Η περίπτωση Κοτζιά και το γιγαντιαίο λάθος του ΣΥΡΙΖΑ…
Η έξοδος της χώρας από την σκοτεινή περίοδο των μνημονίων θεωρείται από πολλούς ένα από τα δύο μεγαλύτερα επιτεύγματα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Το άλλο, αναμφίβολα, είναι η εξωτερική πολιτική εκείνης της περιόδου, με την ελεγχόμενη ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις μεγάλες συμφωνίες στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, την ενίσχυση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον (προοίμιο της αμυντικής συνεργασίας που υπέγραψε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη), και, φυσικά, την Συμφωνία των Πρεσπών που “φλερτάρισε” ακόμα και με το Νόμπελ Ειρήνης.
Η υπογραφή κάτω από όλα αυτά, δίπλα σε εκείνη του Αλέξη Τσίπρα -ως πρωθυπουργού-, είναι αυτή του Νίκου Κοτζιά. Οι γνωρίζοντες κάνουν λόγο για μία υποδειγματική διπλωματία με δουλειά μυρμηγκιού που παρήγαγε σημαντικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν έχει κανείς ενστάσεις για τον εκρηκτικό χαρακτήρα του και, ενίοτε, ακόμα και τις εμμονές του, ο Νίκος Κοτζιάς υπήρξε το “asset” της κυβέρνησης 2015-19, και ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα που παρήγαγε ο χώρος της αριστεράς τα τελευταία πολλά χρόνια.
Το πώς τραυματίστηκαν οι σχέσεις του πρώην πρωθυπουργού με τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία με πολλά ερωτηματικά, και, πάντως, ανάγεται στις ιδιοσυγκρασίες και των δύο αλλά, ίσως περισσότερο, στον “περίεργο” ρόλο που διαδραμάτισαν κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ της εποχής. Η σύγκρουση του Νίκου Κοτζιά με τον Πάνο Καμμένο ήταν αυτή που προκάλεσε την παραίτηση του πρώτου, σε συνδυασμό με την άποψή του πως την κρίσιμη εκείνη στιγμή δεν βρήκε την στήριξη που του άξιζε.
Η παρουσία του Νίκου Κοτζιά στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ άμβλυνε λίγο τα πάθη, όμως εκείνοι που δεν θέλουν τον πρώην υπουργό Εξωτερικών και επικεφαλής του “Πράττω”, κοντά στην Κουμουνδούρου, εξακολουθούν να έχουν επιρροή.
Ένα space στο twitter με προσκεκλημένο τον Νίκο Κοτζιά έγινε κυριολεκτικά ανάρπαστο, επιβεβαιώνοντας πως στο εκλογικό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα πρόσωπο εξαιρετικά δημοφιλές και με μεγάλη επιρροή. Κάποιοι επισημαίνουν την απουσία του από τον τρόπο με τον οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση χειρίζεται τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Κάποιοι, για παράδειγμα, εξεπλάγησαν με την σπουδή της Κουμουνδούρου να χαρακτηρίσει “ήττα του Κυριάκου Μητσοτάκη”, ή ακόμα και “εθνική ήττα”, την απόσυρση της τροπολογίας Μενέντεζ από τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ μέχρι ότου συνέλθουν και αποφασίσουν εκ νέου οι μετέχοντες στην κοινή επιτροπή Βουλής και Γερουσίας. Ακόμα κι αν η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί αρνητικά και η Τουρκία προμηθευτεί τελικά τα F16 που διεκδικεί από τις ΗΠΑ (κάτι που πολλοί θεωρούν βέβαιο σε σχετικό βάθος χρόνου), ίσως να μην χρειαζόταν να βιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να προεξοφλήσει κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι ο Ρόμπερτ Μενέντεζ παρενέβη και δήλωσε πως δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο να συμβεί όσο είναι εκείνος επικεφαλής της επιτροπής άμυνας έδωσε τροφή στην κυβέρνηση να συνδέσει τον ΣΥΡΙΖΑ (ακραία και προσβλητικά) με το τουρκικό πρακτορείο Anadolu.
Ενώ, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον πρέπει να επαίρεται για την εξωτερική πολιτική των ημερών του, ξοδεύει σπάταλα το κεφάλαιο που δημιούργησαν Τσίπρας και Κοτζιάς, και παράλληλα αφήνει τη Ν.Δ να παίζει εν ου παικτοίς στο πεδίο του πατριωτισμού και των εθνικών θεμάτων. Κάτι που αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, στις οποίες δεν επιδρά η εν γένει εθνική και συναινετική στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα “ναι μεν αλλα” και η κάκιστη επικοινωνιακή διαχείριση της στάσης του στην ελληνογαλλική και την ελληνοαμερικανική συνεργασία επέτειναν αυτό το κλίμα.
Γι αυτό και είναι αρκετοί εκείνοι που προβληματίζονται. Όταν το μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται ως επιτυχία την “πολιτική Κοτζιά”, κι όταν το κεντρώο ακροατήριο στο οποίο προσβλέπει ο Αλέξης Τσίπρας κρατά υψηλά το θέμα του πατριωτισμού, ποιός είναι ο λόγος το πρώτο να υποβαθμίζεται (και να λείπει από την προμετωπίδα της αξιωματικής αντιπολίτευσης), και το δεύτερο να προσβάλλεται με βιαστικές θέσεις; Ακόμα δε περισσότερο όταν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί ως πρωθυπουργός την μομφή της Ν.Δ, με βουλευτές να δηλώνουν τότε πως “πιστεύουν τον Ερντογάν και όχι τον ίδιο”…