Υπόθεση θανάτου Βαλυράκη: “Με εκβιάζουν επειδή είδα τον φόνο και μίλησα” – Η κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα
Ο 72χρονος Ευάγγελος Ασμάνης, από τη Χαλκίδα, ψαράς από τα γεννοφάσκια του και πατέρας 5 παιδιών, είναι ο άνθρωπος που με τη μαρτυρία του ανέτρεψε τα πάντα στην υπόθεση του θανάτου του Σήφη Βαλυράκη: αυτό που αρχικά είχε θεωρηθεί δυστύχημα ερευνάται πλέον ως ανθρωποκτονία, ενώ δύο ύποπτοι έχουν προφυλακιστεί.
Η κατάθεσή του δεν ήταν χωρίς συνέπειες για τον ίδιον. Από την πρώτη στιγμή που η Μίνα Βαλυράκη, η γνωστή εικαστικός, χήρα του πρώην υπουργού, μίλησε για ανθρωποκτονία, ένα πέπλο σιωπής είχε απλωθεί πάνω από το αλιευτικό καταφύγιο της Ερέτριας. Ο Ασμάνης μιλά για πιέσεις κάθε είδους από κυκλώματα προκειμένου να μη βγει στο φως η αλήθεια για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Μάλιστα, ο δικηγόρος του κ. Δημήτρης Μπάρδης είπε στο «ΘΕΜΑ» ότι «δύσκολα άλλος άνθρωπος θα μπορούσε να αντέξει το κλίμα τρομοκρατίας και κατασυκοφάντησης που εξυφάνθηκε γύρω από τον μάρτυρα και τους οικείους του, σε μία κλειστή τοπική κοινωνία».
Η μοιραία Κυριακή
Την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021 ο πρώην υπουργός έβαλε το φουσκωτό του στο νερό μπροστά από το εξοχικό του, έξω από την Ερέτρια και ξεκίνησε για ψαροντούφεκο. Ήταν ένα χόμπι 20ετίας για τον 78χρονο Βαλυράκη, ο οποίος διατηρούσε πολύ καλή φυσική κατάσταση.
Ωστόσο, τα πράγματα εκείνη την ημέρα πήραν τραγική τροπή. Μερικές ώρες αργότερα ο πρώην υπουργός βρέθηκε νεκρός από το Λιμενικό στη θαλάσσια περιοχή της Ερέτριας – το σώμα του ξεβράστηκε στα βράχια ενός μικρού νησιού που ονομάζεται Πεζονήσι ή Νησί των Ονείρων.
Οι έρευνες των Αρχών αρχικά έδειξαν ατύχημα και παρά τις αντιδράσεις της συζύγου του, η υπόθεση σε πρώτη φάση μπήκε στο αρχείο. Ωστόσο, δύο μαρτυρίες ανέτρεψαν τα πάντα και την Παρασκευή 3 Ιουνίου οδήγησαν στην προφυλάκιση δύο ψαράδων από την περιοχή, οι οποίοι κατηγορούνται πλέον για τον θάνατο του Σήφη Βαλυράκη.
Η κατάθεση
Στην κατάθεσή του, ο Ασμάνης είναι πολύ περιγραφικός: «Εκεί που καθόμουν άκουσα έναν θόρυβο εξωλέμβιας μηχανής και είδα να έρχεται ένα κόκκινο κρισκράφτ από τη στεριά στα αριστερά μου… Εκείνη τη στιγμή είδα ένα καΐκι να σκάει από τον κάβο τον βαθινό της Αγίας Τριάδας, δηλαδή προς τη μεριά της Αττικής. Κάποια στιγμή το είδα να πετά μια άσπρη σημαδούρα και πίστεψα ότι εκείνη τη στιγμή του τελείωσαν τα δίχτυα. Στη συνέχεια γκάζωσε και κατευθύνθηκε προς το κρισκράφτ και μπήκε μπροστά από αυτό και έκαναν κράτει και τα δύο σκάφη, στο ρελαντί. Όταν συναντήθηκαν, το αλιευτικό μπήκε στην πορεία του κρισκράφτ(…)
Τα σκάφη συνέχισαν να κινούνται πολύ σιγά. Το αλιευτικό έκανε ανάποδα και του έφραξε την πορεία. Ακολούθησε διάλογος – από το αλιευτικό φώναζαν “μαλ…α, κερατά, πού πας ρε; Θα πάμε στο Λιμεναρχείο, δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται; Έχετε καταστρέψει τα δίχτυα”. Από το φουσκωτό, το άτομο είπε: “Σε μένα απευθύνεσαι; Δεν ξέρεις ποιος είμαι; Με έχεις εμένα για τέτοιες δουλειές;”».
