Στις καλένδες η απολιγνιτοποίηση- Πώς οι ευρωπαϊκές χώρες επιστρέφουν στον άνθρακα λόγω των κυρώσεων στη Ρωσία
“Με την απόσυρση από το σύστημα μέσα στο 2020 των δύο μονάδων του Αμυνταίου ανοίγει ο κύκλος της απολιγνιτοποίησης, για να κλείσει σταδιακά το 2023 με το σβήσιμο όλων των εν λειτουργία μονάδων συνολικής ισχύος 3,34 GV. Μετά το 2024 και μέχρι το 2028 η μοναδική λιγνιτική μονάδα που θα παραμείνει στο σύστημα θα είναι η νέα μονάδα της Πτολεμαΐδας (V) η οποία θα ενταχθεί το 2022, αν και η ΔΕΗ εξακολουθεί να μελετά τη μετατροπή της για να λειτουργήσει με άλλο καύσιμο”. Αυτή ήταν η στρατηγική της χώρας σύμφωνα με το ακριβές πρόγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ που περιλαμβανόταν στο νέο business plan που ενέκρινε στα μέσα Δεκεμβρίου του 2019 η διοίκηση της εταιρείας.
Δύο χρόνια μετά και με την οξύτατη ενεργειακή κρίση που είχε ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του καλοκαιριού του 2021, η στρατηγική αυτή άλλαξε άρδην. Όπως έγινε γνωστό στα τέλη Δεκεμβρίου του περασμένου έτους, κι αφού οι τιμές ενέργειας είχαν αρχίσει να εκτοξεύονται από το φθινόπωρο, ανακοινώθηκε πως ο λιγνίτης θα είναι απαραίτητος μέχρι το 2025, για την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, αλλά και δύο πετρελαϊκές μονάδες της Κρήτης μέχρι και το 2024 όταν θα λειτουργήσει η μεγάλη ηλεκτρική διασύνδεση με την Αττική.
Αυτό προκύπτει σαφώς από την υπουργική απόφαση που ανήρτησε στα τέλη Δεκεμβρίου (σύμφωνα με ρεπορτάζ της “Καθημερινής”) στη «Διαύγεια» το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία, κάνοντας αποδεκτό σχετικό αίτημα της ΔΕΗ, παρατείνει τις ώρες λειτουργίας 7 λιγνιτικών μονάδων (Αγ. Δημήτριος 1, 2, 3, 4 και 5, Μελίτη και Μεγαλόπολη 4) και των πετρελαϊκών μονάδων του ΑΗΣ Αθερινόλακκου στην Κρήτη, βάζοντας ουσιαστικά στον πάγο το πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης.
Τόσο το αίτημα της ΔΕΗ και το σκεπτικό που το συνοδεύει, όσο και η υιοθέτησή του από το ΥΠΕΝ συνιστούν έμμεση παραδοχή της μη ετοιμότητας της χώρας -όπως σημείωνε η εφημερίδα- για τον εξοβελισμό του λιγνίτη από το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2023, κάτι που ανέδειξε και η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η οποία κατέστησε τον άνθρακα και το πετρέλαιο φθηνότερη πρώτη ύλη από το φυσικό αέριο.
Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες πηγές, η εμπειρία και της ενεργειακής κρίσης υποχρεώνει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να ξαναδεί με πιο ρεαλιστική ματιά τη στρατηγική της ενεργειακής μετάβασης στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ). Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση ανέδειξε όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά συνολικά για την Ευρώπη ότι ο σχεδιασμός της ενεργειακής μετάβασης δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του την παράμετρο κόστους και ασφάλειας εφοδιασμού.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας -μαζί με το μπλοκάρισμα των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που αποφάσισαν οι ΗΠΑ- επιδείνωσαν την ενεργειακή κρίση σε βαθμό που να κλυδωνίζονται οι ευρωπαϊκές οικονομίες, παρά το γεγονός πως μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία κ.ά) έχουν καταστήσει σαφές πως δεν σκοπεύουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, να απαγορεύσουν την εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, η παράταση των ωρών λειτουργίας κατά παρέκκλιση ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής οδηγίας σε σχέση με την έκλυση εκπομπών ρύπων, τόσο των λιγνιτικών μονάδων όσο και των δύο πετρελαϊκών, κρίνεται απαραίτητη για την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, ιδίως κατά τις χρονικές περιόδους ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Οι εν λόγω μονάδες λειτουργούν ήδη σε καθεστώς παρέκκλισης της ευρωπαϊκής οδηγίας, έχοντας περιορίσει σημαντικά τον επιτρεπόμενο χρόνο λειτουργίας τους που διασφάλισαν με προηγούμενες υπουργικές αποφάσεις.
“Δουλεύουν στο φουλ”
Για τη μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση της ιστορίας έκανε λόγο ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας προ ημερών στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ και πρόσθεσε ότι αυτή η κατάσταση των αυξήσεων στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία, δεν αντιμετωπίζεται από ένα κράτος μόνο του.
Ο υπουργός χαρακτήρισε λαϊκισμό τους ισχυρισμούς πως η τιμή στην ενέργεια αυξήθηκε στη χώρα μας γιατί έχουν κλείσει οι λιγνιτικές μονάδες. Εξήγησε ότι εκτός από μια μονάδα στην Καρδιά Αμυνταίου που έκλεισε το 2018, όλες οι άλλες λιγνιτικές μονάδες, δουλεύουν στο φουλ.
Ο ίδιος τόνισε ότι η απόφαση Μητσοτάκη για την απολιγνιτοποίηση αφορά το κλείσιμό τους το 2023 και δεν μπορεί κάτι που είναι να γίνει τότε, να επηρεάζει την τιμή τον Μάρτιο του 2022.
Ο υπουργός, σημείωσε ότι η κυβέρνηση κρατά την ψυχραιμία της και εμπιστεύεται την ΕΕ και κάλεσε τους πολίτες να σκεφτούν τι θα είχε γίνει αν η Ελλάδα είχε βρεθεί εκτός ευρωζώνης και έπρεπε να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση σε συνθήκες πληθωριστικής δραχμής.
Επιστροφή στον άνθρακα
Όπως αναφέρει το euractiv.gr, στο πλαίσιο της καταγραφής των αποφάσεων των ευρωπαϊκών κρατών, άρον-άρον οι περισσότερες χώρες αναστέλλουν τον σχεδιασμό απολιγνιτοποίησης.
Συγκεκριμένα, αρκετές χώρες της ΕΕ ανέστειλαν τα σχέδια σταδιακής κατάργησης του άνθρακα, καθώς βασίζονταν στις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Αντί για επενδύσεις σε υποδομές φυσικού αερίου, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή άλλες εναλλακτικές λύσεις, η επέκταση της εξόρυξης άνθρακα θεωρείται συχνά ως η υπ’ αριθμόν ένα επιλογή.
«Υπάρχει ένας προσωρινός ρόλος για τον άνθρακα, ο οποίος ελπίζαμε ότι θα βγει από το ενεργειακό μείγμα μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας. Αλλά θα παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Θα τον χρειαζόμαστε μέχρι να βρούμε εναλλακτικές πηγές. Μέχρι τότε, ακόμη και η πιο πράσινη κυβέρνηση δεν θα καταργήσει σταδιακά τον άνθρακα», δήλωσε ο Βάτσαλβ Μπαρτούσκα, Επίτροπος της τσεχικής κυβέρνησης για την ενεργειακή ασφάλεια, στον ειδησεογραφικό ιστότοπο Seznam Zprávy.
Η Τσεχική Δημοκρατία στήριξε τη στρατηγική της για την απεξάρτηση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο ως μεταβατική πηγή.
