“Ο Ζακ Κωστόπουλος πέθανε στα χέρια του κρατικού μηχανισμού”
Με τις αγορεύσεις των δικηγόρων συνεχίστηκε σήμερα στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο η δίκη των δύο καταστηματαρχών και των τεσσάρων αστυνομικών για το φονικό λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου στον πεζόδρομο της οδού Γλάδστωνος, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2018.
Στην προηγούμενη συνεδρίαση ο εισαγγελέας υπέβαλε την πρότασή του και υπέπεσε στην αγεφύρωτη αντίφαση του εισαγγελέα ότι οι δύο πολίτες έδρασαν μεν με πρόθεση να σκοτώσουν αλλά την ίδια στιγμή σκότωσαν από αμέλεια και απερισκεψία, αποβλέποντας στην ευνοϊκή ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων, ενώ ισχυρίστηκε επίσης ότι οι αστυνομικοί «ενήργησαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους».
«Με την απόφαση σας θα γράψετε ιστορία, το ερώτημα είναι ποιά ιστορία θέλετε να γράψετε» τόνισε σήμερα η συνήγορος της πολιτικής αγωγής, Κλειώ Παπαπαντολέων, διαφωνώντας με την εισαγγελική πρόταση, τόσο για την απόρριψη του αιτήματος μεταβολής κατηγορίας όσο και για την απαλλαγή των αστυνομικών. «Πρέπει να αποδώσετε εσείς Δικαιοσύνη. Πρέπει να θέσετε εσείς ένα ανάχωμα στον κοινωνικό κανιβαλισμό, πρέπει να καταδικάσετε όλους τους κατηγορούμενους σύμφωνα με τα ειδικότερα που σας έχουμε πει. Για σας είναι μονόδρομος και η μόνη ορθή απονομή Δικαιοσύνης θα είναι η αυστηρή τιμωρία των κατηγορουμένων» σημείωσε.
Και θύμισε πως κατά τη διάρκεια της δίκης ο θανών λοιδορήθηκε και ευτελίστηκε ξανά και ξανά. «Επανειλημμένα γίναμε μάρτυρες μιας αδιάκοπης και συντονισμένης προσπάθειας να αποδομηθεί η προσωπικότητα του θανόντος, να υποτιμηθεί η ζωή και οι επιλογές του, να επισκιαστεί η ταυτότητά του από εικαζόμενα, ή πιθανολογούμενα ή και ψευδή σενάρια και εκδοχές. Ήταν διαρκής η προσπάθεια απόκρυψης και μεταστροφής της πραγματικότητας και πλήρους μετατόπισης των βαρύτατων ποινικών ευθυνών των κατηγορουμένων προς τον θανόντα. Λειτουργήσαμε εδώ όχι μόνο ως υποστήριξη της κατηγορίας για έναν άνθρωπο που θανατώθηκε τόσο βίαια αλλά και ως υπεράσπιση ενός κατηγορούμενου μετά θάνατον».
Η δικηγόρος υπογράμμισε πως «η υπεράσπιση, στο σύνολό της, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς διαφοροποιήσεις, αλλά με μια ενιαία συμπαγή υπερασπιστική γραμμή, υποστήριξε τη θέση ότι ο Ζακ Κωστόπουλος πέθανε για κάποιο λόγο άγνωστο, απροσδιόριστο, δυσδιάγνωστο, αόριστο ή και μεταφυσικό. Κάτι έγινε και πέθανε. Και εάν δεν ήταν τοξικομανής, μπορεί να ήταν αλκοολικός, και αν όχι αλκοολικός, ήταν οπωσδήπτοε φιλάσθενος. Και μπορεί τελικά να ήταν προδιαγεγραμμένο να πεθάνει εκείνη την ώρα και μέρα, ή αλλιώς μπορεί και να αυτοκτόνησε, να σκόνταψε στα τζάμια και να πέθανε ή να πέθανε από χαμηλό αιματοκρίτη. Ακούσαμε ακόμα ότι μπορεί και να έφταιγε ο ιατροδικαστής και να τραυμάτισε το στέλεχος του εγκεφάλου του θανόντος κατά τη νεκροτομή. Και ότι σε κάθε περίπτωση η ζωή του, έτσι παρεκκλίνουσα ή διαφορετική και κάπως ξενική, έχει μειωμένη αξία και γι’ αυτό δικαιούται και μειωμένη προστασία».