Ο διάλογος που περιγράφει ο Ασμάνης αποτυπώνει μία διαμάχη μεταξύ επαγγελματιών και ερασιτεχνών ψαράδων, που έγινε ευρύτερα γνωστή μετά τον θάνατο του Σήφη Βαλυράκη. Μάλιστα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο, λόγω πανδημίας, η ερασιτεχνική αλιεία είχε απαγορευτεί, απλώς, ο πρώην υπουργός θεώρησε προφανώς ότι αφού δεν επρόκειτο να συναντήσει κανέναν – αφού έριχνε το σκάφος στη θάλασσα μπροστά από το σπίτι του – δεν κινδύνευε ούτε να κολλήσει, ούτε να μεταδώσει τον κορωνοϊό.
«Όταν τα σκάφη ήλθαν κάθετα στην αρχική τους θέση, άκουσα από το αλιευτικό κάποιο άτομο να φωνάζει, θα σε γαμ…ω, να δεις τώρα τι θα πάθεις, θα σε παχτώσουμε τώρα, θα δεις τι θα πάθεις… Ο ένας από τους δύο που ήταν στο αλιευτικό πήρε το κοντάρι, μάλλον από την τέντα γιατί είδα μία τέτοια κίνηση και άρχισε να χτυπά τον άνθρωπο του κρισκράφτ στο πάνω μέρος του κορμιού του. Δεν ξέρω αν τον χτύπησε στο κεφάλι ή στον ώμο, είδα όμως τις κονταριές που έπεφταν από πάνω προς τα κάτω», κορυφώνει τη μαρτυρία του ο Ασμάνης.
«Τότε είδα τον άνθρωπο του κρισκράφτ ο οποίος φόραγε μαύρη φόρμα και βρισκόταν στη μέση περίπου (του φουσκωτού) στην τιμονιέρα, να πέφτει στη θάλασσα ενδιάμεσα στα δύο σκάφη ενώ αυτά ήταν εν κινήσει», συνεχίζει ο μάρτυρας, σημειώνοντας ότι θα περίμενε από τους ανθρώπους του αλιευτικού να σταματήσουν και να μαζέψουν τον άνθρωπο που είχε πέσει στη θάλασσα, αλλά αυτοί «έκαναν ανάποδα τη μηχανή, γύρισαν την πλώρη τους προς το Νησί των Ονείρων και στη συνέχεια γκάζωσαν προς τα βαθιά, πιθανόν να πάνε για το λιμάνι».
Ο Ασμάνης δηλώνει ότι δεν είδε το σώμα του Σήφη Βαλυράκη να χτυπά είτε στο ένα είτε στο άλλο σκάφος. «Εγώ είδα το σώμα του ανθρώπου να επιπλέει», σημειώνει, για να προσθέσει ότι αναγνώρισε πέραν πάσης αμφιβολίας το αλιευτικό και γνωρίζει ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες του, τους οποίους και κατονομάζει στον ανακριτή.
«Οι ίδιοι θέλησαν από την πρώτη στιγμή, μέσω τρίτων, να μου κλείσουν το στόμα με διάφορους τρόπους, κυρίως όμως με την ηθική μου εξόντωση και εκμηδένιση», σημειώνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Φεβρουάριο ο Ασμάνης κατήγγειλε διά του δικηγόρου του ξυλοδαρμό από κάποιους οι οποίοι, όπως είπε, τον απείλησαν «να τα πεις σωστά» για την υπόθεση.
