Ανισότητες και κατώτατος μισθός
Η αντίληψη που ενέπνευσε τις κοινωνικές και συνδικαλιστικές διεκδικήσεις για την θεσμοθέτηση του κατώτατου μισθού σε εθνικό επίπεδο στην Ευρώπη ήταν η αποτροπή χαμηλού επιπέδου μισθών στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας καθώς και η πλήρης εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων σε ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων που απασχολούνται σε συνθήκες ευέλικτων μορφών απασχόλησης, χαμηλών αμοιβών και εργασιακής ανασφάλειας.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση
Στην κατεύθυνση αυτή, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, σε εθνικό επίπεδο στην Ευρώπη ο κατώτατος μισθός καλείται:
α) να περιορίσει τις μισθολογικές ανισότητες,
β) να εξασφαλίσει ένα επίπεδο αμοιβών κοινωνικά αποδεκτό και γ) να κατοχυρώσει, διαμέσου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, χωρίς την κρατική παρέμβαση, μεταξύ των κοινωνικών συνομιλητών τόσο το ύψος, τα εργασιακά και τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, όσο και την βελτίωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού και των μισθών γενικότερα.
- Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, ύστερα από δεκαετίες διμερούς συλλογικής διαπραγμάτευσης των κοινωνικών συνομιλητών για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, τα Μνημόνια 2 και 3 καταργούν στην πράξη την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), προβλέποντας νομοθετικά τον καθορισμό του από την κυβέρνηση μετά από μία διαβούλευση των κοινωνικών συνομιλητών.
Στις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου επιβάλλεται (Μνημόνιο 2,Φεβρουάριος 2012) ονομαστική μείωση στις κατώτατες αποδοχές πρωτοφανούς εύρους, 22% στον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο και 32% αντίστοιχα για νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών, με αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός να διαμορφώνεται στο επίπεδο των 586,08 ευρώ (μεικτά), (510,95 ευρώ (μεικτά) για νέους κάτω των 25 ετών) από 739 ευρώ (μεικτά) το 2010 και 770,92 ευρώ (μεικτά), σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ πριν από το Μνημόνιο 2.
Παράλληλα, κατά την περίοδο 2010-2013 σημειώθηκε μία σημαντική καθίζηση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, δεδομένου ότι ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 25,9% και κατά 35,4% για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014). Έτσι, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα κατά την Μνημονιακή περίοδο των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης, μετατρέπεται βίαια από « εργαλείο» προστασίας των χαμηλά αμειβόμενων σε πολιτική ανισοκατανομής, μεταξύ των άλλων, του εισοδήματος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα προς όφελος της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Παράλληλα παρατηρείται ότι σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2008, που είναι θεσμοθετημένος ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο, ανακόπτονται οι πραγματικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, επιδεινώνοντας το επίπεδο της αγοραστικής δύναμης λόγω της σημαντικής αύξησης των τιμών σε βασικά είδη κατανάλωσης, η οποία δεν αντισταθμίστηκε από αντίστοιχες αυξήσεις του κατώτατου μισθού (Schulten T., 2009), με αποτέλεσμα την αύξηση των μισθολογικών ανισοτήτων.
Σήμερα, μετά την απελθούσα δεκαετία (2009-2019) της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα, κατά την οποία ο κατώτατος μισθός, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, υπέστη σε ονομαστικούς και πραγματικούς όρους σημαντική καθίζηση καθώς και κατά την τρέχουσα, από τις αρχές του 2020, υγειονομική κρίση του Covid-19 και τις σοβαρές παρενέργειες της στους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς, τις αγορές εργασίας, τις αμοιβές και τους κατώτατους μισθούς στην χώρα μας και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεξάγεται στην χώρα μας η σχετική διαβούλευση για την αύξηση από 1/5/2022 του κατώτατου μισθού των 663 ευρώ (μεικτά).
- Αξίζει να σημειωθεί ότι το σημερινό επίπεδο του κατώτατου μισθού στην χώρα μας αντιστοιχεί περίπου σε ονομαστικούς όρους με το επίπεδο του κατώτατου μισθού του δεύτερου εξαμήνου του 2007 (657,89 ευρώ-μεικτά). Επιπλέον, κατά το 2022 η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομία καθώς και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων πλήττονται από τις ανησυχητικές πληθωριστικές πιέσεις ( Ελλάδα-Δεκέμβριος 2021 5,1%, Ιανουάριος 2022 6,2%, Φεβρουάριος 2022 7,2% και Μάρτιος 2022 8,9%) λόγω των ανατιμήσεων των ενεργειακών προϊόντων, των πρώτων υλών, των βασικών αγαθών παραγωγής και διατροφής, από την πλευρά της προσφοράς, μετά τον πρώτο μήνα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα να απειλούνται σοβαρά η βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και το επίπεδο της αγοραστικής δύναμης των χαμηλόμισθων και γενικότερα των νοικοκυριών.
Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με σχετική έρευνα (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ,2022) η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού τον Δεκέμβριο του 2021 ανήλθε στο επίπεδο του 10,4%, του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ανήλθε στο επίπεδο του 13,7% και του μέσου μηνιαίου ατομικού εισοδήματος ανήλθε στο επίπεδο του 7% σε ετήσια βάση.
Με αφετηρία τα δεδομένα αυτά, η ΓΣΕΕ κατά την φάση της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς συνομιλητές και της πρόσφατης(6/4/22) πανελλαδικής απεργιακής κινητοποίησης, διεκδικεί την αύξηση του κατώτατου μισθού στο επίπεδο των 751 ευρώ (+13%) καθώς και την νομοθέτηση της απόλυτης ευθύνης του καθορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς συνομιλητές μέσω της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της υπογραφής της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).
Αυτό σημαίνει ότι εάν η κυβέρνηση νομοθετήσει μία αύξηση του κατώτατου μισθού που θα αντιστοιχεί για παράδειγμα στο επίπεδο του 50% της προαναφερόμενης πρότασης της ΓΣΕΕ και σε ονομαστικούς όρους θα προσεγγίσει τα 700 ευρώ (μεικτά)(Βήμα,3/4/2022), τότε για ένα σημαντικό τμήμα των εργαζομένων θα παραταθεί πέραν της 10ετίας η επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος τους και η διεύρυνση των μισθολογικών ανισοτήτων, αποκλείνοντας περαιτέρω από τους αντίστοιχους μέσους όρους των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κι’ αυτό γιατί η προαναφερόμενη αύξηση, αποκλίνουσα σημαντικά από το μέσο επίπεδο πληθωρισμού του έτους, θα αδυνατεί να καλύψει τόσο την τρέχουσα απώλεια της αγοραστικής δύναμης, όσο και αυτής που σημειώθηκε εξαιτίας των σωρευτικών μειώσεων του κατώτατου μισθού και των μισθών γενικότερα στην χώρα μας.
* Ομ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου