Κουτσούμπας: Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει τον τουρισμό ως καθολικό λαϊκό δικαίωμα και όχι ως εμπόρευμα
Ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας μίλησε σε σύσκεψη εργαζομένων και αυτοαπασχολουμένων στον κλάδο του τουρισμού-επισιτισμού στο Ηράκλειο, στο πλαίσιο της επίσκεψής του στην Κρήτη. Στη σύσκεψη συμμετείχαν το Σωματείο Ξενοδοχοϋπαλλήλων νομού Ηρακλείου, η Ένωση Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ηρακλείου, ο Εμπορικός Σύλλογος Ηρακλείου, το Σωματείο Μαγείρων-Ζαχαροπλαστών και λοιπού προσωπικού κουζίνας Ηρακλείου, ο Συνδέσμος Επαγγελματιών Επισιτισμού και Διασκέδασης Ηρακλείου, το Σωματείο Επαγγελματιών Ξεναγών Κρήτης και Σαντορίνης, ο Εμπορικός Σύλλογος Αγίας Πελαγίας και ο Σύλλογος Ιδιοκτητών γραφείων ενοικιάσεως αυτοκινήτων Ηρακλείου «Ο Ηνίοχος».
Ο Δ. Κουτσούμπας στην εισηγητική του παρέμβαση σημείωσε ότι οι μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις ανήκουν ή συνδέονται με ισχυρούς ομίλους που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα και στους κλάδους της ναυτιλίας, των κατασκευών, της ενέργειας, της μεταποιητικής βιομηχανίας, της εμπορίας τροφίμων, των πετρελαιοειδών, των μεταφορών, καθώς και στο χρηματοπιστωτικό τομέα» και πρόσθεσε ότι «σε ένα τέτοιο τομέα η αστική τάξη της χώρας στήριζε πάντα, τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια και στηρίζει και σήμερα τις προσδοκίες της για ανάκαμψη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας».
Τόνισε ότι «το “τουριστικό θαύμα” που παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ και όλες τις κυβερνήσεις από το 2013 ως σήμερα, με μια μικρή εξαίρεση τα δυο προηγούμενα χρόνια της πανδημίας, μόνο θαύμα δεν ήταν για τους εργαζόμενους, αλλά και για τους αυτοαπασχολούμενους, τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις στον τουρισμό».
Όπως εξήγησε οι τεράστιοι ρυθμοί ανάπτυξης «κρύβουν από πίσω πάντα μια τεράστια αύξηση της εκμετάλλευσης που είναι αναγκαία προϋπόθεση σε όλους τους κλάδους της οικονομίας».
Επισήμανε ότι ο τουρισμός επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, πέραν της επιλογής της χώρας ως τουριστικού προορισμού, ανέφερε ως παράδειγμα τις περσινές φωτιές στην Εύβοια και αλλού και τόνισε ότι σε περίπτωση αναποδιάς, είναι εκτεθειμένοι οι εργαζόμενοι και «όχι οι μεγαλοξενοδόχοι οι οποίοι έχουν δεκάδες επενδύσεις σε εξέλιξη, άλλες επιχειρήσεις εδώ στη χώρα ή αλλού και θα συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, με αβάντες που δεν έχουν ούτε οι μικρομεσαίοι, ούτε βέβαια οι εργαζόμενοι που εξαρτώνται από το μισθό τους και μόνο».
Αναφερόμενος στην παρούσα συγκυρία με τον πόλεμο, σημείωσε ότι οι ιδιοκτήτες των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων «κυριολεκτικά έτριβαν τα χέρια τους» με τις πολεμικές και άλλες πολιτικές ή στρατιωτικές κρίσεις σε ανταγωνίστριες τουριστικά χώρες και προσέθεσε:
«Δείτε πώς αντιμετώπισαν τους Σύρους και Αφγανούς πρόσφυγες και πώς αντιμετωπίζουν τώρα τους πρόσφυγες από την Ουκρανία που είναι περισσότερο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι. Ήδη έχουν φτιάξει δουλεμπορικό δίκτυο για την εκμετάλλευσή τους σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες σε όλες τις μεγάλες τουριστικές περιοχές. Αντιμετωπίζουν τον πόλεμο, που όλοι τους συνολικά έχουν προετοιμάσει, ως ευκαιρία για αναβάθμιση της θέσης τους, της κερδοφορίας τους στο πλαίσιο του λυσσασμένου ανταγωνισμού τους».
