Με την Ευρώπη, ή με τις ΗΠΑ;- Θέλουμε να τελειώσει ο πόλεμος;
Τις τελευταίες ημέρες αναδεικνύεται εντονότερα η μεγάλη απόκκλιση προθέσεων και επιδιώξεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ουκρανική κρίση. Έως ένα βαθμό είναι λογικό: οι συνέπειες του πολέμου και το ενεργειακό σοκ τιμών επηρεάζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και απειλεί να προκαλέσει ακόμα και σοβαρές κοινωνικές ταραχές και πολιτικές ανακατατάξεις.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η Ε.Ε αναζητεί εναγωνίως τρόπο να τερματιστεί ο πόλεμος ώστε η ενεργειακή κρίση να είναι σχετικά σύντομα αναστρέψιμη. Στην πρόσφατη συνάντηση του Εμανουέλ Μακρόν με τον Όλαφ Σολτς, αμφότεροι κατέστησαν σαφές -ο Γάλλος πρόεδρος, είναι αλήθεια, περισσότερο- πως η Ευρώπη δεν επιθυμεί την καταστροφή της Ρωσίας. Προφανώς, ούτε καν την κατεδάφιση του καθεστώτος Πούτιν. Το Παρίσι κρατά ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα, το ίδιο και ο Μάριο Ντράγκι, ενώ αρκετοί ανατολικοευρωπαίοι ηγέτες, με πρώτο τον Βίκτο Όρμπαν, προβάλλουν εμπόδια στο 6ο πακέτο κυρώσεων στη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, επιδίωξη της Ευρώπης είναι να αναζωογονηθούν οι διαπραγματεύσεις και να υπάρξει ειρήνευση, παρά το γεγονός πως δεν προχωρά με ταχύτητα προς αυτή την κατεύθυνση. Η παρέμβαση Μακρόν για μία “ευρωπαϊκή πολιτική οντότητα” (που θα περιλαμβάνει και το Ηνωμένο Βασίλειο) κινείται προς τα εκεί.
Από την άλλη, η Ουάσιγκτον έχει εντελώς διαφορετική επιδίωξη. Μεταβάλλει με ταχύτητα τον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας σε πόλεμο ΗΠΑ (Δύσης)- Ρωσίας και στοχεύει στην συρρίκνωση της γεωπολιτικής ισχύος της Μόσχας. Για την διοίκηση Μπάϊντεν, ο τριπολικός κόσμος (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) πρέπει να αναδιαταχθεί και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προσφέρει την μοναδική ευκαιρία “να τελειώνουμε με τον Πούτιν και την Ρωσία”. Γι αυτό, άλλωστε, αποφάσισε το κολοσσιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα των 40 δισ. για την Ουκρανία και πιέζει τους συμμάχους του να στείλουν περισσότερα όπλα στο Κίεβο. Η Ελλάδα είναι εξ εκείνων των χωρών που δέχονται τέτοιες πιέσεις και, όπως αποκαλύπτει η Berliner Zeitung, ζητείται από την Αθήνα να στείλει τανκς και αντιαεροπορικά συστήματα ανατολικογερμανικής κατασκευής που διαθέτουν οι ένοπλες δυνάμεις.
Ο σκοπός της Ουάσιγκτον είναι η χρονική επιμήκυνση του πολέμου, η στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, ώστε να μπορεί να αντέξει έναν πόλεμο μακράς διαρκείας (ένα νέο αντίστροφο Αφγανιστάν “δια αντιπροσώπου”), η συγκέντρωση μεγάλων νατοϊκών δυνάμεων στην περιοχή, η ένταξη χωρών, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία στο ΝΑΤΟ, και η δημιουργίας μιας μέγγενης στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.
Οι ΗΠΑ δεν υφίστανται ευθέως και, πάντως, όχι στον βαθμό που υφίσταται η Ευρώπη τις οικονομικές συνέπειες του πολέμου, άρα μπορούν να αντέξουν και, κυρίως, διαθέτουν τα εργαλεία των επιτοκίων και της χρηματοδότησης για να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά προβλήματα.
Τούτων δοθέντων, καταλήγουμε στο ερώτημα- υπόθεση εργασίας: Η Ελλάδα, ως μέλος της Ε.Ε, συμμερίζεται τις προθέσεις -έστω αυτές τις αμήχανες και με χαμηλά αντανακλαστικά- του Μακρόν και άλλων ευρωπαϊκών κρατών για την ανάγκη τερματισμού του πολέμου, ή υιοθετεί την στρατηγική της Ουάσιγκτον για την συνέχισή του μέχρι την εξόντωση του Πούτιν και της Ρωσίας;
Εφόσον υιοθετεί την πρώτη προσέγγιση δεν πρέπει να υποχωρήσει στις αμερικανικές πιέσεις και να γίνει μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που θα στείλουν ακόμα περισσότερα όπλα στην Ουκρανία. Κάτι τέτοιο εμπλέκει την Ελλάδα ακόμα πιο βαθιά στον πόλεμο με ότι αυτό σημαίνει. Επίσης, αφήνει ορθάνοιχτο το πεδίο της διαμεσολάβησης στην Τουρκία και έμμεσα δρα ενισχυτικά του γεωπολιτικού της ρόλου.
Ιδιαίτερα, εάν επιβεβαιωθεί το δημοσίευμα της Wall Street Journal και η “επιτήδεια ουδέτερη” Τουρκία άρει τον αποκλεισμό της και εκκινήσει η διαδικασία προμήθειας αμερικανικών F-16, η ζημία για εμάς θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Θα έχουμε υιοθετήσει πλήρως την αμερικανική στρατηγική, θα έχουμε απομακρυνθεί από την ευρωπαϊκή (κυρίως γαλλική) στρατηγική του απεγκλωβισμού από τον πόλεμο και τις συνέπειές του, θα υφιστάμεθα τις φαραωνικές επιπτώσεις, αλλά την ίδια ώρα δεν θα έχουμε εισπράξει ικανά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ και θα παρακολουθούμε τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις να ενισχύονται. Ίσως και σε βάρος μας, εφόσον όσα αποκαλύπτονται μπορεί να οδηγήσουν σε ανατροπή του “ισοζυγίου ισχύος” στο Αιγαίο, αυτό που επιτύχαμε μετά την αγορά των Rafale.
Ποιά είναι εν τέλει η σωστή πλευρά της ιστορίας;