Γαλλικές εκλογές, ελληνικές προβολές- Αλήθειες και διαστρεβλώσεις
Όταν η ανάγνωση ενός εκλογικού αποτελέσματος, όπως αυτό των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, ξεκινά από τη βάση ενός προεξοφλημένου συμπεράσματος, μιας εμμονής, ή μιας σκοπιμότητας, είναι αυτονόητο να καταλήγει σε λάθος. Στις 25 Απριλίου (την επομένη των προεδρικών εκλογών στην Γαλλία), για παράδειγμα, μερίδα των ελληνικών μέσων ενημέρωσης έκανε λόγο για “θρίαμβο Μακρόν”. Η γιγαντιαία αποχή, το μάλλον ισχνό αποτέλεσμα βάσης του Εμανουέλ Μακρόν την πρώτη Κυριακή, τα ποσοστά Λε Πέν και Μελανσόν, και η αναγκαία συσπείρωση του αντι-ακροδεξιού μετώπου στην δεύτερη κάλπη, ήταν στοιχεία που υποτιμήθηκαν για να “στοιχειοθετηθεί” ο θρίαμβος. Δεν ήταν έτσι όμως.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Μία ανάλογη προβολή επιχειρείται ξανά. “Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών μπορούν να διαβαστούν και ως προειδοποιητικό σήμα για τα ελληνικά πράγματα”, γράφει στο κεντρικό της άρθρο η έγκριτη “Καθημερινή”. “Το μέγεθος της αποχής δείχνει ότι η πόλωση δεν συσπειρώνει τους πολίτες. Τους απωθεί. Και ο κοινοβουλευτικός κατακερματισμός δεν βοηθάει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία να λειτουργήσει. Χρειάζονται καθαρές και σταθερές κυβερνητικές λύσεις”.
Η προβολή καταλήγει δαιδαλωδώς στο υποδόριο δίλημμα περί αυτοδυναμίας. Κατά το άρθρο, μόνο οι σταθερές (αυτοδύναμες) κυβερνήσεις μπορούν να επιτρέψουν στην αντιπροωπευτική δημοκρατία να λειτουργήσει. Κάπως έτσι καταλήγει η περιγραφή για “βουτιά στο άγνωστο”, και σε άλλα μέσα ενημέρωσης. Αυτό είναι, πράγματι, το συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει ένας “ουδέτερος” παρατηρητής του γαλλικού πολιτικού αρμαγεδδώνα από την ασφάλεια των Αθηνών;
Αναμφίβολα, το γαλλικό πολιτικό πρελούδιο θα μπορούσε (με μεγάλο βαθμό επισφάλειας που αφορά στις ελληνικές ιδιαιτερότητες) να αποτελέσει προειδοποιητικό σήμα για τα καθ΄ημάς. Η Γαλλία έχει μία πολιτική εγγύτητα με την Ελλάδα, ενδεδυμένη και από την παραδοσιακή συμπάθεια των Ελλήνων για τους Γάλλους. Όμως, φοβάμαι πως ακολουθούν διαστρεβλώσεις και άγχος προσαρμογής βολικών συμπερασμάτων στην εγχώρια πολιτική διαμάχη που ελάχιστα πλέον απέχει από την εκλογική σύγκρουση.
Η πρώτη διαστρέβλωση συμπυκνώνεται στην άποψη πως είναι η πόλωση που οδηγεί στην αποχή των πολιτών. Πέραν του γεγονότος ότι η αποχή στις γαλλικές, σε μικρότερο βαθμό και στις ελληνικές, εκλογές, είναι μία σχεδόν μόνιμη κατάσταση τα τελευταία περίπου 10 χρόνια (με ανοδική τάση), τίθεται το ερώτημα: η πόλωση κρατά μακριά σχεδόν έναν στους δύο πολίτες από τις κάλπες, ή, μήπως, είναι οι ασκούμενες πολιτικές των κυβερνήσεων, σε συνδυασμό με την εμφύτευση στο συλλογικό υποσυνείδητο πως δεν υπάρχουν ορατές εναλλακτικές;
Ο Μακρόν ηττήθηκε, δηλαδή, με εκκωφαντικό τρόπο επειδή υπήρξε πόλωση με τον Μελανσόν, ή με την Λε Πέν, ή επειδή η αποχή σημαίνει καταγγελία του εγωκεντρικού και καθεστωτικού μακρονισμού (όπως έγραφε η Libe και παραδόξως (;) συμφωνούσε εν μέρει και ο Le Monde); Μαζί, ίσως, με την αίσθηση εκείνων που απείχαν πως το αντίπαλο δέος του Μελανσόν δεν είναι ικανό να προσφέρει πλήρη και ασφαλή εναλλακτική λύση.