Τόνισε ότι το ΚΚΕ «στήριξε και στηρίζει όλα τα διαχρονικά αλλά και τα επείγοντα αιτήματα των εργαζομένων του κλάδου για αυξήσεις στους μισθούς, υπογραφή ΣΣΕ, αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς και διαμονής με ευθύνη της μεγαλοεργοδοσίας, κυβέρνησης, Δήμων και Περιφερειών, μέτρα υγείας και ασφάλειας».
«Επειδή για το ΚΚΕ ο τουρισμός είναι ανθρώπινη ανάγκη, θεωρούμε ότι έπρεπε να είναι καθολικό λαϊκό δικαίωμα μιας και έχει άμεση σχέση με την αναπλήρωση της εργατικής δύναμης και όχι να είναι εμπόρευμα και μάλιστα πανάκριβο» πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι τέτοιου είδους δικαιώματα «είχαν κατακτήσει παλιά οι εργαζόμενοι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες όπου η μείωση του χρόνου εργασίας, η εξασφάλιση των δωρεάν διακοπών, η μείωση του συντάξιμου χρόνου εξασφαλίστηκαν από το σοσιαλιστικό σύστημα», ενώ «στις καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως και στη χώρα μας, αργότερα άρχισε να αναγνωρίζεται με κατακτήσεις των εργαζομένων σε ένα βαθμό ως αποτέλεσμα της επίδρασης του σοσιαλισμού, της σκληρής ταξικής πάλης και σύγκρουσης χωρίς όμως να κατοχυρωθεί ως υποχρεωτικό δικαίωμα και δωρεάν».
Αναφερόμενος στον κοινωνικό τουρισμό είπε, μεταξύ άλλων, ότι «χρειάζεται άμεσα, τώρα, να διευρυνθούν τα κριτήρια των δικαιούχων, αλλά κυρίως να δοθεί η δυνατότητα σε ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, των ανέργων και των συνταξιούχων να μπορέσουν να κάνουν διακοπές και αναψυχή. Πρέπει να αποτελέσει κι αυτό καθολικό αίτημα όχι μόνο των εργαζομένων του κλάδου, αλλά ολόκληρου του εργατικού-λαϊκού κινήματος».
«Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει τον τουρισμό και την αναψυχή ως αναπόσπαστο στοιχείο ενός άλλου δρόμου ανάπτυξης, της σοσιαλιστικής οικονομίας, στην οποία οι πλουτοπαραγωγικές πηγές θα είναι λαϊκή περιουσία.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η αναψυχή και η ξεκούραση θα αποτελούν κατοχυρωμένο δικαίωμα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων και όχι ένα ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα.
Πάρτε τη θέση σας δίπλα στους κομμουνιστές στα σωματεία, τους συλλόγους τους μαζικούς φορείς για να διεκδικήσουμε ανάσες ανακούφισης και να ανοίξουμε τον ελπιδοφόρο δρόμο για το λαό» κατέληξε στην εισηγητική του παρέμβαση ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ.
Ο Ν. Κοκολάκης, πρόεδρος του σωματείου Ξενοδοχοϋπαλλήλων νομού Ηρακλείου, αναφέρθηκε «στα τεράστια προβλήματα των εργαζομένων στον τουρισμό που υφίστανται μεγάλη πίεση και εντατικοποίηση της δουλειάς, δεν αμείβονται για υπερωρίες, δεν παίρνουν ρεπό» ενώ κατήγγειλε ότι τελευταία εμφανίζεται «και το φαινόμενο της λεκτικής κακοποίησης». Όπως τόνισε «οι εργαζόμενοι είναι ανοχύρωτοι, με το κράτος απών, γι’ αυτό και παρατηρείται απροθυμία να εργαστούν στον κλάδο υπό αυτές τις συνθήκες».
