Αθανασία Παππά: «Η καλύτερη κατανόηση των ‘σημείων πόνου’ θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις Ρευματικές Παθήσεις»
Οι Ρευματικές Παθήσεις (ΡΠ) δεν αφορούν μόνο τους πάσχοντες και το γενικό πληθυσμό (είτε ως εν δυνάμει ασθενείς είτε ως οικείους ατόμου που πάσχει) αλλά και εκείνους που λαμβάνουν αποφάσεις για τις πολιτικές υγείας, και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, και τους επαγγελματίες υγείας, και τις φαρμακευτικές εταιρείες. Γιατί, όμως, οι ΡΠ -παρά τη σοβαρότητα και τον επιπολασμό τους- παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες και αδιευκρίνιστες σε διεθνές επίπεδο;
Ρούλα Σκουρογιάννη
Το φετινό μήνυμα της EULAR και της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α. – Να κατανοήσουμε τα «σημεία του πόνου»
Η επικέντρωση στην κατανόηση των «σημείων πόνου» που έχουν οι ασθενείς με ρευματικά νοσήματα, η συρρίκνωση του ιατρικού εργατικού δυναμικού, οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής για ραντεβού ή η έλλειψη κατανόησης των ρευματικών παθήσεων μεταξύ των κυβερνητικών υπευθύνων λήψης αποφάσεων, είναι το φετινό μήνυμα της EULAR (European Alliance of Associations for Rheumatology) και της Ελληνικής Εταιρείας Αντιρευματικού Αγώνα (ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.) με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αρθρίτιδας-12 Οκτωβρίου.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατανόηση και διαχείριση του χρόνιου πόνου αναφέρει, μιλώντας στο libre, η Πρόεδρος της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α., κα Αθανασία Παππά.
Όσοι έχουν βιώσει το δυσάρεστο συναίσθημα του πόνου μπορούν να το περιγράψουν με διαφορετικό τρόπο, καθώς διαφορετικοί και υποκειμενικοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την εμπειρία ενός ατόμου στον πόνο.
Μπορεί να εκδηλώνεται ως δυσκολία ή αδυναμία κίνησης ενός μέλους του σώματος, ως μούδιασμα, τσίμπημα, κάψιμο, μπορεί να είναι ήπιος, έντονος ή βασανιστικός.
Μπορεί κάποιος να αισθάνεται πόνο σε μια περιοχή του σώματος, όπως το στήθος, το γόνατο, στην πλάτη, την κοιλιά ή μπορεί να αισθάνεται πόνο διάχυτο σε όλο το σώμα. Ο πόνος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος.
Να διαχωρίσουμε τον οξύ και τον χρόνιο πόνο για να τον διαχειριστούμε καλύτερα
· Ο οξύς πόνος συνήθως εμφανίζεται ξαφνικά λόγω τραυματισμού, φλεγμονής ή ασθένειας και έχει περιορισμένη διάρκεια.
· Ο χρόνιος πόνος διαρκεί περισσότερο από τον οξύ πόνο, συνεχίζει να υπάρχει για μεγάλα χρονικά διαστήματα, συνήθως περισσότερο από 3 μήνες και γενικά είναι ανθεκτικός στη φαρμακευτική θεραπεία. Ο χρόνιος πόνος είναι μια σύνθετη ασθένεια, είναι πολύπλοκος και κάθε ασθενής τον βιώνει διαφορετικά, δε θεραπεύεται πάντα, αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι αποτελεσματικής διαχείρισης του.
Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία και το είδος του πόνου
Υπάρχουν διαθέσιμες πολλές φαρμακευτικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων των αναλγητικών, των αντιεπιληπτικών και των αντικαταθλιπτικών. Υπάρχουν, επίσης, συμπληρωματικές ή εναλλακτικές θεραπείες, όπως ο βελονισμός, η ψυχοθεραπεία, η φυσικοθεραπεία. Υπάρχουν και τεχνικές αυτοδιαχείρισης –στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής– που μπορούν να βοηθήσουν τον ασθενή να μειώσει τον πόνο ή τον τρόπο με τον οποίο νιώθει τον πόνο και να μπορέσει να αυξήσει την ποιότητα ζωής του.
Ο χρόνιος πόνος είναι ασθένεια
Οι καταστάσεις χρόνιου πόνου είναι οι πιο διαδεδομένες χρόνιες παθήσεις που απασχολούν το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης για αυτό και ο χρόνιος πόνος έχει αναγνωρισθεί από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ως ασθένεια, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της κοινωνικής και επαγγελματικής δραστηριότητας, καθώς και σε κοινωνική απομόνωση και να επηρεάσει δραματικά την καθημερινή ζωή του ατόμου που υποφέρει από πόνο. Η εμπειρία του πόνου επηρεάζει και επηρεάζεται από τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις συμπεριφορές, το κοινωνικό και εργασιακό μας περιβάλλον. Η ίδια η κατάθλιψη επιδεινώνει τον πόνο, με αποτέλεσμα το άτομο να μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο.
Αναγκαία η εκπαίδευση για τη διαχείριση του χρόνιου πόνου
Η εκπαίδευση στη διαχείριση του πόνου εξακολουθεί να αποτελεί χαμηλή προτεραιότητα στα προγράμματα σπουδών των επαγγελματιών υγείας, παρά την έρευνα δεκαετιών που τεκμηριώνει τις ανεκπλήρωτες παγκόσμιες εκπαιδευτικές ανάγκες.