«Στέρεες, συμπαγείς, αποδείξεις για την αλήθεια»
Όμως, η ίδια επικαλέστηκε μαρτυρίες και στοιχεία, «στέρεες, συμπαγείς αποδείξεις για να διαγνώσετε την αλήθεια, και αυτές είναι όχι μόνο οι καταθέσεις των αυτοπτών και λοιπών μαρτύρων αλλά δύο βαρύνουσας σημασίας αποδεικτικά μέσα: αφενός τις ιατροδικαστικές εκθέσεις και καταθέσεις γιατρών και ιατροδικαστών και αφετέρου το ψηφιακό, βιντεοληπτικό υλικό. Έχει το δικαστήριο σας τη σπάνια δυνατότητα να γίνει το ίδιο αυτόπτης μάρτυρας της εγκληματικής συμπεριφοράς που δικάζει. Να γίνει το ίδιο αδιάψευστος μάρτυρας του εγκλήματος που τελέστηκε σε κοινή θέα και δεν μπορείτε να πάτε πίσω ή πέρα από την εικόνα που βλέπετε, δεν μπορείτε πάρα να εμπιστευτείτε αυτό που βλέπετε.
»Και αυτό που βλέπετε είναι το άγριο, βίαιο λιντσάρισμα ενός αβοήθητου προσώπου. Είναι ένα ξέφρενο πάρτυ βίας. Και ταυτόχρονα βλέπετε την παταγώδη και θλιβερή αποτυχία του κρατικού μηχανισμού, τόσο όσον αφορά την υπέρβαση των αστυνομικών οργάνων όσο και του ΕΚΑΒ να πράξει τα δέοντα και να προστατεύσει στοιχειωδώς τη ζωή ενός ανθρώπου. Εννέα αστυνομικοί άφησαν ανενόχλητους τους δράστες του βίαιου εγκλήματος να αλωνίζουν, να καθαρίζουν και να πετάνε κυριολεκτικά στα σκουπίδια πειστήρια, γιατί έπρεπε να συλλάβουν το ημιθανές θύμα. Δύο διασώστες του ΕΚΑΒ που βρέθηκαν στο σημείο, ο ένας προϊστάμενος, έκατσε να πιει τελικά καφέ στο Βενέτη όπως κατέθεσε ενώπιον σας για να μην παρεξηγηθεί ο συνάδελφος και ο άλλος περιφερόταν ασκόπως βάζοντας τσιρότα. Ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος πέθανε στα χέρια του κρατικού μηχανισμού».
Στην αγόρευσή της κ. Παπαπαντολέων επεσήμανε πως δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως όταν το θύμα «εισήλθε, υπό πράγματι ασαφείς συνθήκες, μέσα στο κοσμηματοπωλείο, ήταν ένα πρόσωπο εντελώς ακίνδυνο, που ζητούσε βοήθεια, ήταν ένας άνθρωπος τρομαγμένος. Ήδη κατά το βούλευμα, αλλά και μετά την πολύμηνη ακροαματική διαδικασία ενώπιόν σας, δεν νομίζω ότι καταλείπεται επίσης καμία αμφιβολία ότι καμία κλοπή και καμία ληστεία ούτε σχεδιάστηκε ούτε ποτέ τελέστηκε όπως γνώριζαν οι κατηγορούμενοι πολύ καλά και κατέθεσαν κατά την απολογία τους».
Στη συνέχεια η συνήγορος αναφέρθηκε στους δύο καταστηματάρχες και σε αποδείξεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τα παρακάτω κρίσιμα γεγονότα:
- 1. Ότι η λυσσαλέα επίθεση σε βάρος του Ζαχαρία Κωστόπουλου ξεκίνησε ήδη πριν από το σπάσιμο του κάτω μέρους βιτρίνας από τους δύο πρώτους κατηγορούμενους, όταν ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος έθραυσε με την εκτόξευση μιας καρέκλας, όπως φαίνεται από το βίντεο του Πρώτου Θέματος, «το πάνω μέρος της βιτρίνας και πετούσε αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και μια πέτρα», όπως ομολόγησε ο ίδιος, «η οποία και χτύπησε τον θανόντα».
