Ελληνοτουρκικά: Χάρτες, αυτοματισμοί και στο βάθος…διάλογος;
Οι συμμαχικές και εταιρικές σχέσεις συνήθως λειτουργούν με αυτοματισμούς. Όταν, φερ’ ειπείν, καταστρατηγείται καταφανώς το Διεθνές Δίκαιο και, ακόμα περισσότερο, όταν σημειώνεται προσβολή κυριαρχίας, σύμμαχοι και εταίροι πρέπει αυτόματα να αντιδρούν και να παίρνουν καθαρή θέση υπέρ του μέρους που υφίσταται τις συνέπειες αυτής της προσβολής.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Πρέπει να παραδεχθούμε πως στα ελληνοτουρκικά, αυτοί οι αυτοματισμοί σπάνια λειτούργησαν. Ίσως με την εξαίρεση της οργανωμένης από την Άγκυρα μεταναστευτικής επίθεσης στον Έβρο που προκάλεσε την ταχεία αντίδραση των Ευρωπαίων επειδή το θέμα των μεταναστευτικών ροών τους αφορά άμεσα και έμμεσα. Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία εκδηλώνει μπαράζ απειλητικών κινήσεων εναντίον της Ελλάδας με αμφισβήτηση διεθνών συνθηκών (Λωζάνη) και προσβολή εθνικής κυριαρχίας (υπερπτήσεις). Ποιά ήταν η καθυστερημένη αντίδραση του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, του ΝΑΤΟ, και των Βρυξελλών; “Βρείτε τα διάλογο”!
Ακόμα και ο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος δεσμεύεται προφανώς από όσα ρητά αναφέρονται στην ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία, απέφυγε να κάνει την παραμικρή αναφορά κατά την επικοινωνία του με τον Ταγίπ Ερντογάν σχετικά με το βέτο του τελευταίου στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και το ουκρανικό.
Οι διορθωτικές κινήσεις εκ μέρους των συμμάχων και εταίρων έγιναν μόνο μετά τις παρεμβάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού. Δεν ήταν οι χάρτες που τους έπεισαν, ας είμαστε ειλικρινείς.
Τους χάρτες της “Μαβί Βατάν” (Γαλάζια Πατρίδα) τους γνωρίζουν εδώ και χρόνια, καθώς οι ίδιοι οι Τούρκοι (και ο Ερντογάν) τους έχουν κοινοποιήσει με κάθε τρόπο (ακόμα και στην Google τους έχουν αναρτήσει). Το σχέδιο Γιαϊτσί (από τον εμπνευστή του) υπάρχει σε κοινή θέα τουλάχιστον από το 2012, από το 2018, δε, και επίσημα με δηλώσεις του Χουλουσί Ακάρ. Θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε πως στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, στο ΝΑΤΟ, στην Κομισιόν και στο γραφείο του Ζοζέπ Μπορέλ δεν γνωρίζουν τον συγκεκριμένο σχεδιασμό της Άγκυρας και τις ανιστόρητες διεκδικήσεις που προβάλει στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. ‘Αλλωστε, όταν παλαιότερα το ίδιο το Στέϊτ Ντιπάρτμεν έκανε λόγο για “αμφισβητούμενα ύδατα”, αυτές τις τουρκικές αιτιάσεις είχε κατά νου.
Όταν ο Άμος Χοκστάϊν (στέλεχος του SD επί Ομπάμα και ξανά τώρα στην διοίκηση Μπάϊντεν) άφηνε υπονοούμενα για συνεκμετάλλευση, ή όταν άλλοι αμερικανοί αξιωματούχοι άκουγαν χωρίς να αντιδρούν τα περί αναδιάταξης του ελληνικού “στρατιωτικού αποτυπώματος” στα νησιά (προοίμιο της τουρκικής θέσης περί αποστρατιωτικοποίησης), δεν μπορεί να μην είχαν υπόψιν τους το “Μαβί Βατάν”.
Το ίδιο έχει συμβεί -για να μην τα ξεχνούμε- και με την Γερμανία. Το Ινστιτούτο του Κιέλου, άτυπος σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών, είναι αυτό που έχει εκπονήσει μελέτη για τα ελληνοτουρκικά, η οποία περιλαμβάνει και το σενάριο της συνεκμετάλλευσης.
Όλα αυτά εξηγούν την στάση των συμμάχων και εταίρων έναντι της Τουρκίας (μαζί με όλα τα άλλα περί της γεωστρατηγικής της θέσης και της αναβάθμισηςτου ρόλου της στο νέο περιβάλλον μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία) και την απουσία των αυτοματισμών.
Ό,τι συνέβη τις τελευταίες ώρες με τις ανακοινώσεις της Γερμανικής καγκελαρίας, του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, και τις δηλώσεις on camera του Γάλλου προέδρου είναι αποτέλεσμα της παρέμβασης του Έλληνα πρωθυπουργού. Η συνάντηση με τον Όλαφ Σολτς, για παράδειγμα, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, συνδυάστηκε, όμως, και με την συμφωνία για την αποστολή βαρέως οπλισμού στην Ουκρανία. Θετικό αναμφίβολα, ωστόσο πρέπει να μας προβληματίζει γιατί παίρνουμε μόνο μετά από πυρετώδεις παρασκηνιακές παρεμβάσεις (και όχι κάθε φορά) αυτο που θα έπρεπε να δίνεται αυτόματα στο πλαίσιο της πρόθυμης και άνευ ουδενός αστερίσκου ένταξης της Ελλάδας στους εταιρικούς και συμμαχικούς σχηματισμούς.
Διότι, τελικά, η προτροπή “βρείτε τα με διάλογο” παραμένει. Και ορθώς ο Κώστας Καραμανλής επισήμανε το αυτονόητο: ό,τι, δηλαδή, οι ίσες αποστάσεις ευνοούν τον παρανομούντα και ταραξία.
Η προτροπή αυτή αποτελεί ραχοκοκαλιά της θεώρησης της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών( με σφραγίδα Βερολίνου) σχετικά με τα ελληνοτουρκικά. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως τα επόμενα χρόνια, αναλόγως και των γεωπολιτικών εξελίξεων, θα επιχειρηθεί να περιέλθει σε ύφεση, ή και να κλείσει αυτό που βλέπουν ως ελληνοτουρκική διαμάχη.
Αυτό δεν μπορεί να συμβεί άμεσα, καθώς μέσα στους επόμενους 12 μήνες, το περισσότερο, θα διεξαχθούν πολύ κρίσιμες εθνικές εκλογές στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Κύπρο. Δυτικοί αξιωματούχοι και αναλυτές εκτιμούν πως δύο κυβερνήσεις με νωπή εντολή, στην Αθήνα και την Άγκυρα, θα έχουν την δυνατότητα να προχωρήσουν σε διάλογο. Κάθε πλευρά, βεβαίως, εννοεί διαφορετικά τον διάλογο, κι αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο προβληματισμού. Η ελληνική κοινή γνώμη επιχειρήθηκε, άλλωστε να προετοιμαστεί για κάποιους συμβιβασμούς (από το άρθρο Σημίτη στην “Καθημερινή, τον Ιούνιο του 2019, μέχρι τις κατά καιρούς παρεμβάσεις Ροζάκη, Ντόκου, κ.ά).
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως οι συμφωνίες της Μαδρίτης και του Ελσίνκι που άλλαξαν τα δεδομένα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήλθαν στη σκιά της τουρκικής επέμβασης στα Ίμια. Αυτό ας το έχουμε κατά νου…