Από “αέρα οκταετίας” στην ομηρία των…κοριών

 Από “αέρα οκταετίας” στην ομηρία των…κοριών

Μετά τις εκλογές του 2019 και την ευρεία νίκη Μητσοτάκη κανείς δεν ποντάριζε πως η κυβέρνηση που σχημάτισε δεν είχε “αέρα οκταετίας”. Ένα τέτοιο στοίχημα είχε μηδενική απόδοση. Λίγο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης τριετίας της κυβέρνησής του, σχεδόν άπαντες προεξοφλούν πως είναι πλέον στην σφαίρα του απίθανου το σενάριο να είναι ξανά πρωθυπουργός.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Αυτό, βεβαίως, δεν αφορά τη Ν.Δ ως παράταξη. Το κόμμα που χρεώθηκε σε μεγάλο βαθμό της πτώχευση της οικονομίας και την υπαγωγή στο πρώτο μνημόνιο (με το όποιο μικρότερο μερίδιο αναλογεί στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου) μπορεί να ελπίζει πως θα παραμείνει ή θα επανέλθει στην εξουσία, είναι, όμως, πολύ δύσκολο να συμβεί αυτό για τον πρωθυπουργό.

Είτε το έχει αποδεχθεί, είτε όχι, ένα είναι βέβαιο: εκ της ιδιοσυγκρασίας του και μόνο, δεν πρόκειται να εγκαταλείψει εύκολα ακόμα και τις τελευταίες πιθανότητες που μπορεί να έχει για να επιστρέψει στο παιχνίδι. Στην ομιλία του στην Βουλή (για τις υποκλοπές) προκάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας στην κυβέρνησή του. Όχι επειδή έχει διαγνώσει κάποιον πολιτικό αυτοκτονικό ιδεασμό στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης (δεν επρόκειτο να του χαρίσει μια τέτοια ευκαιρία πολιτικής επιβίωσης), αλλά διότι ήθελε να στείλει ένα μήνυμα στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. Αυτή την σημασία είχε η βεβαιότητα ότι εάν αποφάσιζε κάτι τέτοιο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα έβρισκε μπροστά τους “157 βουλευτές μπετόν αρμέ”.

Όλα αυτά συνιστούν κινήσεις που προδίδουν στην καλύτερη περίπτωση αμηχανία. Ίσως και κάτι περισσότερο που θα το δούμε, πιθανώς, να ξετυλίγεται το επόμενο χρονικό διάστημα. Απευθυνόμενος σε κάθε κέντρο επιρροής στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ένα δρόμο να διανύσει: να καλλιεργήσει την πεποίθηση πόσο επικίνδυνη θα ήταν η εναλλαγή της εξουσίας από την δική του διακυβέρνηση σε μία επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου.

Και θα το κάνει. Σε άλλες εποχές που ο “ξένος παράγοντας” μπορούσε να επιβάλει καταστάσεις το συγκεκριμένο επιχείρημα θα μπορούσε να αποδώσει.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, παρότι έχουν μάθει να επικοινωνούν και να συμφωνούν με τον Αλέξη Τσίπρα (οτιδήποτε ισχύει στις αναβαθμισμένες ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχει, άλλωστε, την αφετηρία του στις προσπάθειες της προηγούμενης κυβέρνησης- αν και με κάποιες ποιοτικές διαφορές), είναι βέβαιο πως στην παρούσα γεωπολιτική συγκυρία του ρωσοουκρανικού, μέσω του οποίου αλλάζουν πολιτικοί και, κυρίως, ενεργειακοί συσχετισμοί για την επόμενη εικοσαετία, θα προτιμούσαν να συνομιλούν στην Αθήνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι αυτό αρκετό; Θα φανεί.

Το σύνολο, επίσης, της εγχώριας επιχειρηματικής ηγεσίας και τα funds του εξωτερικού, έχουν εδραιώσει διαύλους επικοινωνίας, ακόμα κι αν εσχάτως έχουν εμφιλοχωρήσει δυσαρέσκειες σχετικά με τις προτιμήσεις κάποιων έναντι άλλων.

Όλα αυτά, όμως, μπορούν να αλλάξουν σε μία νύχτα, εάν οι παραπάνω παίκτες διαισθανθούν πως το παιχνίδι έχει τελειώσει και η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Αυτό είναι μάλλον το σοβαρότερο πρόβλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η παρακολούθηση του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ του Παναγιώτη Κοντολέοντα που απευθυνόταν μόνο στο Μέγαρο Μαξίμου έδρασε καταλυτικά. Ο πρωθυπουργός υπερτίμησε τις ικανότητες του “επιτελικού (του) κράτους” και την ανοχή όλων.

Τώρα, καθένας γνωρίζει δύο πράγματα: α. η Ν.Δ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη -για να είμαστε ακριβείς και με οποιαδήποτε άλλη ηγεσία- είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να κερδίσει την αυτοδυναμία, β. δεν μπορεί να βρει εταίρο ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας.

Χαραμάδα σε όλα αυτά θα μπορούσε να ανοίξει μόνο εάν η μεν Ν.Δ αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις εκλογές αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποσυρθεί και επιτρέψει να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ με άλλο πρόσωπο στην πρωθυπουργία. Σε αυτό το σενάριο υπάρχουν αρκετοί φιλόδοξοι, όπως ο Νίκος Δένδιας, κυρίως, όμως, ο Ευάγγελος Βενιζέλος που ευφυώς και εγκαίρως διαχώρισε την θέση για ως προς την συνταγματική και νομική διάσταση του σκανδάλου των υποκλοπών, αφήνοντας, όμως, ανοικτό το ενδεχόμενο συναινέσεων στο μέλλον.

Ακόμα κι αυτό το σενάριο, όμως, θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοχειρία του Νίκου Ανδρουλάκη και θα έδινε στον Αλέξη Τσίπρα τον χρόνο να επιστρέψει αυτοδύναμος. Η πρώτη δημοσκόπηση μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών (GPO για “Τα Νέα”) δείχνει μία τάση.

Τα σενάρια επί χάρτου δεν λαμβάνουν, ακόμα, υπόψη τους τις εξής παραμέτρους:

Πόσο βαρύς οικονομικά θα είναι ο χειμώνας που έρχεται και τις κινήσεις που μπορεί να κάνει ακόμα και ένας πρωθυπουργός υπό πολιτική ομηρεία ώστε να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον των πολιτών. Δεν υπάρχει επίδομα που να μπορεί να εφευρεθεί και δεν θα δωθεί τους επόμενους μήνες,

Το εάν προκύψουν νέες αποκαλύψεις -πολλοί το θεωρούν βέβαιο- που θα αναγκάσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εγκαταλείψει το πλοίο. Εδώ πρέπει να τηρούμε στάση αναμονής ως προς το τι θα πράξουν οι πόλοι επιρροής στη Ν.Δ,

Την πιθανότητα, ο ευρωπαϊκός παράγοντας να προεξοφλήσει το πολιτικό τέλος της σημερινής κυβέρνησης και να προωθήσει μεταβατικά σενάρια. Το άρθρο του Hugo Dixon στο Reuters έχει τη σημασία του: επιγράφεται “καιρός να ανησυχούμε ξανά για την Ελλάδα”. Οι αναγνώσεις είναι αρκετές και μπορεί να αφορούν και κάποιες εκδοχές διακυβέρνησης που δεν επιθυμούν στο εξωτερικό, είναι, όμως, μάλλον βέβαιο πως οι εκτιμήσεις για το πολιτικό μέλλον του πρωθυπουργού δεν είναι ευοίωνες…

Σχετικά Άρθρα