Γαλλικό πρακτορείο: Γιατί η Τουρκία είναι πλέον «ελκυστική» για ευρωπαϊκές επενδύσεις
Η συναλλαγματική κρίση της Τουρκίας και η παγκόσμια κρίση εφοδιαστικής αλυσίδας καθιστά την Τουρκία «ελκυστική εναλλακτική λύση» στις πύλες της Ευρώπης για τις ξένες εταιρείες, αναφέρει σε εκτενές δημοσίευμά του το Γαλλικό Πρακτορείο.
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι η Τουρκία εκμεταλλεύεται το γεωγραφικό της πλεονέκτημα για να προσελκύσει εταιρείες καθώς το αυξανόμενο κόστος των θαλάσσιων μεταφορών και οι διακοπές στις αλυσίδες εφοδιασμού που σχετίζονται με την πανδημία ωθούν ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ασία.
Ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι πολιτικές του οποίου συνέβαλαν στην πτώση της λίρας, προώθησε ένα νέο σύνθημα για τις εξαγωγές: «Made in Turkiye», χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της χώρας αντί για το διεθνώς γνωστό «Made in Turkey».
Αλλά το όραμά του πρέπει να ξεπεράσει τις ανησυχίες για την περίπλοκη σχέση της Άγκυρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και την πολιτική αβεβαιότητα ενόψει των εκλογών του επόμενου έτους.
Παρόλα αυτά, οι εξαγωγές της Τουρκίας έφτασαν το ρεκόρ των 225,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, με στόχο τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023.
«Πολλές διεθνείς εταιρείες αναλαμβάνουν δράση για να προμηθεύονται περισσότερα από την Τουρκία», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μπουράκ Νταγλίογλου, επικεφαλής του γραφείου επενδύσεων της τουρκικής προεδρίας.
Είπε ότι η χώρα προσφέρει στις αυτοκινητοβιομηχανίες ή στις εταιρείες κλωστοϋφαντουργίας «μια ανταγωνιστική δεξαμενή ταλέντων, εξελιγμένες βιομηχανικές ικανότητες, καλά ανεπτυγμένες βιομηχανίες υπηρεσιών, τέλεια γεωγραφική θέση και υπερσύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή».
Η Ikea ανακοίνωσε πέρυσι ότι ήθελε να μεταφέρει μέρος της παραγωγής της στην Τουρκία.
Ο ιταλικός όμιλος ρούχων Benetton είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι θέλει να «αυξήσει τους όγκους παραγωγής σε χώρες πιο κοντά στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας».
Ο Πίτερ Γουόλτερς, αντιπρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Ολλανδίας-Τουρκίας, δήλωσε ότι η ένωση που εκπροσωπεί έλαβε «αιτήματα από τον τομέα των νοικοκυριών και των κήπων, της κλωστοϋφαντουργίας και της μόδας, καθώς και τη βιομηχανία κατασκευής γιοτ που αναζητούν νέους συνεργάτες στην Τουρκία».
Στα ύψη τα κόστη μεταφοράς από την Ασία
Το πρακτορείο αναφέρει ότι έχει γίνει εξαιρετικά ακριβό να αποστέλλονται εμπορεύματα από την Ασία.
Ως αποτέλεσμα των ελλείψεων εμπορευματοκιβωτίων, το κόστος των ναύλων μεταξύ Κίνας και βόρειας Ευρώπης έχει εννεπλασιαστεί από τον Φεβρουάριο του 2020, σύμφωνα με το Freightos Baltic Index, που εξετάζει τα κόστη μεταφοράς παγκοσμίως.
Ενώ ένα φορτηγό πλοίο μπορεί να πάρει εβδομάδες για να ταξιδέψει από την Ασία στην Ευρώπη, η Τουρκία είναι μόλις τρεις μέρες μακριά ταξιδεύοντας με φορτηγό.
Μια μελέτη από την ομάδα συμβούλων McKinsey που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο τοποθέτησε την Τουρκία στην τρίτη θέση μεταξύ των χωρών με τις καλύτερες δυνατότητες για τις προμήθειες κλωστοϋφαντουργίας έως το 2025, πίσω από το Μπαγκλαντές και το Βιετνάμ, αλλά πριν από την Ινδονησία και Κίνα.
«Οι εταιρείες ένδυσης προσπαθούν επίσης να αλλάξουν το μείγμα προμήθειας-χώρας…για να εξασφαλίσουν την εφοδιαστική αλυσίδα», έγραψαν οι συντάκτες της έκθεσης.
