ΔΕΘ: Μέτρα εκλογικού χαρακτήρα 5 δισ. ευρώ, αλλά ο… δημοσιονομικός λογαριασμός δεν βγαίνει
Έκτακτα και μόνιμα μέτρα τα οποία φτάνουν τα 5 δισ. ευρώ βρίσκονται πλέον στο τραπέζι της κυβέρνησης ενόψει ΔΕΘ με τον σχεδιασμό να λαμβάνει υπόψη την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2022 αλλά και τις επιπτώσεις του υβριδικού πολέμου που διεξάγει η Ρωσία κατά της Ευρώπης με όπλο το φυσικό αέριο. Βασική αρχή του οικονομικού επιτελείου είναι να τηρηθεί ο δημοσιονομικός στόχος που θέλει την οικονομία να περνά από πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ που αναμένεται για φέτος (παρά τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό που θα κατατεθεί τις επόμενες μέρες) σε πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ το 2023.
Ωστόσο, μόνο αυτό το σκέλος χρειάζεται δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 3% του ΑΕΠ, δηλαδή 5,73 δισ. εκτός και αν αποφασιστεί να χαμηλώσει ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 λόγω μιας γενικότερης δημοσιονομικής χαλάρωσης που προβλέπεται για όλη την Ε.Ε. λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Αστάθμητος παράγοντας για το υπόλοιπο του 2022 και το 2023 θα είναι οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων και κυρίως του φυσικού αερίου, η οποία έχει πενταπλασιαστεί σε έναν χρόνο, φτάνοντας σήμερα κοντά στα 250 ευρώ τη θερμική μεγαβατώρα από 50 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα που ήταν το καλοκαίρι του 2021.
Από την άλλη, η Ελλάδα συνεχίζει να ευνοείται από διψήφιες αυξήσεις σε εξαγωγές (κυρίως λόγω του τουρισμού) και επενδύσεις. Ειδικά για τον τομέα των επενδύσεων πηγές του ΥΠΟΙΚ σημειώνουν ότι μετά από δεκαετίες η “Ελλάδα πουλάει”.
Σε ό,τι αφορά στις άμεσες επενδύσεις θεωρούν ότι το περσινό ρεκόρ των 5 δισ. ευρώ θα διπλασιαστεί για φέτος και η δυναμική αυτή θα συνεχιστεί κατά τι μειωμένη και για το 2023.
Αρωγός στην προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα θα είναι και το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων που αναμένεται να ξεπεράσει τα 12 δισ. και για το 2022 και το 2023 με βασικούς τροφοδότες το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ 2021-2027.
Η σύνθεση αυτή αρνητικών και θετικών για την επόμενη περίοδο θα πρέπει να δώσει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο από 3 έως και 5 δισ. ευρώ έκτακτα μέτρα στήριξης κατά της ακρίβειας αλλά και μόνιμες παρεμβάσεις.
Κοινός στόχος και για τις δύο ταχύτητες μέτρων θα είναι τα εισοδήματα μισθωτών, μη μισθωτών και συνταξιούχων, σε μια προσπάθεια να αναπληρωθούν εισοδήματα που χάθηκαν πέρσι και φέτος από την πανδημία του κορονοϊού και από τα μέσα του 2021 μέχρι και τώρα από την ενεργειακή κρίση.
Τα μέτρα στήριξης ως τα μέσα του 2023
Σε πρώτη φάση, το οικονομικό επιτελείο θα επαναλάβει την πετυχημένη συνταγή που ακολούθησε και τα χρόνια της πανδημίας, στηρίζοντας με μεγάλα ποσά την οικονομία, ώστε να συνεχίσει να μειώνεται η ανεργία χωρίς να έχουμε κύμα λουκέτων στην αγορά.
Στην κατεύθυνση αυτή σχεδιάζονται για το αμέσως επόμενο διάστημα παρεμβάσεις ύψους 2,5-3 δισ. ευρώ οι οποίες θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της ακρίβειας μέχρι και τα μέσα του 2023.
“Κορμός” των παρεμβάσεων θα είναι η στήριξη απέναντι στις συνεχείς ανατιμήσεις του φυσικού αερίου, οι οποίες αυξάνουν και τις τιμές του ρεύματος.
Η αρχική παρέμβαση που είχε υπολογιστεί ότι θα φτάσει τα 2 δισ., εκτιμάται πλέον ότι θα αυξηθεί στα 3-3,5 δισ. ώστε να συνεχίζει να απορροφά έως και το 90% της ρήτρας αναπροσαρμογής που βάζει φωτιά στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι και τα μέσα του επόμενου χρόνου όπως είχε εξαγγελθεί αρχικά το συγκεκριμένο μέτρο.
Η σημαντική αυτή παρέμβαση θα πλαισιωθεί και από μια 3η επιδότηση στα καύσιμα κίνησης για τους τελευταίους μήνες του χρόνου με ίδια κριτήρια και ίδια ποσά (επιδότηση από 55 έως και 100 ευρώ) με δεδομένη και την πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου που περνά σταδιακά και στις τιμές λιανικής.