- 2. Ότι ο θανών ήταν ήδη χτυπημένος όταν ξεκίνησαν να τον κλωτσάνε με βία στο κεφάλι και
- 3. ότι το κάτω μέρος της βιτρίνας το έσπασαν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, όπως άλλωστε αποδέχεται και ο κ. εισαγγελέας στην πρότασή του.
«Να καταδικαστούν για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο»
Η κ. Παπαπαντολέων επανέφερε το αίτημα για μεταβολή της κατηγορίας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, που «είναι η μόνο ορθή υπαγωγή που μπορείτε να κάνετε δεδομένων των συντριπτικών αποδεικτικών στοιχείων που έχετε στη διάθεσή σας, θυμίζοντας όσα κατέθεσε ένας εκ των μαρτύρων: «Όταν επενέβηκα εγώ και ένας άλλος κύριος, ακούστηκε το ”όχι σταματήστε, θα το σκοτώσετε…”. Του είχαν ανοίξει την πόρτα για το θάνατο».
«Δεν γίνεται να καταφάσκουμε ότι έσπασαν τη βιτρίνα μόνοι τους, όπως αποδεικνύεται περίτρανα και από το ψηφιακό υλικό, και ταυτόχρονα να καταφάσκουμε ότι επιθυμούσαν την παραμονή του μέσα. Είναι παραδοχές αλληλοαποκλειόμενες. Είναι συλλογισμός εσωτερικά αντιφατικός. Εάν την έσπασαν, τότε τον δολοφόνησαν. Και επειδή την έσπασαν πρέπει να καταδικαστούν για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο. Οι κατηγορούμενοι πληρούν ιδεοτυπικά θα έλεγα όλους ανεξαιρέτως τους ενδείκτες που έχει διαμορφώσει η θεωρία και η πάγια νομολογία με τρόπο που θα μπορούσε να διδάσκεται για τον ενδεχόμενο δόλο στις Νομικές Σχολές. Έχω συνεπώς την άποψη ότι η μεταβολή της κατηγορίας, με τα αδιάσειστα στοιχεία που έχετε, είναι μονόδρομος» πρόσθεσε.
Μιλώντας για την ποινική ευθύνη των κατηγορούμενων αστυνομικών η δικηγόρος αναρωτήθηκε ρητορικά εάν το δικαστήριο θα προσπεράσει το πόρισμα της ΕΔΕ, που αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η προσπάθεια δέσμευσης του φερόμενου δράστη προκειμένου να εξουδετερωθεί γίνεται όχι με θεμιτή μέθοδο επέμβασης αλλά άσκοπη βία. […] Αποτυπώνεται περίτρανα από τα συλλεγέντα βίντεο ότι ο δράστης μέχρι τη στιγμή βρίσκεται στο έδαφος, όντας αδύναμος και ακίνδυνος, ενώ τελικώς «εγκαταλείπει» […] Οι αστυνομικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης[…] δεν κατόρθωσαν να δείξουν με τη συμπεριφορά τους σεβασμό στις κοινωνικές αξίες, με αποτέλεσμα να καταγραφεί η αρνητική εικόνα 9 αστυνομικών με φοβική και αγχώδη στάση πάνω από το αδρανοποιημένο σώμα του Ζαχαρία Κωστόπουλου». Το πόρισμα καταλήγει ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελέστηκαν αποτελούν «δημόσιο σκάνδαλο και έθιξαν σοβαρά το κύρος του Σώματος της ΕΛΑΣ».