Ο Α. Σπυριδάκης, μέλος του ΔΣ της Ένωσης Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ηρακλείου, κατήγγειλε ότι στον κλάδο «οι μισθοί είναι καθηλωμένοι, οι εργαζόμενοι δεν αμείβονται για νυχτερινή εργασία ή εργασία την Κυριακή, πολλοί είναι αυτοί που απ’ το πενιχρό τους εισόδημα αναγκάζονται να πληρώνουν τη μετακίνησή τους από και προς τον χώρο εργασίας τους» και τόνισε την «ανάγκη της οργάνωσής τους ώστε αποφασιστικά να διεκδικήσουν επίλυση των προβλημάτων και ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων τους».
Ο Μ. Καραντεμοίρης, μέλος του ΔΣ του Εμπορικού Συλλόγου Ηρακλείου, μίλησε για τη «δεινή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις μετά την οικονομική κρίση, την κρίση της πανδημίας και τώρα με το τεράστιο ενεργειακό κόστος», ζητώντας «άμεσα μέτρα στήριξής τους».
Ο Ν. Μωυσάκης, πρόεδρος του σωματείου Μαγείρων – Ζαχαροπλαστών και λοιπού προσωπικού κουζίνας Ηρακλείου, μίλησε για «κουζίνες πεδία μαχών», τονίζοντας πως «επικρατεί πολεμικό κλίμα με εργαζόμενους να αναγκάζονται σε δουλειές πολλές ώρες την ημέρα σε άσχημες συνθήκες, χωρίς ρεπό». Τόνισε την ανάγκη να υπάρξουν άμεσα μέτρα για τη στήριξή τους, μεταξύ των οποίων τη «θέσπιση συγκεκριμένου αριθμού προσωπικού αναλόγως του μεγέθους της επιχείρησης» αλλά και «βελτίωση των συνθηκών εργασίας αφού οι υπάρχουσες θέτουν σε κίνδυνο τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους πελάτες των επιχειρήσεων». Επίσης έθεσε το «πολύ σοβαρό πρόβλημα του ενεργειακού κόστους για τις λαϊκές οικογένειες», σημειώνοντας πως «ακούγεται ότι έχουν εκδοθεί στο Ηράκλειο περίπου 500 εντολές διακοπών ρεύματος σε λαϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να εξοφλήσουν τους υπέρογκους λογαριασμούς τους».
Η Μαρία Αντωνακάκη, πρόεδρος του Συνδέσμου Επαγγελματιών Επισιτισμού και Διασκέδασης Ηρακλείου, επίσης μίλησε για τα προβλήματα των επιχειρήσεων του χώρου της εστίασης έπειτα από απανωτές κρίσεις εδώ και χρόνια και εξέφρασε το αίτημα στήριξής τους «με μέτρα φορολογικά, ανακούφισης απ’ το ενεργειακό κόστος κ.λπ.».
Τέλος η Ελένη Σαμαρειτάκη, γραμματέας του ΔΣ του Σωματείου Επαγγελματιών Ξεναγών Κρήτης και Σαντορίνης, κατήγγειλε ότι «οι επαγγελματίες ξεναγοί δεν στηρίχτηκαν καθόλου στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας που δεν δούλεψαν σχεδόν καθόλου», και έθεσε το «πολύ σοβαρό ζήτημα των ενσήμων τους που είναι αόρατα για το κράτος αφού δεν έχουν μηχανογραφηθεί με συνέπεια να αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα όσοι εργαζόμενοι δικαιούνται παροχές με βάση τα ένσημα όπως επίδομα ανεργίας ή όσοι βρίσκονται στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης». Ακόμα έθεσε το «σοβαρό πρόβλημα των παράνομων ξεναγήσεων αλλά και της υποβάθμισης των σχολών ξεναγών».