Στρατηγική μακράς έντασης από την Τουρκία- Το σχέδιο αμφισβήτησης των συνθηκών και της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο- “Κενό” από την προκλητικά ήπια στάση του ΝΑΤΟ και των συμμάχων
Με μία ποιοτικά αναβαθμισμένη νέα στρατηγική εμφανίζεται, τις τελευταίες ημέρες, η Τουρκία έναντι της Ελλάδας, καθώς καλλιεργεί σχέδιο αμφισβήτησης της ελληνικής κυριότητας στα νησιά του Αιγαίου επικαλούμενη, μάλιστα, ψευδοεπιχειρήματα που άπτονται των διεθνών συνθηκών. Πεδίο, δηλαδή, στο οποίο κινείται επί δεκαετίες η ελληνική διπλωματία και αποτελεί προνομιακό πεδίο για τις ελληνικές θέσεις.
Ταυτόχρονα, δηλαδή, με τις απειλές στο πεδίο, ακόμα και τα σενάρια που προβλέπουν αποβατικές ασκήσεις, θερμό επεισόδιο, ή έξοδο γεωτρύπανου στα όρια των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν εργαλειοποιεί μόνο για εσωτερικούς λόγους την όξυνση της ελληνοτουρκικής κρίσης -την οποία ο ίδιος προκαλεί-, αλλά επιχειρεί να αμφισβητήσει τον πυρήνα της ελληνικής επιχειρηματολογίας.
Δεν είναι τυχαίο πως στο επεισόδιο με έλληνες βουλευτές, κατά τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολης, ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ δήλωσε πως το μπαράζ υπερπτήσεων πάνω από ελληνικά νησιά, στις 28 Απριλίου, έγινε σε απάντηση υπερπτήσεων ελληνικών μαχητικών πάνω από τουρκικό έδαφος. Έδωσε, μάλιστα, και στοιχεία για τις περιοχές όπου υποτίθεται πως συνέβη αυτό.
Ο Ερντογάν και ο ακροδεξιός του εταίρος Μπαχτσελί -σε ομοθυμία επ’ αυτού με την συνασπισμένη αντιπολίτευση- καλλιεργούν εσωτερικό κλίμα απειλής και ζητούν από την τουρκική εθνοσυνέλευση υπεραρμοδιότητες κινητοποίησης των ενόπλων δυνάμεων, αρχικά για την Λιβύη αλλά με ανοικτή “οψιόν” που περιέχει και την Ελλάδα.
Την ίδια ώρα, ο Μπαχτσελί -σε απόλυτη συνεννόηση με τον Ερντογάν- περιέγραψε το τουρκικό σχέδιο αμφισβήτησης της ελληνικής κυριότητας στα νησιά του Αιγαίου, το οποίο θα ξεδιπλωθεί το επόμενο διάστημα.
Η προαναγγελία από τον ακροδεξιό εταίρο του Ερντογάν, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, του «οδικού χάρτη» των επόμενων τουρκικών κινήσεων, κινείται εκτός διεθνούς νομιμότητας και λογικής και στοχεύουν στη δημιουργία τετελεσμένων. Σύμφωνα με αυτόν τον οδικό χάρτη, η Τουρκία: Πρώτα θα εισάγει στο εθνικό της δίκαιο έννοιες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας που δεν περιλαμβάνονται στην τουρκική έννομη τάξη (ΑΟΖ, Ειδική Αλιευτική Ζώνη κλπ). Έπειτα θα εκδώσει χάρτες περιλαμβάνοντας στην τουρκική επικράτεια νησιά και βραχονησίδες που θεωρεί πως της ανήκουν και θα τα εντάξει στις παράκτιες περιφερειακές διοικήσεις. Και, τέλος, θα εκδώσει «μια επ’ αόριστον NAVTEX που θα καλύπτει τα κυριαρχικά δικαιώματα των γεωγραφικών σχηματισμών» που η Τουρκία θεωρεί, παρά πάσα λογική, ότι της ανήκουν. «Η Ελλάδα, που έχει κλιμακώσει την ένταση στο Αιγαίο, δεν θα μπορέσει να αποφύγει τη συντριβή υπό το βάρος των βαριών συνεπειών που μπορεί να προκύψουν»- ήταν μια χαρακτηριστική του φράση.
