Οι αγορές σε ΗΠΑ και Ευρώπη ετοιμάζονται για τη χειρότερη χρονιά της τελευταίας 50ετίας – Η “τέλεια καταιγίδα” – Δυσοίωνες προβλέψεις
Το πρακτορείο Reuters παρουσιάζει την υπάρχουσα κατάσταση στις αγορές ομολόγων και κάνει τις δυσοίωνες προβλέψεις του για την τρέχουσα χρονιά.
Όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ, εάν οι δραματικές απώλειες που παρατηρήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 διατηρηθούν και τους επόμενους μήνες, οι αγορές ομολόγων σε ΗΠΑ και Ευρώπη θα πρέπει να προετοιμαστούν για το χειρότερο έτος των τελευταίων δεκαετιών, βάζοντας τέλος στη μακροχρόνια ανοδική πορεία των ομολόγων.
Οι κεντρικές τράπεζες, αφού έπεσαν έξω θεωρώντας παροδικό τον υψηλό πληθωρισμό μέχρι και τα τέλη του 2021, πέρασαν σε κατάσταση συναγερμού, επιταχύνοντας τη σύσφιξη των πολιτικών για να αντιμετωπίσουν την καλπάζουσα αύξηση των τιμών.
Ομόλογα: Απώλειες 11% στις ΗΠΑ, έως και 13% στη Γερμανία
Τα ομόλογα των ΗΠΑ – παγκόσμιο σημείο αναφοράς σταθερού εισοδήματος – σημείωσαν συνολικές απώλειες 11% από την αρχή του έτους έως σήμερα, ακολουθώντας το… μονοπάτι για τη χειρότερη χρονιά που έχει καταγραφεί, σύμφωνα με έναν δείκτη ICE BofA που παρακολουθεί τα ομόλογα 7 έως 10 ετών από το 1973.
Αυτό σηματοδοτεί επίσης τη χειρότερη επίδοση πρώτου εξαμήνου από το 1788, εκτιμά η Deutsche Bank.
Τα γερμανικά ομόλογα υποχωρούν κατά 12,5% και τα συνολικά κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης κατά 13%, σύμφωνα με όσα δείχνουν οι δείκτες ICE BofA 7 έως 10 ετών που χρονολογούνται από το 1986.
«Το ξεπούλημα των ομολόγων καθοδηγήθηκε πλήρως από τη μετατόπιση της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και της ρητορικής τους», δήλωσε η Camille de Courcel, επικεφαλής στρατηγικής της BNP Paribas για τα επιτόκια των G10 στην Ευρώπη.
Τα ομόλογα των κορυφαίων αμερικανικών και ευρωπαϊκών οίκων αξιολόγησης είναι επίσης στο κόκκινο, με πτώση 14% και 12,5% αντίστοιχα, με τις μεγαλύτερες συγκριτικά απώλειες τους να χρονολογούνται στο 1997.
Κακές οι προοπτικές για τα ομόλογα
Για ορισμένους, πάντως, ακόμη και οι προοπτικές ύφεσης δεν θα κάνουν τα ομόλογα ελκυστικά.
Οι αποδόσεις των ομολόγων θα αυξηθούν τους επόμενους μήνες, καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα σφίξουν την πολιτική τους, λέει ο Alex Brazier, πρώην μέλος της επιτροπής χρηματοοικονομικής πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας.
«Αλλά είναι πιθανό ότι οι αγορές δεν έχουν ακόμη αξιολογήσει τη διατήρηση του πληθωρισμού εάν η Fed αλλάξει πορεία», είπε, σημειώνοντας ότι και οι δύο καταστάσεις σημαίνουν κακές προοπτικές για τα ομόλογα.
Στο κόκκινο έκλεισαν οι αγορές – Η “τέλεια καταιγίδα” στα χρηματιστήρια
Σε «βαθύ κόκκινο» έκλεισαν το πρώτο εξάμηνο του χρόνου οι μεγαλύτερες αγορές του πλανήτη – συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής – ενώ οι φόβοι για ύφεση δυναμιτίζουν τις προοπτικές για το υπόλοιπο έτος.
Η εκτίναξη του πληθωρισμού, οι γεωπολιτικές ανησυχίες που έφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η άνοδος των επιτοκίων και οι φόβοι για το πέρασμα της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση δημιουργούν την «τέλεια καταιγίδα» που χτυπά με μανία τις μετοχές.
Έτσι, οι αγορές όχι μόνο απώλεσαν τα κέρδη που είχαν καταγράψει το πρώτο δίμηνο του έτους, αλλά και γύρισαν σε «βαθύ κόκκινο», καταγράφοντας απώλειες που ξεπερνούν ακόμη και το 20% από τα υψηλά.