Οι ΡΠ αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία αναπηρίας, είναι υπεύθυνες για το 60% των αναρρωτικών αδειών μακράς διαρκείας και οδηγούν εκτός εργασίας το 50% των ασθενών. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι το 25% των ασθενών με ρευματικές παθήσεις εγκαταλείπει την εργασία του μέσα στα 5 πρώτα χρόνια από την διάγνωση. Το δε κοινωνικό κόστος των ρευματοπαθών είναι δυσβάσταχτο, πλήττει καίρια την κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία.
«Οι πάσχοντες υφίστανται μεγάλες συνέπειες στην προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή. Στην Ελλάδα, με την παρατεταμένη κρίση και ύφεση, οι πάσχοντες έχουν δυσκολίες στην πρόσβαση τους στο γιατρό και στην θεραπεία», τόνισε η Πρόεδρος της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α, κα Αθανασία Παππά.
«Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν πρόβλημα πρόσβασης σε ιατρό λόγω αδυναμίας εξασφάλισης ραντεβού στις δημόσιες δομές ή σε ιατρό συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ, λόγω αδυναμίας πληρωμής αμοιβής ιδιώτη γιατρού αλλά και λόγω απόστασης ή αδυναμία μετακίνησης στο ιατρείο. Ασθενείς δηλώνουν ότι η κατάσταση της υγείας τους επιδεινώθηκε λόγω καθυστέρησης ή ακόμα και διακοπής της θεραπείας τους. Οι ασθενείς με ρευματικές παθήσεις θα πρέπει να έχουν κατάλληλη πρόσβαση σε εξειδικευμένη και ποιοτική ιατρική και υγειονομική φροντίδα, ώστε να βελτιστοποιηθεί η μακροχρόνια ποιότητα της ζωής.
Στην Ελλάδα η έλλειψη πολιτικών υγείας για την ορθή αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων και των συνεπειών τους έχει ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη διάγνωση, τις δυσκολίες πρόσβασης στην κατάλληλη θεραπεία και την έλλειψη μέτρων στα άτομα ΑΜΕΑ», επισημαίνει η κα Αθανασία Παππά.
Δεν είναι υποψιασμένοι οι ασθενείς για ρευματικό νόσημα
«Συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν, ο πολίτης είναι σχετικά πιο ευαισθητοποιημένος όταν παρατηρεί συμπτώματα», επισημαίνει στο libre, η Πρόεδρος της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α, ενώ αναφερόμενη στις καμπάνιες ενημέρωσης και τις ανάλογες δράσεις, τονίζει: «οι ενημερωτικές εκστρατείες είναι πάντα χρήσιμες αλλά μεγαλύτερη απόδοση στους ασθενείς έχουν δράσεις όπως το Σχολείο Αγωγής Υγείας κι άλλες κατά τόπους ενέργειες που κάναμε με την ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α. και είχαν χαρακτήρα πιο διαπροσωπικής επικοινωνίας με τους πάσχοντες. Σημαντικό ποσοστό των πολιτών καθυστερούν να πάνε στο γιατρό παρά τα πρώτα σημάδια κάποιας νόσου (όπως ΡΠ) ελπίζοντας να ‘περάσει από μόνο του’, ενώ και όταν απευθυνθούν στο γιατρό, η πρώτη επιλογή τους είναι ο ορθοπαιδικός και όχι ο ρευματολόγος. Δεν είναι υποψιασμένοι για ρευματικό νόσημα.
Έχουμε αναφορές ασθενών ότι, συχνά, ο ορθοπαιδικός καθυστερεί το περιστατικό, χορηγώντας µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη φάρµακα (ΜΣΑΦ). Είναι σημαντικό, ωστόσο, ο ασθενής να επισκεφτεί τον κατάλληλο γιατρό μέσα στις πρώτες εβδομάδες από την έναρξη των συμπτωμάτων ώστε να ξεκινήσει θεραπεία και να εμποδίσει την εξέλιξη της νόσου».
Απαραίτητες οι διευκρινίσεις για τη λειτουργία του θεσμού του Προσωπικού Γιατρού
«Υπάρχει επιπλέον σύγχυση για τις πρακτικές διαδικασίες του Προσωπικού Γιατρού. Πολλοί ασθενείς δεν γνωρίζουν εάν πρέπει πρώτα να επισκέπτονται τον προσωπικό γιατρό και εκείνος να τους παραπέμπει στο ρευματολόγο. Ο φόβος που μας εκφράζουν οι ασθενείς μας είναι ότι ο ΠΓ μπορεί να μη γνωρίζει το νόσημα από το οποίο πάσχουν ή τις κατάλληλες θεραπείες. Επίσης, ανησυχούν εάν τον φάκελο του ασθενή θα τον κρατά και θα τον ενημερώνει ο ΠΓ ή ο ρευματολόγος που τους παρακολουθεί. Εμείς ενημερώνουμε τους ασθενείς που μας ρωτούν ότι θα πρέπει να γραφτούν στον προσωπικό γιατρό και παράλληλα να ενημερώσει τον ρευματολόγο του, για την εγγραφή του και τον γιατρό που επέλεξε, ώστε να γίνει η σύνδεση. Η πλατφόρμα άνοιξε στις 12 Οκτωβρίου για 10 ακόμα ειδικότητες στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο ρευματολόγος. Έτσι, όσοι ρευματοπαθείς τώρα επιλέξουν προσωπικό γιατρό, μπορούν να επιλέξουν ρευματολόγο ή και να αλλάξουν ειδικότητα», καταλήγει η κα Αθανασία Παππά.