«Θα βασιστείτε στις πανομοιότυπες απολογίες τους, στις οποίες σας είπαν ότι: α) έπρεπε να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος, β) δεν ξέραμε ότι είναι θύμα, παρότι ομολογούν ότι τον είδαν αιμόφυρτο, αναίσθητο και σοβαρά τραυματισμένο και γ) προέβαλε σθεναρή αντίσταση. Ποιος τα επιβεβαίωσε αυτά; Οι λοιποί αστυνομικοί που έκαναν μαζί τους τη σύλληψη, οι οποίοι όμως το διάστημα που ήρθαν εδώ και κατέθεσαν ήταν σε άλλη ποινική διαδικασία κατηγορούμενοι και ταυτόχρονα ομοίως πειθαρχικά ελεγχόμενοι με το ερώτημα της αργίας με απόλυση. Είναι αυτοί αξιόπιστοι μάρτυρες; Αυτοί έλκουν το ίδιο συμφέρον» σημείωσε.
Μήνυμα υπέρ της ασφάλειας και κατά της ανοχής στη βία
«Ακόμα και εάν το δικαστήριό σας δεν κρίνει ότι τελέστηκε το αδίκημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι τελέστηκε αυτό της επικίνδυνης σωματικής βλάβης: Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος θεμελιώδη σημασία έχει ο επικίνδυνος τρόπος τέλεσης της σωματικής βλάβης, που είναι ζήτημα πραγματικό και αντικειμενικό, καθώς είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Αυτό που αξιολογείται είναι όχι το επελθόν αποτέλεσμα αλλά ο τρόπος επενέργειας και οι συνολικές περιστάσεις» είπε σε άλλο σημείο της αγόρευσης.
Ενώ κλείνοντας ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής: «Το σήμα που πρέπει να δώσει το δικαστήριο σας είναι ότι δεν υπάρχει ανοχή στην αστυνομική βία, δεν υπάρχει ανοχή απέναντι στη βαριά αντικοινωνική βία. Η ελληνική κοινωνία και ελληνική Πολιτεία έχει πληρώσει βαρύ τίμημα από την αδράνεια του κρατικού μηχανισμού να επέμβει εγκαίρως και να τιμωρήσει χωρίς αμφιταλαντεύσεις και υποσημειώσεις, πράξεις βίας και αναφέρομαι στην Χρυσή Αυγή. Δεν μπορούμε να κάνουμε συνέχεια το ίδιο λάθος, κυρία πρόεδρε. Το μήνυμά σας πρέπει να είναι ότι η δικαστική εξουσία είναι πράγματι ο εγγυητής και η ασπίδα προστασίας της αξιοπρέπειας των ανθρώπων, και των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων. Το σήμα σας, το μήνυμα σας πρέπει να είναι η ασφάλεια. Και δεν υπάρχει ασφάλεια χωρίς δικαιοσύνη, δεν υπάρχει ασφάλεια με ατιμωρησία, δεν υπάρχει ασφάλεια αν ανά πάσα στιγμή είμαστε εκτεθειμένοι στο προσωπικό, κοινωνικό, πολιτικό ή ρατσιστικό ή το κοινωνικό μένος του καθενός. Δεν χρειάζεται να χαριστείτε δεν υπάρχει λόγος να χαριστείτε.
»Ή θα λειτουργήσετε λοιπόν ως δικλείδα ασφαλείας, όριο και τοίχος στις πάσης φύσεως αυθαιρεσίες, όπως είναι ο ρόλος σας στην οργανωμένη πολιτεία, ή θα είναι σαν να ροκανίζετε την ίδια την καρέκλα που κάθεστε. Παραφράζοντας τον Χανς Κέλσεν στο εξαιρετικό του βιβλίο του “Τί είναι δικαιοσύνη”, η δικαιοσύνη, όπως και η δημοκρατία, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της παραιτούμενη από αυτόν».
