Συνέντευξη Καββαθά: Για τις μικρές επιχειρήσεις το κράτος αποδεικνύεται λιγότερο γενναιόδωρο – Η επικοινωνία με την κυβέρνηση δεν είναι καλή
«Είναι επιβεβλημένο ένα άλλο μίγμα πολιτικών που θα ενισχύει τη ρευστότητα, θα ρυθμίζει με ρεαλιστικό και βιώσιμο τρόπο το ιδιωτικό χρέος, θα δίνει φορολογικά κίνητρα», τονίζει στη συνέντευξή στο libre ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς καλώντας συγχρόνως την κυβέρνηση να παρέμβει «στη νέα λαίλαπα για την οικονομία και την κοινωνία», όπως χαρακτηρίζει, την αγορά ενέργειας.
Σύμφωνα με τον κ. Καββαθά «όσο η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει να αποζημιώσει τις ήδη συμπιεσμένες πολύ μικρές και μικρές με όλο το κόστος της αύξησης του ρεύματος, τότε οι ανατιμήσεις στην ενέργεια θα αποτελούν ένα από τα τελικά χτυπήματα στην ελληνική επιχειρηματικότητα, ενδεχομένως και το μοιραίο».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
–Κύριε Καββαθά ποια είναι η εικόνα που αποκομίζετε εσείς ως κλάδος σχετικά με την ελληνική οικονομία;
H οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία βρήκε τις μικρές επιχειρήσεις σε μια περίοδο όπου προσπαθούσαν ακόμα να ανακάμψουν από την προηγούμενη δεκαετή χρηματοπιστωτική κρίση. Καθώς η πανδημική κρίση προκάλεσε αρνητικές συνέπειες, τόσο στο σκέλος της προσφοράς όσο και στο σκέλος της ζήτησης επιβάρυνε περαιτέρω ένα σημαντικό μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα εκείνων που για μεγάλα χρονικά διαστήματα ανέστειλαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη δραστηριότητα τους.
- Η εμφάνιση του πληθωρισμού, που από τα μέσα του 2021 και μετά καλπάζει -κυρίως λόγω της υπέρμετρης αύξησης των τιμών ενέργειας και της διατάραξης των εφοδιαστικών αλυσίδων- εντάθηκε περαιτέρω λόγω των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων, δημιούργησε νέες προκλήσεις, ναρκοθετώντας τις προσδοκώμενες προοπτικές δυναμικής ανάκαμψης.
Η πλέον σημαντική συνέπεια των πληθωριστικών πιέσεων, όπως αποτυπώνεται στις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, άφορα στην σοβαρή αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, ενώ όπως είναι επόμενο ο υψηλός πληθωρισμός απομείωσε τα πραγματικά εισοδήματα και κατ’ επέκταση την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
–Περιθώρια ανάπτυξης και βελτίωσης υπάρχουν; Και αν «ναι», με ποιον τρόπο;
Όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ οι προσδοκίες για το μέλλον παραμένουν χαμηλές λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί η παράλληλη εξέλιξη της υγειονομικής, ενεργειακής και γεωπολιτικής κρίσης.
- Είναι επιβεβλημένο ένα άλλο μίγμα πολιτικών που θα ενισχύει τη ρευστότητα, θα ρυθμίζει με ρεαλιστικό και βιώσιμο τρόπο το ιδιωτικό χρέος, θα δίνει φορολογικά κίνητρα ώστε τελικά να επιτυγχάνονται με αύξηση των κύκλων εργασιών καλύτερα φορολογικά αποτελέσματα, θα παρεμβαίνει ουσιαστικά στη νέα λαίλαπα για την οικονομία και την κοινωνία, την αγορά ενέργειας.
Υπάρχουν πολύ καλά παραδείγματα που η ίδια η Κυβέρνηση έδειξε ότι όταν θέλει, μπορεί να υλοποιήσει. Από πληθώρα στοιχείων έχει προκύψει ότι οι επιστρεπτέες προκαταβολές ήταν το μέτρο που αξιοποίησε η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στο κρίσιμο κομμάτι της ρευστότητας κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης.
- Αναμφίβολα οι 7 κύκλοι των επιστρεπτέων προκαταβολών προσέφεραν ρευστότητα στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που διαχρονικά είναι «αποκλεισμένες» από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Συνεπώς εμείς ζητάμε την καθιέρωση του μοντέλου της επιστρεπτέας προκαταβολής, ως μόνιμο εργαλείο χρηματοδότησης αποκλειστικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ακολουθώντας τη λογική παράκαμψης των τυπικών μηχανισμών του τραπεζικού δανεισμού. Είναι ένα αίτημα που η ίδια η Κυβέρνηση έχει εκ των προτέρων νομιμοποιήσει.
