Έφη Αχτσιόγλου στο libre: 35ωρο με αύξηση κατώτατου μισθού – Η κυβέρνηση ενισχύει ένα χρεωκοπημένο μοντέλο
Ρυθμιστικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας προτείνει η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, τονίζοντας παράλληλα ότι ενώ το ΑΕΠ μεγεθύνεται οι ανισότητες αυξάνονται, ενώ ο πληθωρισμός καταγράφει ρεκόρ δεκαετιών και η αγοραστική δύναμη του μισθού μειώνεται.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
–Κυρία Αχτσιόγλου, η ελληνική οικονομία βιώνει ένα νέο περιβάλλον στην παγκόσμια οικονομία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναδείξει το ζήτημα της ενέργειας, αλλά υπάρχουν και άλλα πολύ σοβαρά ζητήματα. Μετά από πολλά χρόνια ακούμε για παγκόσμια επισιτιστική κρίση. Σ’ αυτό το νέο περιβάλλον πώς βλέπετε την ελληνική οικονομία;
Η ελληνική οικονομία βρέθηκε την περίοδο της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων σε βαθιά ύφεση, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους να πλήττονται καίρια, ενώ τα μέτρα της κυβέρνησης δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τις απώλειες. Απόρροια εκείνων των χειρισμών είναι, μεταξύ άλλων, η συσσώρευση μεγάλων χρεών που εξακολουθούν να βαραίνουν νοικοκυριά και μικρομεσαίους επιχειρηματίες.
Σε αυτό το ήδη δυσμενές περιβάλλον, για το οποίο έφερε βαρύτατες ευθύνες η ΝΔ, προστέθηκε η ενεργειακή κρίση και η κρίση της ακρίβειας, που επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
- Ποια είναι η κατάσταση σήμερα; Το ΑΕΠ μεγεθύνεται μεν, όμως οι ανισότητες αυξάνονται, περισσότεροι πολίτες είναι αντιμέτωποι με τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, ο πληθωρισμός καταγράφει ρεκόρ δεκαετιών, η αγοραστική δύναμη του μισθού μειώνεται, ο ενεργειακός πληθωρισμός εκτινάσσεται, ενώ σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ η χώρα μας βρίσκεται στην προ τελευταία θέση στην ΕΕ με τελευταία τη Βουλγαρία.
Τι δείχνουν αυτά; Ότι η οικονομική μεγέθυνση που σημειώνεται αυτόν τον καιρό όχι απλώς δεν μεταφράζεται σε βελτίωση της καθημερινότητας για την πλειονότητα των πολιτών αλλά συμπορεύεται με τον κίνδυνο διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Γι’ αυτή την κατάσταση την πλήρη ευθύνη φέρει η κυβέρνηση της ΝΔ.
Τι πρέπει να γίνει; Πρέπει να υπάρξει πληρέστερη θωράκιση του συνόλου της κοινωνίας και των παραγωγικών δυνάμεων από τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Αυτή η θωράκιση προϋποθέτει παρεμβάσεις σε δύο επίπεδα από την πλευρά της πολιτείας:
- ρυθμιστικές και
- δημοσιονομικές
Στο επίπεδο των ρυθμιστικών παρεμβάσεων είναι αναγκαία η θέση πλαφόν στη χονδρική και λιανική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος κα του φυσικού αερίου. Αναφορικά με τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις αναγκαία είναι η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα αλλά και του ΦΠΑ στα τρόφιμα.
Αυτές οι πολιτικές συνιστούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για να μπορέσει και η κοινωνία να ανασάνει και να υπάρχουν θετικές προοπτικές για την οικονομία.
–Έχετε διατελέσει υπουργός σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα. Σήμερα ποιες πρωτοβουλίες πρέπει να ληφθούν στον τομέα των επενδύσεων;
Κάθε οικονομία έχει ζωτική ανάγκη από επενδύσεις, πόσο μάλλον η ελληνική μετά από μία σκληρή και πολυετή κρίση. Για να μιλάμε όμως για βιώσιμες επενδύσεις που θα έχουν προστιθέμενη αξία, που θα συμβάλλουν πραγματικά στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας απαιτείται σχεδιασμός και κανόνες.
Η κυβέρνηση της ΝΔ στο συγκεκριμένο θέμα κινήθηκε σε μονοπάτια του παρελθόντος, δηλαδή σε ασχεδίαστες και χωρίς αναπτυξιακή βαρύτητα επιλογές, με εξυπηρετήσεις κατά το δοκούν και φωτογραφικές ρυθμίσεις.
Από την πλευρά μας έχουμε καταθέσει μια συνολική πρόταση εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
- Επί της αρχής: Θέτουμε προτεραιότητες που ενισχύουν επενδύσεις εξωστρεφείς, υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας, επενδύσεις που με άλλα λόγια θα είναι σε θέση να αναβαθμίσουν τη χώρα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, και κατευθύνουμε εκεί τα χρηματοδοτικά εργαλεία.
- Επιμένουμε σε σαφείς κανόνες: φορολογικούς, χωροταξικούς, περιβαλλοντικούς και κανόνες εργατικής προστασίας. Κανόνες που δεν θα αποτελούν εμπόδιο στην προσέλκυση επενδύσεων, αντιθέτως θα αποπνέουν σταθερότητα και ασφάλεια, αλλά ούτε θα θέτουν υπό καμία αμφισβήτηση το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας.
