Εκλογικός νόμος: Οι αντιφάσεις που καλείται να διαχειριστεί ο πρωθυπουργός
Θεωρητικά και του Συντάγματος, κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να αλλάζει τον εκλογικό νόμο (άρα και τους κανόνες του πολιτικού “παιχνιδιού”) όσες φορές το επιθυμεί εντός της τετραετούς θητείας της. Επ΄ αυτού, τυπικά, ουδείς ψόγος. Ακόμα κι αν ο εκλογικός νόμος τροποποιείται ανά τρεις μήνες, υπό την επίδραση, πιθανώς, των δημοσκοπήσεων ή του εν γένει πολιτικού κλίματος, η (κάθε) κυβέρνηση δεν παραβιάζει το… γράμμα του Συντάγματος.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Υπάρχουν, όμως, και η ουσία του συνταγματικού πλαισίου, όπως και τα “χρηστά ήθη” της λειτουργίας του πολιτεύματος και των θεσμών. Εδώ αρχίζουν οι αντιφάσεις που καλείται να διαχειριστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με αφορμή την συζήτηση που έχει ξεσπάσει και τον βομβαρδισμό εισηγήσεων και δημοσίων δηλώσεων υπουργών και βουλευτών, οι οποίοι παροτρύνουν τον πρωθυπουργό σχετικά.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης και ο Γιάννης Οικονόμου –δύο καθόλου τυχαία πρόσωπα με ευθεία αναφορά στον ίδιο τον πρωθυπουργό– επικαλέστηκαν αορίστως κάποια αλλαγή πολιτικών συνθηκών, η οποία περιφραστικά προσδιορίζεται από την “τοξικότητα” και, κυρίως, την κατηγορηματική άρνηση του τρίτου κόμματος (ΠΑΣΟΚ) να συμμετάσχει, εφόσον χρειαστεί, σε κάποια μελλοντική κυβέρνηση συνεργασίας. Η αναφορά αφορά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση.
Είναι, όμως, η “τοξικότητα” καινούριο φρούτο; Ο ίδιος ο υπουργός Επικρατείας που την επικαλέστηκε, την έχει επικαλεστεί ξανά πριν μερικούς μήνες. Τα σχετικά σενάρια διαψεύσθηκαν, τότε, κατηγορηματικά. Πού εδράζεται, όμως, αυτή η “τοξικότητα” που ανασύρεται ως αιτιολογική βάση; Μα, φυσικά, στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Το οποίο, όμως, το προκάλεσε η ίδια η κυβέρνηση με την παρακολούθηση από την ΕΥΠ του κινητού τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ.
Η πρώτη αντίφαση, λοιπόν, αφορά στο γεγονός πως επικαλούνται τα κυβερνητικά στελέχη ως “αλλαγή κλίματος” και λογική βάση για την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου (που θα ισχύσει στην δεύτερη κάλπη, μετά την απλή αναλογική, σε αντικατάσταση του σημερινού εκλογικού νόμου) ένα μείζον θέμα Δημοκρατίας, το οποίο προκάλεσε η ίδια η κυβέρνηση!
Ερώτηση: εάν υλοποιούνταν, πλήρως, και χωρίς επικλήσεις απορρήτων, η εντολή του πρωθυπουργού “όλα στο φως” και υπήρχε πλήρης και ειλικρινής ανάληψη ευθύνης, θα υπήρχε η “τοξικότητα”; Μάλλον πολύ λιγότερο. Ή τουλάχιστον, όχι περισσότερο από εκείνη που διαπίστωναν προ μηνών τα ίδια κυβερνητικά στελέχη (σχετικές δηλώσεις Γεραπετρίτη).
Η δεύτερη αντίφαση, αφορά το “επιχείρημα” της άρνησης του τρίτου κόμματος να συμμετάσχει σε κάποια κυβέρνηση συνεργασίας (ας σημειωθεί: ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν απορρίπτει εν γένει ένα τέτοιο σενάριο, μιλά προσωπικά για τον κ. Μητσοτάκη…), άρα εκ του γεγονότος αυτού συνάγεται πως θα προκύψει πολιτική αστάθεια.