Πέρασαν δηλαδή σε αυτό που στην αργκό των αγορών αποκαλείται «bear market», η οποία και έρχεται όταν οι απώλειες από τα υψηλά ξεπερνούν το 20%.
Σε απόλυτους αριθμούς, το εξάμηνο που ολοκληρώθηκε χθες ήταν το χειρότερο από το 1970 για το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ξυπνώντας μνήμες από την εφιαλτική δεκαετία του ΄70 που χαρακτηρίστηκε από υψηλό πληθωρισμό, εκτίναξη των τιμών των καυσίμων και μεγάλες απώλειες στο πραγματικό εισόδημα.
Χθες, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έκλεισε με πτώση 253,88 μονάδων (–0,82%), φτάνοντας στις 30.775,43 μονάδες. Αντίστοιχα ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq, έκλεισε με πτώση 149,16 μονάδων (–1,33%), στις 11.028,74 μονάδες και ο δείκτης S&P 500 έκλεισε με πτώση 33,45 μονάδων (–0,88%), στις 3.785,38 μονάδες.
Συνολικά, από την αρχή του έτους, ο Dow Jones υπέστη απώλειες 15,31%, ο Nasdaq βυθίστηκε 29,51%, καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση σε ένα εξάμηνο στην ιστορία του, ενώ ο S&P 500 έχασε 20,52% περνώντας και αυτός σε «bear market».
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Ευρώπη, με τις απώλειες για τον γερμανικό DAX στο πρώτο εξάμηνο του έτους να φτάνουν το 19,5% ενώ συνολικά ο παγκόσμιος δείκτης MSCI, ο οποίος καταγράφει την πορεία των χρηματιστηριακών αγορών εμφάνισε τις υψηλότερες απώλειες του από το 1990, δηλαδή τη χρονιά την οποία δημιουργήθηκε.
Όσο για την Ελλάδα, συνολικά από την αρχή του έτους η πτώση ξεπέρασε το 9%, ενώ ο Γενικός δείκτης διαμορφώθηκε στις 810,42 έχασε πάνω από 160 μονάδες σε σχέση με το υψηλό εξαμήνου των 973,27 μονάδων που είχε καταγράψει στις 16 Φεβρουαρίου. Μάλιστα, βρίσκεται πολύ κοντά στα χαμηλά του εξαμήνου, δηλαδή στις 788,83 μονάδες στις οποίες είχε πέσει στις 8 Μαρτίου.
Αντίστοιχα, στην τελευταία συνεδρίαση του εξαμήνου οι απώλειες έφτασαν στο 1,43% με αρνητικό πρωταγωνιστή τις τραπεζικές μετοχές, που έχασαν ανάμεσα στο 3% και 4% της αξίας τους.
Οι φόβοι για ύφεση και η άνοδος των επιτοκίων
Όσο για το δεύτερο εξάμηνο του 2022, η προοπτική παγκόσμιας ύφεσης, σε συνδυασμό με το νέο μπαράζ αυξήσεων που αναμένεται στα επιτόκια σε ΗΠΑ και Ευρώπη φέρνει νέα σύννεφα στις αγορές.
«Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το πόσο άσχημες ήταν οι επιδόσεις των αγορών τους τελευταίους μήνες, με τις αποδόσεις του δεύτερου τριμήνου να ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό τα βήματα του πρώτου τριμήνου», εξηγεί η Deutsche Bank στην ανάλυσή της για την πορεία των αγορών το πρώτο εξάμηνο.
Αντίστοιχα, από την πλευρά της, η Goldman Sachs διατηρεί την ουδέτερη στάση αναφορικά με τις μετοχές για τους επόμενους τρεις μήνες καθώς εκτιμά ότι η μεταβλητότητα θα παραμείνει υψηλή λόγω του αρνητικού μείγματος του υψηλότερου κινδύνου ύφεσης, σταθερού πληθωρισμού και αύξησης των επιτοκίων.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η Moody’s η οποία και υποβάθμισε τις προβλέψεις της για την οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των 20 πιο ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου στο 3,1% για φέτος και στο 2,9% για το 2023, σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Μαρτίου για ανάπτυξη 3,6% και 3,0%, αντίστοιχα, και του περασμένου Νοεμβρίου για 4,4% και 3,2%.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, οι προοπτικές για τις παγκόσμιες πιστωτικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και θα επιδεινωθούν περαιτέρω στο υπόλοιπο του έτους, εν μέσω πιο αργής παγκόσμιας ανάπτυξης, υψηλότερου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, χαμηλότερου καταναλωτικού και επιχειρηματικού κλίματος και αυξημένης μεταβλητότητας και κινδύνων στις αγορές,