Όπως καταλαβαίνετε, η συζήτηση για τις επενδύσεις συνδέεται άρρηκτα με το παραγωγικό μοντέλο που θεωρούμε ότι πρέπει να αλλάξει. Να δοθεί προτεραιότητα σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην αγροδιατροφή, στην έρευνα και την καινοτομία, σε δυναμικούς μεταποιητικούς κλάδους, στις νέες τεχνολογίες. Στην προσπάθεια αυτή, ο ρόλος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι κομβικός κι αυτή είναι άλλη μια ειδοποιός διαφορά μας από τη ΝΔ που βλέπει την οικονομική ανάπτυξη μέσα από την ουσιαστική «εξαφάνιση» της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες πρωτοβουλίες που θα πρέπει να ληφθούν άμεσα είναι:
1. Ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω εξειδικευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων της Αναπτυξιακής Τράπεζας με ειδικά κίνητρα για τη δημιουργία clusters.
2. Μόνιμο και σταθερό πλέγμα χρηματοδοτικών και φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε νέες τεχνολογίες.
3. Στήριξη των παραγωγικών κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας (αγροδιατροφή, χημική βιομηχανία, μεταποίηση).
4. Αναμόρφωση των μηχανισμών χρηματοδότησης και εγγυήσεων.
5. Διεύρυνση των μηχανισμών μεταφοράς τεχνολογίας και επενδύσεων υψηλού επιχειρηματικού ρίσκου για την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και την υποστήριξη, κυρίως, παραγωγικών επιχειρήσεων έντασης γνώσης σε όλα τα στάδια λειτουργίας τους.
6. Δημιουργία Κέντρων Καινοτομίας, ως νέου τύπου ώριμων Τεχνολογικών Πάρκων σε εστιασμένους τεχνολογικούς τομείς.
7. Ευνοϊκά τοπικά κίνητρα.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση όπως απέδειξε και με τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης –στην απορροφητικότητα του οποίου έχει αποτύχει ακόμα και μετά τη μείωση των στόχων που η ίδια έθεσε- κινείται σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Ενισχύει μόνο ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις επαναλαμβάνοντας ένα εν πολλοίς χρεωκοπημένο μοντέλο.
–Πριν από λίγο καιρό είχατε δηλώσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει τις 35 ώρες εργασίας χωρίς να περικόψει μισθούς. Δεν θα ήταν περισσότερο ωφέλιμο για τους εργαζόμενους να αυξηθούν οι μισθοί τους που είναι το κυριότερο και προφανώς σημαντικότερο;
Δεν είναι αλληλοαποκλειομένα αυτά, το αντίθετο. Στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ–Π.Σ. υπάρχουν και οι δύο θέσεις συμπληρωματικά. Η μείωση του εργάσιμου χρόνου, με βάση την εξέλιξη της τεχνολογίας και τις παραγωγικές δυνατότητες, είναι μία αναγκαιότητα που δεν μπορεί να την αγνοεί πλέον κανείς και θα συμβάλλει και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, όπως επιβεβαιώνουν όλες οι έρευνες, και φυσικά στην αύξηση των θέσεων εργασίας.
- Προφανώς αυτή η μείωση του εργάσιμου χρόνου πρέπει να γίνει χωρίς καμία μείωση μισθού και από την πλευρά μας έχουμε διατυπώσει σαφώς τη θέση μας.
Αυτή η πρόταση δεν έρχεται σε καμία αντιδιαστολή με την άμεση αναγκαιότητα για την αύξηση των μισθών, κάθε άλλο μάλιστα. Εξάλλου, εδώ και πολύ καιρό έχουμε ζητήσει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ. Παράλληλα. δεσμευόμαστε για την επαναφορά και την αναβάθμιση του πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων -το οποίο διέλυσε ξανά η ΝΔ- για να αυξηθούν οι μισθοί και σε κλαδικό επίπεδο.
Άρα, 35ωρο χωρίς μείωση μισθού, αύξηση άμεσα του κατώτατου μισθού τουλάχιστον στα 800 ευρώ και αυξήσεις των μισθών σε όλα τα επίπεδα μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις. Ταυτόχρονα, παρεμβάσεις για την καταπολέμηση κάθε μορφής παραβατικότητας στην αγορά εργασίας, για την πάταξη της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, για την ενίσχυση της πλήρους εργασίας αντί της υποαπασχόλησης και των εργολαβιών. Αυτό είναι ένα πλαίσιο που μπορεί πραγματικά να δώσει και στον κόσμο της εργασίας την πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι μια υπόθεση που θα μας αφορά όλους.
–Καθώς όλοι υπόσχονται και σχεδιάζουν για τα επόμενα 3 με 4 χρόνια δεν θα ήταν καλύτερο να σχεδιαστεί ένα μακροχρόνιο σχέδιο για την ελληνική οικονομία για τουλάχιστον τα επόμενα 20 με 30 χρόνια; Να τεθούν προτεραιότητες και στόχοι;
Ο σχεδιασμός για την ανάπτυξη της οικονομίας πρέπει να είναι πολυεπίπεδος. Άμεσος, μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος, όπου κάθε επίπεδο θα εξυπηρετεί μία συγκεκριμένη στρατηγική με καθαρούς και μετρήσιμους στόχους.
- Σαφώς ο σχεδιασμός αυτός πρέπει να έχει προοπτική σε βάθος χρόνου, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να είναι όσο το δυνατό καλύτερα θωρακισμένος, με δυνατότητα άμεσης αντίδρασης σε αστάθμητους παράγοντες, σε κρίσεις δηλαδή, που όπως βιώνουμε τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται ραγδαία.
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου είναι προϋπόθεση για να υπάρξει ένα μακρόπνοο σχέδιο. Στο παραγωγικό μοντέλο όμως συμπυκνώνονται τελικά και οι κάθετες διαφοροποιήσεις του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. με αυτό της ΝΔ. Επ’ αυτού εδράζονται και αντιπαρατιθέμενες στρατηγικές. Το ζήτημα λοιπόν είναι πρωτίστως πολιτικό.