Μάλλον έχουν κοντή μνήμη, όσοι το λένε.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει ξεκαθαρίσει από τις 17 Απριλίου (ομιλία του σε προσυνέδριο στην Κοζάνη) πως “από εμάς, πρωθυπουργική καρέκλα δεν θα δουν ούτε ο κ. Μητσοτάκης, ούτε ο κ. Τσίπρας”. Τι λιγότερο, ή τι περισσότερο υποστηρίζει σήμερα; Υπήρξε, άλλωστε, κάποια στιγμή τους πολλούς τελευταίους μήνες που το ΠΑΣΟΚ άφησε να εννοηθεί πως θα προστρέξει σε μία κυβερνητική συνεργασία με τη Ν.Δ, ή με τον ΣΥΡΙΖΑ; Κουραστικά και, ενίοτε με λογικά κενά, τα στελέχη του επιμένουν στο “δισκοπότηρο” της πολιτικής αυτονομίας, προτείνουν, δε, να συγκυβερνήσουν η Ν.Δ με τον ΣΥΡΙΖΑ!
[Ο γράφων έχει ασκήσει κριτική στην άποψη Ανδρουλάκη πώς, στην περίπτωση συνεργασίας, δεν πρέπει να είναι πρωθυπουργός ο αρχηγός του πρώτου κόμματος…]
Ως εκ τούτου, το επιχείρημα πως η πολιτική αστάθεια μπορεί να προκληθεί εξ αυτού του λόγου δεν ευσταθεί. Είναι γνωστό εδώ και καιρό.
Και, παρότι ήταν γνωστό – εδώ εδράζεται η τρίτη αντίφαση-, ο ίδιος ο πρωθυπουργός διέψευδε κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα αλλαγής (ΞΑΝΑ) του εκλογικού νόμου.
Έλεγε, χαρακτηριστικά, στις 15 Ιουνίου, στην ΕΡΤ και τον Γιώργο Κουβαρά: “Είμαστε σοβαροί; Είμαστε σοβαροί; (δις) Θα αλλάζουμε τους κανόνες του παιχνιδιού, ανάλογα με το τι μας συμφέρει; Ο πήχης (της αυτοδυναμίας) είναι, ναι, εκεί που είπατε (37-38%). Ή θα πάρουμε, λοιπόν, αυτό το ποσοστό (στις δεύτερες εκλογές) και ο λαός θα μας πει ότι μπορούμε να κυβερνήσουμε αυτοδύναμοι -αλλά όχι μονοκομματικά (εννοεί πως θα συμμετάσχουν σε μια κυβέρνησή του και στελέχη εκτός Ν.Δ, όπως ήδη συμβαίνει)-, ή θα μας έχει υποδείξει ότι δεν πρέπει να κυβερνήσουμε μόνοι μας”.
Είναι σαφές; Σαφέστατο. Ως εκ τούτου, και το ΠΑΣΟΚ δεν άλλαξε θέση εδώ και πολλούς μήνες, και ο πρωθυπουργός -κινούμενος θεσμικά, όπως έλεγε-, αν και το γνώριζε, επέμενε πως δεν πρέπει να αλλάξει ο εκλογικός νόμος.
Ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας, λοιπόν, δεν είναι κάποιο φαινόμενο που ενέσκηψε τώρα. Θεωρητικά υπήρχε. Το μοναδικό νέο στοιχείο που μεσολάβησε είναι το σκάνδαλο της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη. Αλλά γι΄ αυτό δεν φταίει ούτε ο ίδιος ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ούτε η “τοξική” αντιπολίτευση, ούτε ο Πούτιν (αυτός φταίει μόνο διότι υλοποίησε τον ενεργειακό εκβιασμό που -κι αυτόν ακόμα- όλοι υπέθεταν βάσιμα πως θα ενεργοποιήσει, επίσης εδώ και μήνες), ούτε ο κακός μας ο καιρός. Γνωστό είναι ποιός φταίει.
