Ο Ερντογάν (και) στις δύο πλευρές της Ιστορίας;
Σε 72 ώρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν με θέα τον Βόσπορο. Οι δύο πλευρές διαφωνούν ήδη ακόμα και ως προς την ατζέντα των συνομιλιών: η Αθήνα προσέρχεται με μοναδικό προς συζήτηση θέμα αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, η Άγκυρα ισχυρίζεται πως θα υποβάλει τον πλήρη κατάλογο αιτιάσεων περί ορίων των χωρικών υδάτων, αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, ακόμα και της νοτιοανατολικής Μεσογείου (τουρκολιβυκό σύμφωνο). Εκ πρώτης όψεως, οι συνομιλίες είναι ναρκοθετημένες από την πρόσφατη τουρκική επιθετικότητα και την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά.
Αναμφισβήτητα οι δύο χώρες δεν έχουν άλλη επιλογή, στην παρούσα, τουλάχιστον, φάση, παρά να προσποιηθούν ότι δεν αποκλείουν τον διάλογο. Η πρόσκληση Ερντογάν δεν θα μπορούσε να απορριφθεί από την ελληνική κυβέρνηση για ευνόητους λόγους. Η συνάντηση αυτή, ωστόσο, προσφέρει μεγαλύτερα πλεονεκτήματα στον Ταγίπ Ερντογάν απ΄ ότι στην Ελλάδα.
Είναι πολύ πιθανό να κερδίσουμε χρόνο και το επόμενο διάστημα η Τουρκία να κρατήσει σε ύφεση τις αναθεωρητικές της βλέψεις, θα ήταν, ωστόσο, σφάλμα εάν πιστέψουμε πως αυτό θα κρατήσει για πολύ.
Το γεγονός πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάϊντεν σπεύδει να συνομιλήσει τηλεφωνικά με τον Τούρκο πρόεδρο αποτελεί, σύμφωνα με τους αναλυτές, ένα θετικό σήμα αποδοχής της επιστροφής της Τουρκίας στην “δυτική νομιμότητα”. Εκείνο που θεωρείται βαρύνουσας σημασίας στην γεωπολιτική αντίληψη της Ουάσιγκτον είναι η (χθεσινή) επίσκεψη του προέδρου του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτζογκ στην Τουρκία και η προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων της Άγκυρας με τον στενότερο και σημαντικότερο σύμμαχο των ΗΠΑ.
Είναι αναμφίβολα εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Ταγίπ Ερντογάν ισορροπεί μεταξύ διαφορετικών γεωπολιτικών στρατοπέδων εξυπηρετώντας, πάντοτε, τον δικό του γεωπολιτικό σχεδιασμό. Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς πως η Τουρκία εγκαταλείπει τον αναθεωρητισμό της επειδή η Δύση καταδικάζει και αντιστέκεται στον αναθεωρητισμό του Βλαντιμίρ Πούτιν.Μία τέτοια ανάγνωση θα ήταν παρακινδυνευμένη και παραπλανητική.
Οι προβλέψεις περί ενός “απομονωμένου” Ερντογάν διαψεύδονται ηχηρά και ίσως πρέπει ορισμένοι να αναλογισθούν πόσο χρόνο έχασε η ελληνική εξωτερική πολιτική υπηρετώντας αυτή την καταφανώς λανθασμένη αντίληψη και πόσο διπλωματικό κεφάλαιο σπαταλήθηκε.
Στην σημερινή συγκυρία, εξαιτίας της ουκρανικής κρίσης, η Τουρκία κατορθώνει:
–Να αναγορεύεται από τον Ζελένσκι σε “μέρος της λύσης” και να προτείνεται, μαζί με τις ΗΠΑ, ως εγγυήτρια δύναμη μιας διπλωματικής διευθέτησης μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Προ ημερών, άλλωστε, ο Ουκρανός πρόεδρος έπλεξε το εγκώμιο του Τούρκου προέδρου.
–Να διατηρεί σχεδόν αλώβητες τις σχέσεις της με την Ρωσία και να φιλοξενεί στην Αττάλεια την πρώτη δημόσια διαμεσολαβητική προσπάθεια μεταξύ των υπουργών εξωτερικών των δύο πλευρών, παρουσία του Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
–Να αξιολογείται θετικά η συνεισφορά της από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε
–Να κλείνει σταδιακά το μέτωπο αντιπαράθεσης με το Ισραήλ και να βάζει στο τραπέζι ακόμα και τον φιλόδοξο σχεδιασμό για ενεργειακή συμμαχία με την Ιερουσαλήμ που θα περιλαμβάνει “οδεύσεις” μέσω της Τουρκίας για το φυσικό αέριο της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ανάλογες κινήσεις επιχειρεί, αν και προσώρας χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα, και με την Αίγυπτο.
Όλα τα παραπάνω η Τουρκία φαίνεται πως τα επιτυγχάνει χωρίς να συμμετάσχει στις κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας και χωρίς να κλείσει τον εναέριο χώρο της σε ρωσικά αεροσκάφη. Την ίδια ώρα διατηρεί στο ακέραιο τις εισαγωγές πρώτων υλών από τις δύο χώρες που βρίσκονται σε πολεμική σύρραξη, πουλάει όπλα (drones κ.ά) στην Ουκρανία, και ετοιμάζεται να υποδεχθεί εκατομμύρια Ρώσους τουρίστες, πιθανότατα περισσότερους από άλλες χρονιές καθώς θα την προτιμήσουν και όσοι δεν θα έρθουν στην Ελλάδα.
Αν και δεν βρίσκεται “στη σωστή πλευρά της Ιστορίας”, η Άγκυρα κατορθώνει να βρεθεί και στις δύο πλευρές κι αυτό να μην αποτελεί αφορμή μομφής αλλά πλεονέκτημα που αξιοποιείται, τόσο από την Δύση, όσο και από τη Ρωσία.
Η ελληνική διπλωματία πρέπει να προβληματιστεί για όλα αυτά και η ηττοπαθής αντίληψη ορισμένων περί του γεωπολιτικού βάρους της Τουρκίας μάλλον αποπροσανατολίζει. Διότι μπορεί η “γεωγραφία” να εξηγεί συχνά τους συσχετισμούς δυνάμεων, η αποδοχή, όμως, τετελεσμένων προκαλεί παραλυσία.
Η Ελλάδα οφείλει προφανώς να εξοπλίζεται (λελογισμένα και με βάση τις πραγματικές αντοχές της), δεν πρέπει, όμως, να σταματά εκεί. Υπάρχουν εμφανή κενά στον τρόπο με τον οποίο οι δυτικοί σύμμαχοι και εταίροι αντιλαμβάνονται τον ελληνικό ρόλο ως επικουρικό στοιχείο των σχεδιασμών τους. Τα διπλωματικά και γεωπολιτικά ανταλλάγματα που έχουμε λάβει δεν είναι επαρκή και η πιθανή μεταβολή των συσχετισμών όταν θα εκκινήσει η ουσιαστική διπλωματική διευθέτηση του Ουκρανικού ίσως να μην εξελιχθεί προς όφελός μας…