«Φοβόταν, πονούσε και πέθανε»
Η Άννυ Παπαρούσου, επίσης συνήγορος της πολιτικής αγωγής, συμφώνησε με την κ. Παπαπαντολέων και υπενθύμισε επίσης πως μπροστά στο δικαστήριο έγινε «μια τρομερή προσπάθεια της υπεράσπισης αντιστροφής των ρόλων και καλούμαστε να ξαναέρθουμε πάλι στη βασική αρχή που είναι αυτό που βλέπουμε και αυτό που έχουμε να επεξεργαστούμε που καταλήγουν στις ίδιες βασικές παραδοχές που βλέπουνε τα μάτια μας. Πρόκειται για ένα άγριο λιντσάρισμα, για μια εξαιρετική βιαιότητα από τους κατηγορουμένους, σε έναν άνθρωπο που εγκλωβίστηκε στο κατάστημα της Γλάδστωνος, χωρίς να μπορούμε να μάθουμε την αλήθεια γιατί μπήκε εκεί, έχουμε τη μισή ιστορία, δεν γνωρίζουμε τους λόγους, αλλά έχουμε την ιστορία, έχουμε τα στοιχεία που μπορούν να κρίνουν τι έχει συμβεί και η απόφαση σας αυτή θα είναι ιστορική θα κρίνει για πολλά ζητήματα που έχουν σχέση με τον κοινωνικό κανιβαλισμό και είναι ένα θέμα κατά πόσο θα θέσει ανάχωμα σε αυτές τις συμπεριφορές, γιατί οι αποφάσεις έχουν και έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα. Εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού, και έχουν μια σημασία, μια αυταξία με τον τρόπου που λειτουργούν παράγοντας αποτελέσματα για την ελληνική κοινωνία».
«Θέλω να πω για την εισαγγελική ότι ο κ. εισαγγελέας προχώρησε σε ορισμένες ορθές παραδοχές και έχουμε πει τα ζητήματα που διαφωνούμε. Βασικό αίτημα της υπεράσπισης και της οικογένειας ήταν το αυτονόητο. Να αποδοθεί η κατηγορία. Δεν μπορεί να έχεις αυτά τα περιστατικά και να θέτεις μια κατηγορία […] αναντίστοιχη με τα πραγματικά δεδομένα και νομοτυπικά χαρακτηριστικά» συμπλήρωσε. Και αναφέρθηκε στην υπόθεση Χέντερσον, που ξυλοκοπήθηκε ανηλεώς σε μπαρ της Ζακύνθου. «Τον σκότωσαν και αυτόν στο ξύλο κυριολεκτικά.Εδώ η κατηγορία ήταν εξαρχής ανθρωποκτονία από πρόθεση. Καταδικάστηκαν για βαριά σκοπούμενη, όμως ο εισαγγελέας αμέσως μόλις είδε την υπόθεση έκανε έφεση με το εξής σκεπτικό: “Προέκυψε οτι το θύμα υπέστη έναν ανηλεή ξυλοδαρμό που προσομοιάζει με το λεγόμενο λιντσάρισμα στο τέλος της καταδίωξης αν δεν κατάφερνε να ξεφύγει θα ήταν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο νεκρός”».
Η δικηγόρος εξήγησε πως «από τη στιγμή που σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση οι δράστες γνώριζαν ότι ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος δεν ήταν εκεί για να ληστέψει, αυτή η ασυγκράτητη οργή αυτό το απύθμενο μίσος, έχει μια άλλη βάση ξεκινάει από κάπου αλλού, είναι αυτό που λέει ο κ. Χριστόπουλος, ότι «στερεοτυπικά προσεγγίζουν το θύμα, είναι ένα πρεζόνι, ένας κλέφτης, μια αδερφή». Και από τις αναρτήσεις του δεύτερου κατηγορούμενου που επιχαίρει για τον τραυματισμό του Δημήτρη Μπουτάρη και λέει «έτσι γ…νε οι Πόντιοι». Περιστατικά που μαρτυρούν μια ομοβοφική συγκρότηση και μια συγκεκρμένη κατευθυνση ζωής, το άλλο twitter που πλέον έχει αποκηρύξει, υπάρχουν πιο σαφείς αναφορές, ταυτίζονται και με ένα ψυχογράφημα που μπορέσαμε να κάνουμε με την κατάθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου σας. Διαφωνούμε με την πρόταση του κυρίου εισαγγελέα να απαλλαγούν οι αστυνομικοί. Θα αποτελέσει μια τέτοια απόφαση μια διαιώνιση της ατιμωρησίας»
Στη συνέχεια της αγόρευσής της η κ. Παπαρούσου μίλησε για το τι «αισθάνεται ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος στα χέρια των αστυνομικών; Φόβο, πόνο, απόγνωση, τρόμο, φόβο θανάτου. Αυτά είναι δεδομένα που επιβεβαίωσε η Μ.. Αυτά πρέπει να τα συγκρίνετε με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς περί αντίστασης, ίσως, πιθανολογούμε, και μάλλον με τη λογική επεξεργασία των περιστατικών έτσι να αισθανόταν. Φοβόταν, πονούσε και πέθανε. Ένα άλλο ζήτημα που έδωσε τον τόνο από την αρχή είναι το μαχαίρι που έφερε ο κατηγορούμενος. Ήταν το μαχαίρι, εγώ δεν τον γνώριζα, δεν είχα την τύχη να τον γνωρίζω, αλλά οι φίλοι του και η οικογένεια του είπαν από την αρχή ότι αποκλείεται να κρατούσε μαχαίρι».