Αλλά, στο τέλος της παραπάνω δήλωσης του πρωθυπουργού (στην ΕΡΤ), υπάρχει η παραδοχή πως εάν ο λαός δεν δώσει αυτοδυναμία στη Ν.Δ, τότε θα της έχει υποδείξει να μην κυβερνήσει μόνη της. Δύο συμπεράσματα εξ αυτού:
Πρώτον, η αυτοδυναμία δεν ήταν ποτέ δεδομένη- εδώ και πολλούς μήνες. Ως εκ τούτου, κι αυτό δεν είναι νέο στοιχείο. Δεν άλλαξαν, δηλαδή, οι πολιτικές συνθήκες από ένα χρονικό σημείο που η Ν.Δ είχε δημοσκοπικά εξασφαλισμένη αυτοδυναμία στο σήμερα που δεν έχει. Καμία αλλαγή. Εάν, δε, κρίνει κανείς από τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών οι τελευταίες μετρήσεις εμφανίζουν την κυβέρνηση …ενισχυμένη, τους δε πολίτες να μην ενδιαφέρονται (σχετικές δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου) να μην ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το σκάνδαλο των υποκλοπών, αλλά να προκρίνουν την ακρίβεια και την οικονομία ως τους σοβαρότερους κινδύνους.
Δεύτερον, όταν ο κ. Μητσοτάκης ισχυρίζεται τον Ιούνιο πως εφόσον δεν κερδίσει την αυτοδυναμία στις εκλογές, θα του έχει υποδειχθεί, από τον λαό, να συνεργαστεί, δεν προκύπτει από πουθενά (θυμίζουμε την ρητή δήλωση Ανδρουλάκη πως δεν θα του χαρίσει “πρωθυπουργική καρέκλα”) πως αυτή η συνεργασία αφορά αποκλειστικά και μόνο το ΠΑΣΟΚ. Ήδη, πίσω από τις γραμμές των δηλώσεων κάποιων, αλλά και από το ρεπορτάζ, προκύπτει πως η Ν.Δ θα μπορούσε να βρει κυβερνητικό εταίρο στο πρόσωπο του Κυριάκου Βελόπουλου, ή σε άλλο κόμμα που μπορεί να εισέλθει στη Βουλή. Άρα, τα όποια σενάρια κυβερνητικής συνεργασίας δεν αρχίζουν και τελειώνουν στον κ. Ανδρουλάκη, που τα έχει, άλλωστε, απορρίψει από την πρώτη στιγμή που έγινε πρόεδρος του κόμματός του (ασχέτως τι θα επιβάλλουν, τελικά, οι μετεκλογικές συνθήκες).
Τέλος, όπως εξηγώ σε άλλο άρθρο (εδώ), και οι οικονομικές συνθήκες περί την ενεργειακή κρίση δεν έχουν αλλάξει από τότε που ο πρωθυπουργός απέρριπτε τα σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου. Ήταν γνωστό πως ο χειμώνας θα είναι ενεργειακά ζοφερός, ο πρωθυπουργός επιδίωκε να πείσει την ΕΕ για μία ευρωπαϊκή λύση που θα υιοθετεί και ελληνικές προτάσεις, το οποίο φαίνεται πως υλοποιείται σε κάποιο βαθμό, τα δε υπερέσοδα του τουρισμού επιτρέπουν στην κυβέρνηση να συνεχίσει να επιδοτεί τους πολίτες. Και, σε κάθε περίπτωση, μία κυβέρνηση που έχει διαχειριστεί μεγάλες κρίσεις, και έχει ανταπεξέλθει με επιτυχία, όπως λέει, δεν μπορεί να επικαλείται ένα φαινόμενο που κλονίζει ολόκληρη την Ευρώπη.
Εν κατακλείδι, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση μπορούν να αλλάξουν όσες φορές θέλουν τον εκλογικό νόμο. Και, πιθανώς, θα το κάνουν. Θα είναι, δε, εάν συμβεί, η πρώτη κυβέρνηση που θα τον αλλάξει δύο φορές μέσα σε μία θητεία. Και σε μία τέτοια περίπτωση θα το πράξει για να εκμαιεύσει αυτοδυναμία. Το εάν την κερδίσει ή όχι είναι άλλη συζήτηση. Όμως, οι δικαιολογίες που χρησιμοποιεί καταλήγουν σε κραυγαλέες αντιφάσεις.