–Το κοντινό και μακρινό μέλλον για τις επιχειρήσεις που εκπροσωπείτε πως το βλέπετε;
Το τελευταίο επεισόδιο στη σειρά περιπέτειας που ενίοτε γίνεται δράμα ή θρίλερ και αφορά τις μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχει να κάνει με το ενεργειακό κόστος
- Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος καταγράφουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, προκαλώντας αλλεπάλληλα σοκ στην αγορά. Πρόκειται για αυξήσεις που είναι αδικαιολόγητες και δεν προκύπτουν από καμία αύξηση του πραγματικού κόστους.
Η πρόσφατη άνοδος της τιμής του ρεύματος στο χρηματιστήριο Ενέργειας Αθηνών ακολούθησε μια εντελώς αναπάντεχη άνοδος της τιμής του ρεύματος εκ μέρους των παρόχων για τον μήνα Σεπτέμβριο, με τη ΔΕΗ μάλιστα να είναι εκείνη που σέρνει πρώτη τον χορό των αυξήσεων αυτή τη φορά.
- Δηλαδή, η ΔΕΗ, που εξακολουθεί να διατηρεί τη μερίδα του λέοντος στο σύνολο των καταναλωτών, λειτουργεί με κριτήριο τα ιδιωτικά κέρδη και όχι με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον, εξυπηρετώντας την κοινωνία και την ανάπτυξη.
Πως μπορούμε στα σοβαρά να συζητάμε ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, χωρίς αναπτυξιακούς πυλώνες, χωρίς δημόσια δίκτυα και υποδομές; Ακόμη και στις απαρχές των ιδεών της ελεύθερης αγοράς, του “laissez faire, laissez passer” το κράτος ήταν παρόν για να εγγυηθεί τα δίκτυα και τις υποδομές.
-Η κυβέρνηση είναι αρωγός στα προβλήματα που ελλοχεύουν λόγω της ενεργειακής κρίσης που αναμένεται να προκληθεί τον χειμώνα;
Τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση, αξίας 1,9 δισ. ευρώ, θα απαλύνουν μέρος των επιπτώσεων από την αύξηση του ρεύματος, καθώς οι επιδοτήσεις θα απορροφήσουν το 94% της αύξησης στα (περίπου 6 εκατ.) οικιακά τιμολόγια οδηγώντας την τιμή της μεγαβατώρας στα 639 ευρώ.
Ωστόσο, για τις μικρές επιχειρήσεις το κράτος αποδεικνύεται λιγότερο γενναιόδωρο, καθώς η επιδότηση για τον μήνα Σεπτέμβριο ορίζεται στα 604 ευρώ ανά μεγαβατώρα και θα απορροφήσει το 89% της αύξησης.
Το μέτρο που αφορά παροχές με ισχύ έως 35 kVA θα ευνοήσει 1.250.000 επαγγελματικές παροχές επιχειρήσεων, όπου συμπεριλαμβάνονται εστιατόρια, κομμωτήρια, αρτοποιεία, εμπορικά καταστήματα, κ.λπ. Για εμπορικές και βιομηχανικές παροχές με ισχύ άνω των 35 kVA, η επιδότηση ανέρχεται στα 342 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Τα παραπάνω μέτρα δεν «γυρίζουν» το κόστος του ηλεκτρικού ούτε καν εκεί που βρισκόταν τον Αύγουστο του 2022.
–Βρίσκεστε σε συνεννόηση με την κυβέρνηση για τη λήψη μέτρων και σε ποια κατεύθυνση;
Σε αυτό το τελευταίο επεισόδιο η επικοινωνία δεν είναι καλή.
- Η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει παρέμβει πιο αποτελεσματικά στην κρίση εάν διαφοροποιούσε τις παροχές, στηρίζοντας περισσότερο γενναιόδωρα τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις συναρτήσει των εσόδων τους, του αριθμού απασχολουμένων και της κατανάλωσής τους.
Όσο η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει να αποζημιώσει τις ήδη συμπιεσμένες πολύ μικρές και μικρές με όλο το κόστος της αύξησης του ρεύματος, τότε οι ανατιμήσεις στην ενέργεια θα αποτελούν ένα από τα τελικά χτυπήματα στην ελληνική επιχειρηματικότητα, ενδεχομένως και το μοιραίο.