«Μην κλείνετε τα μάτια…»
«Δεν κρατούσε κανένα μαχαίρι μέσα στο κατάστημα, το διέγνωσε και ο κ. εισαγγελέας. Στα χέρια του βρέθηκε μετά, κάποιος του το έβαλε, ή πετάχτηκε εν πάση περιπτώσει το μαχαίρι αυτό δεν το κράτησε καθόλου ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος στα χέρια του. Οι μάρτυρες που καταθέτουν για το μαχαίρι είναι οι μάρτυρες της γειτονιάς. Ανήκουν σε αυτό το γκέτο. Καταρχήν, την πληροφορία για Ε52 τη δίνει ο άνθρωπος με το κίτρινο μπλουζάκι, με το όνομα «Τριανταφυλλίδης», ψεύτικο όνομα. Ο άνδρας αυτός είναι σε θέση να γνωρίζει ότι δεν πρόκεται για ληστεία με μαχαίρι. Βέβαια δίνει αυτή την πληροφορία» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Θύμισε επίσης πως «ο Κωστόπουλος δεν πήρε τίποτα από το κατάστημα και αυτή είναι μια παράδοξη πόρτα. Ο Ζαχαρίας δεν πήρε τίποτα από το κοσμηματοπωλείο. Το κατάστημα αποτελεί και τον κύριο πόλο της απολογίας του. Αναφέρεται 20 φόρες στο κατάστημα και ελάχιστες φορές στον νεκρό. Στην από 21/9/18 κατάθεση του στις 5 πριν να κυλοφορήσει το βίντεο ενώπιον του αστυνομικού Χ. καταθέτει: “«Στην προσπάθεια του δράστη να περάσει από τη σπασμένη τζαμαρία, τραυματίστηκε και ακινητοποιήθηκε από πολίτες”. Την ίδια ώρα σκουπίζει το κατάστημα και δίνει συνεντεύξεις στην τηλεόραση με πανομοιότυπο τρόπο, ότι δηλαδή κάποιος μπήκε μέσα και κόπηκε.
»Αυτά τα περιστατικά αποτυπώνουν και τη μεταγενέστερη συμπεριφορά ως ενδείκτη του δόλου αλλά και το γεγονός της συναίσθησης που είχε πως εγκαταστάθηκε στην ψυχή του και πως το παγιοποίησε θεωρώντας ότι κανείς δεν πρόκειται να τον κατηγορήσει από τους παρευρισκόμενους. Αυτό εμπεριέχει μια σιγουριά, το να τα λες αυτά δημόσια, ότι κανένας δεν πρόκειται να καταθέσει τι πραγματικά έκανες. Υπάρχει η άλλη εκδοχή να πει ότι όχι δεν έκανε και τίποτα σπουδαίο και οι δύο εκδοχές συνηγορούν σε μια αποτύπωση της προσωπικότητας και σε μια επίρρωση της ποινικής του ευθύνης».
«Τον σκότωσαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο του κατέφεραν ανηλεή χτυπήματα ποιος μπορεί να το αμφιβητήσει; Εγώ θέλω να καλέσω το δικαστήριό σας να μην κλείνετε τα μάτια. Είναι τα λόγια που έλεγε ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος έξω από το “Βενέτη”» σημείωσε η κ. Παπαρούσου.
Η συνεδρίαση συνεχίζεται με την αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης ενός εκ των κατηγορούμενων, του Χαράλαμπου Αναγνωστόπουλου.
πηγή: efsyn.gr