Γιάννης Κωνσταντινίδης, Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας/Οι συμμαχίες της “μισής καρδιάς”
«Η ψυχολογική πίεση που θα δημιουργήσει η προοπτική νέου αδιεξόδου και προσφυγής σε τρίτες κάλπες είναι πιθανό να οδηγήσει τους δρώντες σε μια απόφαση ‘‘με μισή καρδιά’’, δηλαδή σε μια απόφαση που είχαν απορρίψει στις πρώτες κάλπες», εκτιμά ο Γιάννη Κωνσταντινίδης σε άρθρο του στο libre.
“Εκεί μπορεί να κριθεί και το θέμα της αυτοδυναμίας ή (τελικά) της συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης”.
Και προσθέτει: “Οι έρευνες κοινής γνώμης δίνουν ολοένα υψηλότερα ποσοστά υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας”.
Και αυτό όπως είναι λογικό θα κρίνει τη στάση των κομμάτων και στη συνέχεια των ψηφοφόρων ή το αντίστροφο: Τις επιλογές των ψηφοφόρων και τις εντολές που θα έχουν λάβει τα κόμματα.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Οι συνεντεύξεις τύπου των πολιτικών αρχηγών στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης έθεσαν ουσιαστικά για πρώτη φορά στη δημόσια σφαίρα το πλέον κομβικό για την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση ζήτημα:
τα περιθώρια σχηματισμού κυβέρνησης στο κοινοβούλιο που θα σχηματιστεί από την εφαρμογή του συστήματος της απλής αναλογικής.
Το ζήτημα εξέλειπε από τη δημόσια ατζέντα όλα τα προηγούμενα χρόνια, καθώς η ΝΔ περιοριζόταν στην τακτική δαιμονοποίησης της απλής αναλογικής ωσάν ο εξορκισμός του συστήματος να έλυνε το ζήτημα της διακυβέρνησης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζονταν αμήχανοι να καταθέσουν συγκεκριμένη πρόταση συνεργασίας λόγω του εδραιωμένου ανταγωνισμού μεταξύ τους, ο οποίος επιτάθηκε μάλιστα από τη δημοσκοπική καταγραφή αξιοσημείωτου ποσοστού μετακινούμενων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2019 προς το ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή Ανδρουλάκη στις αρχές του έτους. Μοιραία λοιπόν οι πολίτες βρίσκονται λίγους μήνες πριν από τις κάλπες χωρίς να έχουν τη σαφή εικόνα των τεχνικών επιδράσεων των επιλογών ψήφου τους στον σχηματισμό της κυβέρνησης. Ποιες λοιπόν αναμένεται να είναι αυτές οι επιδράσεις; Και μπροστά σε ποιες επιλογές θα βρεθούν;
- Η ιδιαιτερότητα της απλής αναλογικής ως συστήματος μετατροπής των ψήφων σε έδρες είναι ότι αντιστοιχίζει κατά σχεδόν απόλυτο τρόπο (με εξαίρεση τις ψήφους που έλαβαν τα κόμματα κάτω του 3% στην επικράτεια) τα ποσοστά της βραδιάς των εκλογών σε ποσοστά εδρών επί των 300 της Βουλής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να προκύψει από ένα ή περισσότερα κόμματα που συγκεντρώνουν αθροιστικά το 50% ή λίγο λιγότερο από το 50% των ψήφων. Ποιο ή ποια κόμματα μπορούν να πετύχουν κάτι τέτοιο βάσει των δημοσκοπικών εκτιμήσεων της τρέχουσας περιόδου;
Οι σχετικές εκτιμήσεις παραμένουν σταθερές –και σχετικά σαφείς– εδώ και αρκετούς μήνες.
-Η ΝΔ διατηρεί σημαντικό προβάδισμα καταγράφοντας μάλλον περιορισμένες μόνο απώλειες και μάλιστα προς την αποχή, δηλαδή προς μια κατεύθυνση που δεν επηρεάζει σημαντικά τη σχέση ισχύος της έναντι των άλλων κομμάτων.
-Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στάσιμος σε επίπεδα που παραπέμπουν στην προεκλογική περίοδο του 2019, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από το 30% χάνοντας άνω του 10% της δύναμής του προς το ΠΑΣΟΚ.
-Το τελευταίο, υπό τον νέο αρχηγό του, ενισχύεται σημαντικά έλκοντας δυνάμεις πρωτίστως από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε δεύτερο χρόνο και από τη ΝΔ, και προσεγγίζει το 15%.
Τα τρία μικρότερα κόμματα διατηρούν τις δυνάμεις τους και εξασφαλίζουν την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή τους, με την Ελληνική Λύση μάλιστα να ενισχύεται ορατά. Αξιοσημείωτη καταγράφεται η απήχηση του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη, η οποία δεν απέχει σημαντικά από το όριο του 3%, πολύ περισσότερο αν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι η επιλογή ενός ακραίου κόμματος που δεν αποκηρύσσει το παρελθόν της Χρυσής Αυγής, δηλαδή μιας καταδικασμένης εγκληματικής οργάνωσης υπό τον μανδύα κόμματος, είναι πιθανότατο να υποεκτιμάται σε μια έρευνα κοινής γνώμης.
- Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η εφαρμογή της απλής αναλογικής στις επικείμενες κάλπες περιορίζει τις επιλογές σχηματισμού κυβέρνησης στις εξής δύο: πρώτον, τον σχηματισμό «μεγάλου συνασπισμού» ή τον σχηματισμό «τρικομματικής κυβέρνησης» των τριών μεγαλυτέρων κομμάτων, και, δεύτερον, τον σχηματισμό συμμαχίας της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ.
Η σύνθεση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τη ΝΔ και την Ελληνική Λύση ή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜΕΡΑ25, συνδυασμοί που έχουν αποτυπωθεί κατά καιρούς στη δημόσια συζήτηση δεν είναι ούτε καν μαθηματικά εφικτοί, πολύ περισσότερο που θα δημιουργούσαν έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό κομμάτων. Σε κάθε περίπτωση, με τη δυνατότητα διεξαγωγής μιας δεύτερης αναμέτρησης εντός σύντομου διαστήματος και με διαφορετικό εκλογικό σύστημα, ο μη σχηματισμός κυβέρνησης θα είναι μια τόσο ελκυστική επιλογή που κανένας από τους πολιτικούς παίκτες δεν θα της αντισταθεί.
Πόσο διαφορετικές θα είναι οι συνθήκες σε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, στην οποία θα εφαρμοστεί ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο οποίος προβλέπει μια κλιμακωτή ενίσχυση του πρώτου κόμματος συναρτήσει του ποσοστού ψήφων που εκείνο θα συγκεντρώσει;
Σημαντικά διαφορετικές. Παρότι δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν οι συμπεριφορές που θα προκαλέσει στο εκλογικό σώμα το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών και η διαχείριση του αποτελέσματος αυτού από τα κόμματα, εκτιμάται ότι η κατανομή των εδρών μετά τις δεύτερες εκλογές θα δίνει περισσότερες από μία επιλογές σχηματισμού κυβέρνησης. Το ενδεχόμενο μονοκομματικής πλειοψηφίας της ΝΔ δείχνει απίθανο, ειδικά αν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση έχει κερδίσει και ένα έβδομο κόμμα.
Ωστόσο, πέραν της επιλογής του σχηματισμού «μεγάλου συνασπισμού» ή «τρικομματικής κυβέρνησης» των τριών πρώτων κομμάτων και του σχηματισμού συμμαχίας της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ, μαθηματικά θα υπάρχει η δυνατότητα σχηματισμού συμμαχίας της ΝΔ με την Ελληνική Λύση. Παρότι οι επιλογές μοιάζουν να είναι κατά βάση οι ίδιες, η ψυχολογική πίεση που θα δημιουργήσει η προοπτική νέου αδιεξόδου και προσφυγής σε τρίτες κάλπες είναι πιθανό να οδηγήσει τους δρώντες σε μια απόφαση «με μισή καρδιά», δηλαδή σε μια απόφαση που είχαν απορρίψει στις πρώτες κάλπες.
- Θα ικανοποιούσε μια τέτοια εξέλιξη τους ψηφοφόρους; Οι έρευνες κοινής γνώμης δίνουν ολοένα υψηλότερα ποσοστά υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας. Ωστόσο, το περιεχόμενο που δίνουν στην έννοια μοιάζει να είναι μάλλον αφηρημένο, γεγονός που μειώνει την αξία της τοποθέτησης του εκλογικού σώματος, και επιπλέον το περιεχόμενο είναι εξαρτώμενο από τους εμπλεκόμενους στο σχήμα συνεργασίας.
Κάτι τέτοιο είναι δικαιολογήσιμο δεδομένου ότι οι πολιτικοί δρώντες δεν έχουν φωτίσει το ενδεχόμενο στο εκλογικό σώμα και φυσικά δεν έχουν ξεκαθαρίσει τις προτιμήσεις τους για συνεργασία. Μοιραία λοιπόν, η επίτευξη μιας οποιασδήποτε «συμφωνίας της μισής καρδιάς» είναι πιθανό να οξύνει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων για την πολιτική ζωή. Η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί σε συνθήκες απόλυτης απαξίωσης της πολιτικής ακόμα και μετά την εμπειρία μιας συμμαχικής κυβέρνησης. Και για αυτό δεν θα φταίει η απλή αναλογική, αλλά η αμέλεια των κομμάτων να μιλήσουν για τα δεδομένα που αυτή θα δημιουργήσει και κυρίως για την ευκαιρία μιας αλλαγής του μοντέλου διακυβέρνησης που αυτή συνεπάγεται.