Την δε εκτόξευση του μακιγιαρισμένου ακροδεξιού μορφώματος της Λε Πέν θα την παραμελήσουμε και δεν θα δούμε αυτό που βλέπουν πολλές γαλλικές αναλύσεις: ό,τι, δηλαδή, είναι η ουσία του μακρονισμού που ωθεί μεγάλο αριθμό Γάλλων να αποενοχοποιήσουν διά της ψήφου τους αυτό που πραγματικά είναι η Λε Πέν. Και πως εξηγείται, διά του συνθήματος “φταίει η πόλωση”, το γεγονός πως στις εκλογικές περιφέρειες που συγκρούστηκαν υποψήφιοι του Nupes και του RN οι ψηφοφόροι του Ensemble απείχαν επιδεικτικά και ενίσχυσαν εμμέσως το κόμμα της Λε Πέν;
Η δεύτερη διαστρέβλωση αφορά την άποψη πως ο κοινοβουλευτικός κατακερματισμός δεν βοηθάει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία να λειτουργήσει. Μα, η αποχή σημαίνει, σε μεγάλο βαθμό, πως ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων δεν φθάνουν στην κάλπη επειδή θεωρούν πως δεν λειτουργεί (γι αυτούς) η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κι επειδή, επιπλέον, θεωρούν ή φοβούνται πως οι προβαλλόμενες εναλλακτικές δεν θα συνεισφέρουν πολλά περισσότερα σε αυτή την δομική αδυναμία των ευρωπαϊκών συστημάτων διακυβέρνησης και των κοινωνιών.
Κι εδώ -με το βλέμμα στα καθ΄ημάς- κρύβεται ένας άλλος ελέφαντας στο δωμάτιο. Το ζητούμενο της αυτοδυναμίας για τον Μακρόν, ή οιονδήποτε άλλο, δεν είναι και ζητούμενο για μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων επειδή πιστεύουν πως η αυτοδυναμία καταλήγει σε αντίληψη καθεστωτισμού (macronisme, ονομάζουν το φαινόμενοι οι Γάλλοι εννοώντας την υπερσυγκέντρωση εξουσιών και το μοντέλο άσκησης πολιτικής) και εν τέλει αποκλεισμού τους από τις αποφάσεις. Η αυτοδυναμία από μόνη της δεν είναι κακό πράγμα, η διαχείρισή της, όμως, με εγωκεντρισμό και διλήμματα για σταθερότητα, η οποία ευνοεί λίγους και όχι όλους, είναι ακριβώς αυτό που αποστρέφονται οι πολίτες –εν προκειμένω οι Γάλλοι, αλλά οι προβολές μπορεί να γίνουν ελεύθερα.
Την αποχή, λοιπόν, δεν την γεννά η πόλωση αλλά η αίσθηση του πολίτη-ψηφοφόρου πώς δεν έχει πραγματικό λόγο να συμμετάσχει και αισθάνεται ανήμπορος μπροστά στο εγωκεντρικό τέρας που δεν μοιράζεται επαρκώς την εξουσία που του απονεμήθηκε από το εκλογικό σώμα.
Εν κατακλείδι, ο Μακρόν ουδέποτε θριάμβευσε στις προεδρικές εκλογές. Και μόνο μέσα σε δύο μήνες βρίσκεται αντιμέτωπος με τον λογαριασμό της πρώτης πενταετίας του. Δυστυχώς, είναι αυτός ο μακρονισμός που νίκησε μεν την ακροδεξιά στις προεδρικές εκλογές, αξιοποιώντας το δημοκρατικό μέτωπο, δεν έδειξε, όμως, πως έλαβε το μήνυμα και της επέτρεψε να επιστρέψει, να εκτοξεύσει την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση και την Λε Πεν να ονειρεύεται πιά να μπει ως πρόεδρος στα Ηλύσια Πεδία το 2027.
Προτίμησε, και δυστυχώς επιμένει, να κάνει το ίδιο λάθος που κάνουν και αρκετοί στην εγχώρια σκηνή. Να ταυτίζουν τα “άκρα”, θεωρώντας εξίσου επικίνδυνο το Nupes των αριστερών, σοσιαλιστών, κομμουνιστών και οικολόγων υπό τον (όντως αμφιλεγόμενο) Μελανσόν με το RN της Λε Πέν. Όσο το λεγόμενο κέντρο μετατοπίζεται στην επιθετική απολυτότητα απέναντι στην αριστερά, τόσο η ακροδεξιά θα νομιμοποιείται ως εναλλακτική λύση. Και τόσο περισσότερο θα αιτιολογείται σε πολλούς πως η αποχή είναι η μοναδική διαφυγή.