Η έκθεση αναφέρει ότι η Τουρκία προσφέρει «φθηνότερο κόστος παραγωγής λόγω της πτώσης της λίρας».
Η λίρα έχει υποχωρήσει κατά 44 τοις εκατό έναντι του δολαρίου από το 2021 καθώς η κεντρική τράπεζα – με την παρακίνηση του Ερντογάν – μείωσε τα επιτόκια παρόλο που ο πληθωρισμός αυξανόταν.
Ο νέος καθαρός κατώτατος μισθός της Τουρκίας ισοδυναμεί τώρα με 315 δολάρια — ποσό λίγο υψηλότερο από αυτό της Μαλαισίας.
Ο Ερντογάν, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία εδώ και δύο δεκαετίες και επιδιώκει να επανεκλεγεί το 2023, ποντάρει σε μια αδύναμη λίρα για να τονώσει τις εξαγωγές και την ανάπτυξη, σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές, ακόμα κι αν καταστρέφει την αγοραστική δύναμη των Τούρκων.
Ευρώπη: εχθρός και φίλη από τη μια μέρα στην άλλη
Η κατάρρευση της λίρας είναι επίσης προβληματική για αρκετές βιομηχανίες λόγω της εξάρτησης της χώρας από εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών.
«Δεν είναι όπως η Ρωσία, για παράδειγμα, που έχει εκτεταμένες πρώτες ύλες», δήλωσε ο Ρότζερ Κέλι, οικονομολόγος που καλύπτει την Τουρκία και τη Ρωσία στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
Είπε ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει επίσης ανταγωνισμό από χώρες εντός της ΕΕ.
«Δεν νομίζω ότι πρέπει να αγνοήσουμε εκείνες τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Ρουμανία ή η Βουλγαρία, που είναι στην πραγματικότητα στην ΕΕ – κάτι που τις βοηθά σε κάποιο βαθμό – και έχουν επίσης χαμηλό κόστος παραγωγής και ισχυρές βάσεις παραγωγής».
Ο Έλνταρ Γιαλτσίν, καθηγητής διεθνών οικονομικών, δήλωσε αβεβαιότητα και ανησυχία σχετικά με το δικαστικό σώμα της Τουρκίας και τους θεσμούς.
«Δεν βλέπουμε μεγάλες επενδύσεις, παρόλο που η Τουρκία από καθαρά οικονομικήπροοπτική θα ήταν το τέλειο μέρος για να φέρει την παραγωγή πιο κοντά στην Ευρώπη», είπε ο Γιαλτσίν.
Ένα άλλο θέμα είναι οι δύσκολοι δεσμοί της Τουρκίας με την ΕΕ, με τον Γιαλτσίν να σημειώνει ότι στη ρητορική των Τούρκων ηγετών, «μια μέρα η Ευρώπη είναι ένα φιλικό έθνος, την άλλη μέρα είναι εχθρός».
Επισήμανε επίσης την κίνηση της Volkswagen να αναβάλει την κατασκευή εργοστάσιο στην Τουρκία μετά την επιχείρηση της Άγκυρας στη Συρία εναντίον των Κούρδων που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ στα τέλη του 2019, σχέδια που πάγωσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.
«Όσο σκοτώνονται άνθρωποι, δεν βάζουμε την θεμέλια λίθο δίπλα σε ένα πεδίο μάχης», δήλωσε τότε ο Διευθύνων Σύμβουλος της VW, Χέρμπερτ Ντις.
Για τον Γιαλτσίν, δεν θα ληφθούν μεγάλες αποφάσεις από τις επιχειρήσεις πριν από τις εκλογές του 2023 και «μέχρι αυτή η αβεβαιότητα για το πολιτικό μέλλον αυτής της χώρας λυθεί».
Στροφή στην Τουρκία και για τα ενεργειακά;
Το παζλ των ευρωτουρκικών σχέσεων γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο λόγω της ενεργειακής κρίσης και της πιθανής εκτροπής των ροών φυσικού αερίου από την Ρωσία.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έγγραφο της Κομισιόν που δημοσίευσε χθες η EURACTIV, η Κομισιόν στρέφεται πλέον προς το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το μεγαλύτερο μέρος του οποίου εισάγεται επί του παρόντος από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Κατάρ.
Παράλληλα, η Κομισιόν θα συνεχίσει τις προσπάθειες ενεργειακής διπλωματίας και τον διάλογο με χώρες «παραγωγής, κατανάλωσης και διαμετακόμισης ορυκτών αερίων όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ, η Ιαπωνία, η Αίγυπτος, το Αζερμπαϊτζάν και η Τουρκία».
Πηγή: euractiv.gr