Τα τηλεφωνήματα
Η κατάθεση αυτή, που άλλαξε την πορεία της υπόθεσης του θανάτου του Σήφη Βαλυράκη, δόθηκε έναν χρόνο και δύο μήνες μετά από εκείνη τη μοιραία Κυριακή. Ο ίδιος ο Ασμάνης δίνει τη δική του εξήγηση στον ανακριτή: «Έμαθα από την τηλεόραση την επόμενη μέρα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Βαλυράκης και ότι είχε πεθάνει. Πήρα τηλέφωνο στο γραφείο του κ. Σπύρου που ήταν ο δικηγόρος του – και αυτό το έμαθα από την τηλεόραση». Τελικά, ο δικηγόρος δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί του – έτσι τουλάχιστον αναφέρει – και για πολύ καιρό δεν ήθελε να είναι αυτός «που θα έβγαζε το φίδι από την τρύπα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Όπως αποκαλύπτει στο «ΘΕΜΑ» ο 72χρονος ψαράς «την ίδια μέρα που διατάχτηκε η προφυλάκιση των κατηγορούμενων αλιέων, δηλαδή την Παρασκευή 3 Ιουνίου, δέχτηκα τηλεφώνημα από γνωστό επιχειρηματία εστίασης της Εύβοιας αλλά και της Μυκόνου, ο οποίος μου είπε να ενημερώσω τον δεκαοχτάχρονο γιο μου “να μην πάει αύριο για δουλειά”, σ’ ένα από τα επώνυμα καταστήματά του που λειτουργεί στη Χαλκίδα και στο οποίο εργαζόταν το παιδί μου.
Το γεγονός αυτό», συνεχίζει ο Ευάγγελος Ασμάνης, «προκάλεσε μεγάλη στενοχώρια στο παιδί μου, το οποίο είχε χαρεί όταν προσλήφθηκε, γιατί τα λιγοστά χρήματα που θα κέρδιζε τα είχε απόλυτη ανάγκη, μιας και εγώ ελάχιστα έως καθόλου μπορώ να το βοηθήσω οικονομικά».
«Η πράξη αυτή, του επιχειρηματία», συνεχίζει ο 72χρονος μάρτυρας, «αποκαλύπτει και τον λόγο για τον οποίο προσλήφθηκε στη δουλειά του το παιδί μου λίγο καιρό πριν κληθώ να καταθέσω στον κ. Ανακριτή για την υπόθεση της δολοφονίας Βαλυράκη.
Ομως με έχουν μετρήσει λάθος: οι ψυχικές μου αντοχές είναι πολύ πιο ισχυρές από την οικονομική τους ισχύ και υπερβαίνουν και τις σωματικές μου αδυναμίες».
«Η ψυχή μου με οδήγησε»
Από τον παππού και τον πατέρα του ο 72χρονος Ευάγγελος Ασμάνης κληρονόμησε την αγάπη για τη θάλασσα και το ψάρεμα. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν επί 24 χρόνια πρόεδρος των παράκτιων αλιέων της Εύβοιας, ο παππούς του ήταν ψαράς στα Βουρλά της Μικράς Ασίας και ακριβώς πριν από 100 χρόνια, με τον διωγμό του 1922, ήρθαν στην Ελλάδα.
Η οικογένεια του κ. Ασμάνη είχε τρία αλιευτικά καΐκια, με τα οποία σε προηγούμενα χρόνια τροφοδοτούσαν τη Βαρβάκειο Αγορά και στον Πειραιά την ψαραγορά της Δημοσθένους, με κυδώνια, καλόγνωμες, γυαλιστερές, μύδια ξανθά-χάβαρα και χτένια, όπως μας περιγράφει. Ο ίδιος ήταν βουτηχτής και έχει πτυχίο και άδεια δύτη και αυτοδύτη.
«Η ζωή έχει και τις απρόβλεπτες πλευρές της, έρχονται δύσκολες μέρες, θέματα υγείας και άλλα, που σε ρίχνουν έξω», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Ασμάνης. «Σήμερα περνάω δύσκολα, τα οικογενειακά αλιευτικά μας είναι παροπλισμένα και για οικονομικούς λόγους χάσαμε τις άδειες αλιείας μας. Όμως για μένα πάνω απ’ όλα έχουν αξία τα μικρά, καθημερινά πράγματα, αυτά να φέρνουμε βόλτα, γιατί αυτά δεν χρειάζεται να μου αλλάξουν τον χαρακτήρα για να τα έχω. Λάθη όλοι κάνουμε, αλλά είναι λάθη που διορθώνονται. Αυτό που δεν διορθώνεται ποτέ είναι να κόψεις το νήμα της ζωής άλλου ανθρώπου. Όμως γι’ αυτά είναι άλλοι αρμόδιοι. Εμένα η ψυχή μου με οδήγησε να μιλήσω και να πω την αλήθεια για τον θάνατο του Σήφη Βαλυράκη. Το μόνο που έκανα ήταν να την ακούσω. Όσα υποφέρω μετά από αυτό, τα υπομένω και τα αντεπεξέρχομαι».