Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου μελετά ανάσυρση από το αρχείο της αναφοράς Βγενόπουλου κατά Θάνου
Το ενδεχόμενο ανάσυρσης από το αρχείο της μηνυτήριας αναφοράς του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου, ο οποίος είχε καταγγείλει απόπειρα εκβιασμού σε βάρος του έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, μελετούν τόσο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου όσο και εισαγγελέας Πρωτοδικών.
Σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται η «Εφημερίδα των Συντακτών», από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών διενεργούνται οι ενδεδειγμένες δικονομικές ενέργειες για την αντιμετώπιση του ζητήματος που προέκυψε μετά τη δημοσιοποίηση του ηχητικού ντοκουμέντου του εκλιπόντος επιχειρηματία σχετικά με τις σχηματισθείσες κατά το παρελθόν ποινικές δικογραφίες σε βάρος τής πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θάνου, και μιας γυναίκας επιχειρηματία, η οποία σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά τού επιχειρηματία είχε τον ρόλο του μεσάζοντα.
Κατά συνέπεια είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο, εφόσον πληρούνται οι δικονομικές προϋποθέσεις, να ανασυρθούν οι δικογραφίες από το αρχείο, γεγονός που θα σηματοδοτήσει νέο γύρο ερευνών.
Ωστόσο, με νέο άρθρο της η Βασιλική Θάνου απαντά: «Είναι ψευδέστατο ότι η κασέτα που “ξεθάφτηκε” και δημοσιοποιήθηκε μετά από έξι χρόνια επιβεβαιώνει δήθεν τη μήνυση Βγενόπουλου, όπως κάποιοι “στρατευμένοι” δημοσιογράφοι επιμένουν να λένε. Αντίθετα, ακούγεται επί 30 λεπτά ο ίδιος να προσπαθεί, με πιεστικό τρόπο και ανακριτικό ύφος να αποσπάσει από τη συνομιλήτριά του την απάντηση που εκείνος ήθελε να ακούσει, ότι δηλαδή αυτή δήθεν επικοινωνούσε μαζί μου, ότι εγώ δήθεν της έδινα πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις που τον ενδιέφεραν και ότι αυτή ενεργούσε εξ ονόματός μου και ζητούσε αντάλλαγμα. Γι’ αυτό άλλωστε ο μηνυτής Βγενόπουλος, ο οποίος ήταν δικηγόρος και μπορούσε να αξιολογήσει ο ίδιος τη σπουδαιότητα των αποδεικτικών μέσων που θα στήριζαν τη μήνυσή του, ούτε την προσκόμισε ούτε την επικαλέσθηκε όταν ένα μήνα αργότερα (Μάιος 2016) κατέθεσε τη μήνυσή του, γνωρίζοντας εξ άλλου ότι η κασέτα αυτή ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης (παράνομης καταγραφής) και ότι η χρήση αυτής επιτρέπεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και μόνο εάν το επιτρέψει το Δικαστήριο