Όλα αυτά εισάγουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την φάση της κρίσης και της έντασης σε εκείνη της διεκδίκησης από την Τουρκία ενός “πλαισίου διαλόγου” σε μεγάλο φάσμα διαφορών με την Ελλάδα. Και μεταφέρουν αυτό το πλαίσιο στη διεθνή κοινότητα, επιδιώκοντας να αξιοποιήσουν τις προτροπές του Γ.Γ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και των Βρυξελλών για επίλυση μέσω διαλόγου. Ουσιαστικά η Άγκυρα προσπαθεί να αναιρέσει την πάγια ελληνική θέση για μία και μοναδική διαφορά (αυτή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της χάραξης της ΑΟΖ) και να βάλει στο τραπέζι ισοδύναμες ή και ευρύτερες διεκδικήσεις. Εκμεταλλεύεται, δε, το μομέντουμ που εχει αναβαθμίσει την γεωστρατηγική χρησιμότητα της Τουρκίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ, απέδωσε την τρέχουσα ένταση στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας, στο γεγονός ότι, ενώ στην συνάντησή του με τον Ερντογάν το κλίμα ήταν καλό, η Τουρκία παραβίασε τις κόκκινες γραμμές με υπερπτήσεις στο Αιγαίο. Επανέλαβε, πάντως, ότι «οι διαφορές πρέπει να λύνονται με διάλογο» και ότι ο ίδιος είναι έτοιμος για νέα συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο. «Πιστεύω ότι νομοτελειακά κάποια στιγμή θα συναντηθούμε και πρέπει να συναντιόμαστε και πρέπει να συζητάμε κι όπως σας είπα και όπως είπα και στον ίδιο τον πρόεδρο Ερντογάν πρέπει να μπορούμε να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, αλλά να συμφωνούμε στο πλαίσιο επίλυσης των διαφορών μας. Και επίσης θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε πότε τα επιχειρήματά μας αγγίζουν πια τη σφαίρα του παραλόγου. Διότι διάλογο με το παράλογο δεν μπορούμε να κάνουμε».
Συμφέρει την Ελλάδα το διεθνές πεδίο που επιλέγει ο Ερντογάν;
Η Ελλάδα έχει διάφορα επίπεδα απάντησης, λέει σε συνέντευξή του στο anatropinews.gr ο διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου πανεπιστημίου και διπλωματικός αναλυτής του Ant1 Κωνσταντίνος Φίλης (διαβάστε εδώ ολόκληρη την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη). Και επισημαίνει: Το ένα είναι, προφανώς, ο ίδιος ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να σταθμίσουμε το κατά πόσο είναι προς το συμφέρον μας να μπούμε σε μια λογική ανταλλαγής απόψεων και νομικών επιχειρημάτων δια αλληλογραφίας μέσω του Ο.Η.Ε. Και το λέω αυτό διότι κάθε φορά η Τουρκία εξειδικεύει τα,έτσι κι αλλιώς, αίολα επιχειρήματά της, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι υποχρεωμένη να απαντάει σε αυτά. Στο μέλλον, θα μπορούσε η Άγκυρα να επικαλεστεί αυτή την ανταλλαγή επιστολών κι απόψεων σε μια διαπραγμάτευση για να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα, κατά κάποιον τρόπο, αποδέχεται ως ατζέντα- ή αποδέχεται να συμπεριληφθούν στην ατζέντα αυτά τα ζητήματα. Θα πρέπει, λοιπόν, να δούμε πώς θα συνεχιστεί αυτή η φάμπρικα των επιστολών στον Ο.Η.Ε. ή πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει με μια ρητή και κατηγορηματική δήλωση από ελληνικής πλευράς. Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει, προφανώς, με την ενημέρωση των εταίρων μας. Και η Ελλάδα, μετά από πολύ καιρό, έκανε το αυτονόητο.
Κρίση μακράς διάρκειας
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν ως προς το ότι ο Ερντογάν δεν στοχεύει μόνο σε μία (πιθανή) αντιπαράθεση στο πεδίο, κυρίως επιδιώκοντας μία ελληνική αντίδραση στην τουρκική επιχειρησιακή κλιμάκωση, αλλά και στην “αλλαγή πίστας” με την αντιπαράθεση ενώπιον της διεθνούς κοινότητας σε ένα πλαίσιο αναθεώρησης των συνθηκών. Αυτό, όμως, δεν συνιστά μια συγκυριακή απειλή αλλά ένα ευρύτερο τουρκικό σχέδιο που θα διαρκέσει πολύ, ιδιαίτερα, δε, εάν οι τουρκικές εκλογές διεξαχθούν σε το καλοκαίρι του 2023. Ο επόμενος χρόνος (τουλάχιστον) θα αποτελέσει πεδίο κλιμάκωσης αυτού του τουρκικού σχεδίου και, πιθανώς, στρατιωτικά, αλλά και στον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και τα διεθνή fora.
Είναι χαρακτηριστικό, δε, το δημοσίευμα της φιλοκυβερνητικής “Σαμπάχ”.