Επίσης εξετάζεται μια ακόμη παρέμβαση για τους οικονομικά ασθενέστερους οι οποίοι πιέζονται αναλογικά περισσότερο όχι μόνο από τις ανατιμήσεις των ενεργειακών προϊόντων αλλά και από τις αυξήσεις σε τρόφιμα και άλλα είδη οικιακής κατανάλωσης.
Δεδομένο είναι ότι τα 200 ευρώ για περίπου 2.000.000 δικαιούχους της πρώτης φοράς θα αυξηθούν. Αντικείμενο επιλογής θα είναι αν αυξηθεί οριζόντια ή αν τελικά θα επιλεγεί μια αναλογική αύξηση.
Αν, δηλαδή, αυτήν τη φορά θα υπάρξει μια κλίμακα για το βοήθημα η οποία θα ξεκινά από τα 200 ευρώ με βάση κάποια κριτήρια και θα φτάνει τα 300 ή τα 400 ευρώ για τους πολίτες που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Μαζί με τα έκτακτα μέτρα το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει για φέτος και μια έκτακτη παρέμβαση σε ένα μόνιμο μέτρο. Αφορά μια περαιτέρω αύξηση του επιδόματος θέρμανσης με την αύξηση του βασικού ποσού πάνω στο οποίο υπολογίζεται το επίδομα θέρμανσης από τα 300 στα 350 ευρώ.
Οι παρεμβάσεις το 2023
Παράλληλα όμως, το οικονομικό επιτελείο έχει βάλει στο τραπέζι και σχέδια τους για νέες μόνιμες παρεμβάσεις σε μισθωτούς και συνταξιούχους για το 2023, οι οποίες ξεπερνούν σε κόστος τα 2,5 δισ. ευρώ. Ειδικότερα εξετάζονται:
Η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό, τον δημόσιο τομέα και τους συνταξιούχους. Το μέτρο όπως υλοποιήθηκε το 2020 και του 2021 είχε κόστος περίπου 800 εκατ. ευρώ.
Η επέκταση του μέτρου στον δημόσιο τομέα θα απαιτήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο ύψους 450 εκατ. ευρώ. Το συγκεκριμένο μέτρο έχει ήδη “κλειδώσει” και θα εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση τον επόμενο χρόνο.
Η πρώτη αύξηση συντάξεων μετά από 12 χρόνια, για περίπου 1.000.000 συνταξιούχους που δεν έχουν προσωπική διαφορά, σε ποσοστό 6%-6,5% αφού θα δοθεί ως αύξηση το μισό της αύξησης του πληθωρισμού και το μισό από την αύξηση του ΑΕΠ.
Με βάση τις μαρτυρίες αρμοδίων πηγών του ΥΠΟΙΚ το μέτρο θα ενταχθεί στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού που θα κατατεθεί το πρώτο 10ήμερο του Οκτωβρίου ενώ το εκτιμώμενο κόστος θα είναι περίπου 450 εκατ. ευρώ.
Η οριστική λύση με το θέμα των αναδρομικών για την περικοπές που έγιναν το 2012 μετά τις κύριες συντάξεις και για τις επικουρικές συντάξεις και τα δώρα.
Οι Βρυξέλλες χτυπούν σε κάθε ευκαιρία ένα δημοσιονομικό καμπανάκι για τα αναδρομικά των συντάξεων πολύ περισσότερο μετά την απόφαση του ΣτΕ με την οποία δικαιώνονται οι συνταξιούχοι που προσέφυγαν στα δικαστήρια για τις περικοπές που έγιναν το 2012 στις επικουρικές και στα δώρα.
Η υπόθεση είναι μια δημοσιονομική βόμβα, αφού η κάλυψη των απαιτήσεων της απόφασης του ΣτΕ απαιτεί δαπάνη 2,5 δισ. ευρώ που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να βρεθεί με τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες.
Η λύση που εξετάζεται είναι μια πρόταση ανάλογη με αυτή που είχαμε και για τις κύριες συντάξεις ώστε να κλείσει οριστικά το θέμα. Αν τελικά πληρωθούν μόνο οι περίπου 200.000 οι οποίοι είχαν προσφύγει στα δικαστήρια θα πρέπει να υπολογίζεται ένα κόστος κατ’ ελάχιστον 600 εκατομμύρια ευρώ.
Η νέα αύξηση του κατώτερου μισθού από τον Μάιο. Με δεδομένη τη μεγάλη απώλεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω πληθωρισμού, το οικονομικό επιτελείο θέλει να υπάρξει σύντομα μερική αναπλήρωση ειδικά για τους χαμηλόμισθους.
Στην κατεύθυνση αυτή, θα υπάρξει έναρξη των σχετικών διαπραγματεύσεων με την αλλαγή του χρόνου ώστε μέχρι και τον Μάιο ο κατώτερος μισθός να έχει ενσωματώσει και την τρίτη του αύξηση φτάνοντας μάλλον στα 751 ευρώ.