Με την τρέχουσα εξάρτηση κατά 90% από τις ρωσικές εισαγωγές, τα σχέδια αυτά έχουν ανατραπεί. Όπως έμαθε η EURACTIV Τσεχίας, αρκετές τσεχικές εταιρείες έχουν ήδη αποφασίσει να στραφούν από το φυσικό αέριο πίσω στον άνθρακα.
Στη Βουλγαρία, τα φιλόδοξα σχέδια για την κατασκευή ενός μεγάλου σταθμού ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο – ένα έργο που περιλαμβάνεται στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης – έχουν αποσυρθεί από το τραπέζι. Η χώρα είναι έτοιμη να διατηρήσει τη βιομηχανία άνθρακα μέχρι την κατασκευή τουλάχιστον δύο νέων πυρηνικών αντιδραστήρων.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο BBC, ο Επίτροπος της ΕΕ για την Πράσινη Συμφωνία Φρανς Τίμερμανς σημείωσε ότι οι χώρες θα μπορούσαν να παραμείνουν περισσότερο στον άνθρακα, εάν προχωρήσουν αμέσως σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντί του φυσικού αερίου. «Αυτό μπορεί ακόμα να είναι εντός των παραμέτρων που έχουμε θέσει για την πολιτική μας για το κλίμα», δήλωσε.
Ο ρόλος του άνθρακα συζητήθηκε επίσης από τη ρουμανική κυβέρνηση.
Όπως ενημέρωσε ο Ρουμάνος υπουργός Ενέργειας Βέρτζιλ Ποπέσκου, κανένα ορυχείο δεν θα ανοίξει ξανά στη Ρουμανία, αλλά η ικανότητα εξόρυξης άνθρακα θα αυξηθεί και μια νέα τουρμπίνα θα ξεκινήσει εκ νέου τη λειτουργία της. Ωστόσο, το μερίδιο του άνθρακα στο ρουμανικό ενεργειακό μείγμα δεν είναι τόσο υψηλό όσο στη Βουλγαρία ή την Τσεχική Δημοκρατία, όπου περίπου το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από άνθρακα.
Στη Γερμανία, η επαναλειτουργία των εγχώριων ανθρακωρυχείων είναι επίσης εκτός ημερήσιας διάταξης, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, πρόκειται να δημιουργηθούν στρατηγικά αποθέματα άνθρακα. Επιπλέον, ο γερμανικός οργανισμός ενεργειακών δικτύων έχει ζητήσει να παραμείνουν οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα της χώρας σε ετοιμότητα, εάν χρειαστεί.
Το 2017, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η έξοδος από τον άνθρακα θα πραγματοποιηθεί έως το 2025 στο πλαίσιο του εθνικού στρατηγικού σχεδίου της.
Αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία όμως, ο πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι έκανε στροφή και δήλωσε ότι «η επαναλειτουργία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα μπορεί να είναι απαραίτητη για την κάλυψη τυχόν ελλείψεων στο άμεσο μέλλον».
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας παραδέχεται ότι η στροφή στον άνθρακα είναι μια επιλογή.
«Εκτιμούμε ότι μια προσωρινή στροφή από το φυσικό αέριο στον άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας με καύση πετρελαίου θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση φυσικού αερίου για ενέργεια κατά περίπου 28 δισ. κυβικά μέτρα πριν υπάρξει συνολική αύξηση των εκπομπών που σχετίζονται με την ενέργεια στην ΕΕ», έγραψε ο οργανισμός στο σχέδιό του για τη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με τον οργανισμό, οι πρόσθετες 120 TWh στην παραγωγή με καύση άνθρακα θα μπορούσαν να μειώσουν τη ζήτηση φυσικού αερίου κατά 22 δισ. κυβικά μέτρα σε ένα έτος.
Παρόλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε τη μετάβαση από το φυσικό αέριο στον άνθρακα στο σχέδιο RePowerEU, προτείνοντας τη μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο κατά δύο τρίτα πριν από το τέλος του 2022.