Το αποκαλυπτικό των τουρκικών προθέσεων δημοσίευμα της “Σαμπάχ”
Η Τουρκία είναι υπέρ του διαλόγου για την επίλυση προβλημάτων με την Ελλάδα, αλλά ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί κλιμακώνουν τις εντάσεις για χάρη των προσωπικών και πολιτικών τους φιλοδοξιών, δήλωσε την Τρίτη ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ.
Μιλώντας στη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη, ο υπουργός Άμυνας σημείωσε ότι η Τουρκία είναι ειλικρινής στις προθέσεις της να επιλύσει τρέχοντα ζητήματα με την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων θαλάσσιων διαφορών, στρατιωτικών ασκήσεων και άλλων με ειρηνικά μέσα.
«Τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών δεν μπορούν να λυθούν χωρίς συνομιλίες, συναντήσεις, επισκέψεις και διάλογο. Θέλουμε διάλογο», είπε ο Ακάρ.
Συνέχισε λέγοντας ότι ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί «δυστυχώς» κλιμακώνουν τις εντάσεις για χάρη των δικών τους φιλοδοξιών.
Ο Ακάρ επέκρινε επίσης την Ελλάδα για τη συζήτηση των προβλημάτων Τουρκίας-Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι με την Άγκυρα.
«Προσπαθούν να κάνουν να φαίνεται ότι τα διμερή μας ζητήματα είναι ζητήματα της ΕΕ, των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ», είπε, προσθέτοντας ότι η συμπερίληψη τρίτων στο πρόβλημα δεν θα βοηθήσει στην επίλυσή του.
Η Τουρκία απαιτεί από την Ελλάδα να αποστρατικοποιήσει τα ανατολικά της νησιά, υποστηρίζοντας ότι απαιτείται δράση βάσει των συνθηκών του 20ου αιώνα που παραχώρησαν την κυριαρχία των νησιών στην Ελλάδα.
Η ελληνική κυβέρνηση αποκαλεί το αίτημα εσκεμμένη παρερμηνεία και έχει κατηγορήσει την Τουρκία, συνάδελφο μέλος του ΝΑΤΟ, ότι εντείνει τις εχθρικές ενέργειες στην περιοχή.
Ξεκινώντας με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1913, η στρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου περιορίστηκε και το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς τους επιβεβαιώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923. Το Σύμφωνο της Λωζάνης καθιέρωσε μια πολιτική ισορροπία μεταξύ των δύο χωρών εναρμονίζοντας ζωτικά συμφέροντα , συμπεριλαμβανομένων αυτών στο Αιγαίο.
Η Συνθήκη των Παρισίων του 1947, η οποία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία στην Ελλάδα, επιβεβαίωσε επίσης το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς τους.
Ωστόσο, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η Σύμβαση του Μοντρέ του 1936 για τα Τουρκικά Στενά θα πρέπει να εφαρμοστεί σε αυτή την περίπτωση, ενώ η Άγκυρα λέει ότι η υποχρέωση της Ελλάδας να αφοπλίσει τα νησιά παραμένει αμετάβλητη βάσει της Σύμβασης του Μοντρέ, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει διάταξη που να τη διαφοροποιεί από τη Συνθήκη της Λωζάνης. για το θέμα.
Η Τουρκία, η οποία έχει τη μεγαλύτερη ηπειρωτική ακτή στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει απορρίψει αξιώσεις για θαλάσσια σύνορα που διατυπώθηκαν από τα μέλη της ΕΕ, την Ελλάδα και την ελληνοκυπριακή διοίκηση, τονίζοντας ότι αυτές οι υπερβολικές αξιώσεις παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο της Τουρκίας όσο και της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ). ). Και οι δύο πλευρές επικαλούνται μια σειρά από συνθήκες και διεθνείς συμφωνίες εδώ και δεκαετίες για να υποστηρίξουν τις αντικρουόμενες εδαφικές διεκδικήσεις τους.
Η Τουρκία έχει επίσης κατακρίνει τις ελληνικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μουσουλμανικών και τουρκικών μειονοτήτων της, από το κλείσιμο τζαμιών και το κλείσιμο σχολείων έως το να μην αφήνουν τους μουσουλμάνους Τούρκους να εκλέγουν τους θρησκευτικούς τους ηγέτες.
Σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) του 2008, το δικαίωμα των Τούρκων της Δυτικής Θράκης να χρησιμοποιούν τη λέξη “Τούρκος” στα ονόματα των ενώσεων ήταν εγγυημένο, αλλά η Αθήνα δεν κατάφερε να εφαρμόσει την απόφαση, απαγορεύοντας ουσιαστικά την τουρκική ταυτότητα στη χώρα .
Η περιοχή της Δυτικής Θράκης της Ελλάδας φιλοξενεί μια μουσουλμανική τουρκική κοινότητα περίπου 150.000.