Η νέα παράταση έως το τέλος του χρόνου και η μονιμοποίηση από το 2023 των χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ που ισχύουν από τα μέσα του 2020 για εστίαση, τουρισμό, μεταφορές, θέατρα, κινηματογράφους και από το 2021 για τα γυμναστήρια και τις σχολές χορού. Το μέτρο έχει κόστος περίπου 280 εκατ. ευρώ και η ισχύς του λήγει στο τέλος του χρόνου.
Η έναρξη της σταδιακής κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος. Στο τραπέζι βρίσκεται και μια παρέμβαση για το τέλος επιτηδεύματος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει στην τελευταία έκθεση με βάση το ευρωπαϊκό εξάμηνο την κατάργησή του, αφού δεν αποτελεί αναλογικό φόρο και αποτελεί εμπόδιο στην επιχειρηματικότητα.
Ωστόσο η παρέμβαση στο συγκεκριμένο μέτρο θα εξαρτηθεί από τις δημοσιονομικές εξελίξεις ενώ η πλήρης κατάργηση του μέτρου θα είχε κόστος περίπου 650 εκατ. ευρώ.
Τέλος, ένα μέτρο που εξετάζεται να εφαρμοστεί από τον επόμενο χρόνο είναι η μόνιμη μείωση των φορολογικών συντελεστών από το 22% στο 20% με επιπλέον κόστος 300-350 εκατ. ευρώ. Το τελευταίο αυτό μέτρο θα αποφασιστεί μόλις ολοκληρωθούν και οι αναθεωρημένες προβλέψεις για το 2023.
Τα δημοσιονομικά δεδομένα
Δεδομένο είναι ότι όλα αυτά θα μπορέσουν να εφαρμοστούν μόνο αν η Ελλάδα θα έχει τις λιγότερες δυνατές απώλειες από τη διογκούμενη ενεργειακή κρίση που αναμένεται να χτυπήσει τη Βόρεια Ευρώπη από τον επόμενο μήνα.
Η αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης πάνω από το 3,1% της επίσημης πρόβλεψης στο 4% ή ακόμη υψηλότερα είναι η απαραίτητη συνθήκη για οποιοδήποτε σχεδιασμό.
Στη μεγάλη εικόνα, το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι ανεξάρτητα από τις αυξομειώσεις που μπορούν να υπάρξουν το 2022 και το 2023, στην ανάπτυξη λόγω της κρίσης ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ για τη διετία μπορεί να φτάσει το 3,5%.
Οι πηγές της επιπλέον ανάπτυξης θα είναι και πάλι οι επενδύσεις, οι εξαγωγές και ο τουρισμός, ενώ θεωρείται ότι σταδιακά θα προκύπτει κρυφή ανάπτυξη, λόγω της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε πιο μετρήσιμους όρους, η πρώτη πηγή χρηματοδότησης είναι η σταδιακή αναστροφή των μέτρων στήριξης κατά της ακρίβειας τα οποία αναμένεται να ξεπεράσουν για φέτος τα 12 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 5,5-6 δισ. ευρώ θα καλύψει ο Προϋπολογισμός.
Τα ποσά αυτά θα μειωθούν κατά 50% το 2023 δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο περίπου 3 δισ. Η πρόβλεψη είναι ότι, παρά τη σημερινή εμμονή του πληθωρισμού, οι τιμές θα αρχίσουν να υποχωρούν σταδιακά και η εφοδιαστική αλυσίδα να αποκαθίσταται.
Μεγάλες ελπίδες υπάρχουν και από τον τουρισμό ο οποίος αναμένεται φέτος να ξεπεράσει σε τζίρο τα 18,3 δισ. του 2019 και να αγγίξει τα 20 δισ. ευρώ. Ακόμη κι αν το 2023, λόγω γενικότερης οικονομικής κρίσης, δεν θα έχουμε και νέο ρεκόρ, αναμένεται και η επόμενη θα είναι μια καλή χρονιά για την λεγόμενη “βαριά βιομηχανία” της ελληνικής οικονομίας. Μόνο από τον τουρισμό αναμένεται ότι θα μπουν στα δημόσια ταμεία φέτος επιπλέον έσοδα της τάξης των 2 δισ. ευρώ.
Επίσης, άλλο 1,5 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα είναι οι επιπλέον εισπράξεις από έμμεσους φόρους και ειδικούς φόρους κατανάλωσης λόγων των συνεχών ανατιμήσεων σε καύσιμα και τρόφιμα.
Σε ό,τι αφορά στο 2023 οι ελπίδες βρίσκονται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης που θα αρχίζουν να υλοποιούνται μειώνοντας περαιτέρω την ανεργία τις νέες επενδύσεις την ανάκαμψη των εξαγωγών και τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης που αναμένεται να διατηρήσει η ελληνική οικονομία.
Πηγή: capital.gr