Γερμανία: Τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της χώρας, προβλέπουν ύφεση για τη γερμανική οικονομία
Τα τέσσερα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της χώρας στην περιοδική έκθεσή τους, – η οποία θα δοθεί σήμερα στη δημοσιότητα – διαπιστώνουν πως η γερμανική οικονομία θα διολισθήσει σε ύφεση από το γ’ τρίμηνο του έτους και η αιτία είναι ο δραματικός περιορισμός της καταναλωτικής διάθεσης των πολιτών.
Σύμφωνα με στοιχεία της έκθεσης που έχει στη διάθεσή του το πρακτορείο Reuters, η ύφεση θα κυμανθεί μεταξύ 0,2% για το γ’ τρίμηνο και 0,6% για το δ’ τρίμηνο, ενώ στο α’ τρίμηνο του επόμενου έτους θα περιοριστεί στο 0,4%. Η γερμανική οικονομία αναμένεται κατόπιν να επανέλθει σταδιακά σε ελαφρώς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Τα οικονομικά ινστιτούτα, το IW του Κιέλου, το ΙΜΚ του Ντίσελντορφ, το ISW του Μονάχου και το ΙΖΑ της Βόννης, τα οποία έχουν ανεπίσημο ρόλο συμβούλου της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, θα επισημάνουν ακόμη ότι η τάση συρρίκνωσης της οικονομίας οφείλεται κυρίως στην υποχώρηση της κατανάλωσης, λόγω της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού. Η κατανάλωση, θα αναφέρεται στην έκθεση, θα αρχίσει να ανακάμπτει το επόμενο καλοκαίρι.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδότησε πιθανότατα το τέλος του πολύ επιτυχημένου γερμανικού οικονομικού μοντέλου: εισαγωγή φθηνής (ρωσικής) ενέργειας και πρώτων υλών, εξαγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας στον κόσμο και όφελος από την παγκοσμιοποίηση», δηλώνει στην WirtschaftsWoche ο οικονομολόγος της ING Κάρστεν Μπρζέσκι.
«Ο υψηλός πληθωρισμός μειώνει τη διάθεση των καταναλωτών να ψωνίσουν και αυτό συνεπάγεται ότι οι εταιρίες έχουν λιγότερα χρήματα για επενδύσεις. Αυτό θα μπορούσε να σημάνει την αρχή μιας καθοδικής πορείας διάρκειας ενός ή δύο ετών», συμπληρώνει ο Μαρσέλ Φράτσερ από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) και επισημαίνει ότι οι αυξημένες τιμές ενέργειας επιβαρύνουν σοβαρά τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να έχουν ήδη διακόψει την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων επειδή δεν είναι κερδοφόρα. Σε αυτό έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα στην αλυσίδα τροφοδοσίας, τα οποία επιδεινώνονται και με τα συχνά λοκντάουν που εφαρμόζει ακόμη η Κίνα στο πλαίσιο της πολιτικής «μηδενικών κρουσμάτων» κορονοϊού.