτε ο αρχηγός του πρώτου κόμματος, διότι διαφορετικά υπονομεύεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος.
Η απάντηση είναι απλή: Ναι μεν τον πρώτο λόγο έχουν, ευλόγως, οι αρχηγοί των κομμάτων πλην όμως το καθοριστικό κριτήριο, τελικά, είναι αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος: το ποιος δηλαδή μπορεί να λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής ώστε να διασφαλίσει την κυβερνησιμότητα. Ως εκ τούτου, αυτά που έχουν ακουσθεί και εξακολουθούν δυστυχώς να ακούγονται, περί «δοτών πρωθυπουργών», που «στερούνται δημοκρατικής νομιμοποίησης», δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Κατ’ αρχάς, αν τα κόμματα καταλήξουν σε απόφαση για τρίτο πρόσωπο, αυτό θα το επιλέξουν τα ίδια με απόφαση (και) των αρχηγών τους. Αυτοί, δε, ναι μεν θα παραμερίσουν, προκειμένου να κυβερνηθεί η χώρα, αλλά σε κάθε περίπτωση θα έχουν σοβαρό λόγο τόσο για την συγκρότηση όσο και για την πορεία της κυβέρνησης.
Αλλά και πέρα από αυτό, ας αναρωτηθούμε: πως ένας αρχηγός μπορεί όντως να είναι κατάλληλος για κρίσιμες αποφάσεις, ως πρωθυπουργός, όταν είναι δυνατόν να του επιβληθούν ευχερώς έξωθεν λύσεις για άλλο πρόσωπο, όπως υπονοεί ο όρος «δοτός»; Και επιπλέον, επί της ουσίας πλέον: Ποιος πρωθυπουργός έχει μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα; Κάποιος που αναδείχθηκε πρωθυπουργός ελέω του εκλογικού συστήματος (δηλαδή με ένα ποσοστό ίσως και 37-38%) ή κάποιος που μπορεί πχ να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του την εμπιστοσύνη τριών κομμάτων και άνω των διακοσίων βουλευτών;
Συμπερασματικά, λοιπόν, η εμμονή τόσο στα πρώτα κόμματα όσο και στα πρόσωπα των αρχηγών όχι μόνον δεν υπηρετεί αλλά αντιθέτως αντιστρατεύεται την έμμεση συνταγματική προτροπή για κυβερνητική σταθερότητα.
Στην πραγματικότητα δε η εμμονή αυτή αναδίδει μια έντονα αρχηγοκεντρική λογική, που είναι ο προάγγελος του πρωθυπουργοκεντρισμού (μια από τις χειρότερες εκδοχές του οποίου βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας). Ίσως λοιπόν, εν όψει των τεράστιων και οξυμμένων προβλημάτων της χώρας, πρέπει να προβληματισθούμε σοβαρά για αλλαγή παραδείγματος, με την αναζήτηση λύσεων που θα είναι εγγύτερα στις νοοτροπίες και τις πρακτικές ενός γνήσιου κοινοβουλευτισμού (δηλαδή ενός κοινοβουλευτισμού που θα μετατοπίσει πλέον το κέντρο βάρους της δημοκρατικής νομιμοποίησης σε ευρείες διακομματικές συναινέσεις και προγραμματικές συγκλίσεις). Γνωρίζω ότι είναι δύσκολο, μέσα στο κλίμα πόλωσης και διχασμού που επικρατεί. Έχω όμως από καιρό πεισθεί, ότι επιβάλλεται τουλάχιστον να το προσπαθήσουμε…