Παρασκήνιο: Τι συζητήθηκε στη συνάντηση Τσίπρα – Πάιατ
Τόσο κατά τη συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών όσο όμως και στη συνάντησή του με τον πρέσβη των ΗΠΑ ο Αλέξης Τσίπρας επανέλαβε την πάγια θέση για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ότι δηλαδή αυτές δεν μπορεί παρά να βασίζονται στην αμοιβαιότητα. Και σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα η επ’ αόριστον παραχώρηση των βάσεων στο ελληνικό έδαφος δεν προσθέτει διπλωματικά οφέλη στην Ελλάδα που βλέπει τις μεγάλες δυνάμεις να αναθερμαίνουν τις σχέσεις τους με τον γείτονα ταραξία της ανατολικής Μεσογείου.
Του Σωτήρη Μπολάκη
Η σύγκρουση σε επίπεδο κορυφής κατά τη συζήτηση των εξοπλιστικών έγινε στη βάση της επικείμενης κύρωσης της νέα ελληνοαμερικανικής αμυντικής συνεργασίας για πέντε χρόνια και την αυτόματη ανανέωσή της για πάντα.
Το χθεσινό ραντεβού στο γραφείο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον πρέσβη των ΗΠΑ είχε ζητηθεί δέκα ημέρες πριν, αλλά ο πρώην πρωθυπουργός επέλεξε να συναντήσει τον κ. Πάιατ μόλις χθες και μετά την πρώτη τοποθέτησή του στη Βουλή. Ο κ. Τσίπρας ήταν σαφής και σύμφωνα με πληροφορίες όχι ευχάριστος στον αμερικανό διπλωμάτη ξεκαθαρίζοντάς του τη διαφωνία του με την αναθεώρηση της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας.
Πυλώνας ή Φυλάκιο
Οι λόγοι για τους οποίους ο κ. Τσίπρας αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν βλέπουν με καλό μάτι την επ’ αόριστον ανανέωση της παρουσίας των αμερικανικών βάσεων από άκρο σε άκρο της χώρας αναπτύχθηκαν από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης με σαφή τρόπο με κυριότερο ότι δεν είναι αμοιβαία επωφελείς για την Ελλάδα.
Η σύγκρουση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας τη γεωστρατηγική θέση της χώρας με το περίφημο «ανήκομεν εις τη Δύσιν» του κ. Μητσοτάκη δανεισμένο από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή από τη μακρινή δεκαετία του 70 ήταν το επιστέγασμα των δυο σχολών διπλωματικής προσέγγισης.
Η αντίληψη του κ. Μητσοτάκη για την εξωτερική πολιτική θέλει τον ελληνικό χώρο κυριαρχίας ως το «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα προς ανατολάς. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η αντίληψη την οποία ανέπτυξε ο κ. Τσίπρας και σε αυτή επιμένει όπως εξάλλουν την εγκαινίασε πρώτος με το στρατηγικό διάλογο μεταξύ Ελλάδα – ΗΠΑ επι κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει τη χώρα πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή.
- Πρακτικά δηλαδή αναβάθμιση του διπλωματικού ρόλου της χώρας και όχι μετατροπή της σε ένα χώρο γεωστρατηγικής ισχύος και πέραν τούτου ουδέν.
Για το ΣΥΡΙΖΑ αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη και κατ’ επέκταση από τον αμερικανικό παράγοντα είναι η αιτία που μετά και την εγκατάλειψη της διπλωματίας της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής έφερε τη χώρα στο στόχαστρο των ΝΑΤΟ-Ρωσικών διενέξεων με πρώτο στόχο τη βάση της Αλεξανδρούπολης και κατ’ επέκταση την αποδυνάμωσε και γεωπολιτικά και οικονομικά με την Ελλάδα να χάνει έδαφος στις διαπραγματεύσεις για την προμήθεια φυσικού αερίου και τους Αμερικανούς να λαμβάνουν και δυσμενείς αποφάσεις με την εγκατάλειψη επωφελών συμφωνιών όπως ήταν ο eastmed.
Και αυτό το ετεροβαρές πλαίσιο της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας το τόνισε ο κ. Τσίπρας στον Τζέφρυ Πάιατ καθώς όπως είπε «δεν πραγματοποιείται σε αμοιβαία επωφελή βάση και αποδυναμώνει τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή».
Ταυτοτικό
Το ζήτημα της αντιμετώπισης της χώρας ως δεδομένου συμμάχου – Φυλάκιο που θέλει η ο κ. Μητσοτάκης και περισσότερο οι Αμερικανοί σύμμαχοι ή ενός συμμάχου που θέλει να διατηρεί τη διαπραγματευτική του ισχύ αποτυπώθηκε όπως σημειώνουν από την Κουμουνδούρου στη Συμφωνία των Πρεσπών με την ελληνική διπλωματία να εξασφαλίζει την ενεργό παρέμβαση των ΗΠΑ και την διπλωματική πίεση που απαιτείται για να λύνονται προβλήματα στην περιοχή.
Το ζήτημα της διάστασης μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στην αντίληψη για την εξωτερική πολιτική και τη θεώρηση του ρόλου της χώρας αποκτά ταυτοτική σημασία για τη χώρα αν στην εξίσωση συμπεριληφθεί και ο τουρκικός παράγοντας.
Από την αξιωματική αντιπολίτευση γίνεται σκληρή κριτική για τους χειρισμούς του κ. Μητσοτάκη για την τακτική της αποστασιοποίησής του από τις επαφές κορυφής με την Τουρκική ηγεσία.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει εγκαλέσει ευθέως τον πρωθυπουργό για την απώλεια πολύτιμου διπλωματικού χρόνου και χώρου από την εκλογή Μπάιντελ και έπειτα ώστε να προωθηθεί ένας διάλογος με την Τουρκία στο ανώτερο δυνατό επίπεδο, όπως έχει συμβεί από όλους τους πρώην πρωθυπουργούς της χώρας μετά από πολύ σοβαρές κρίσης με την Τουρκία.
Η λογική όμως του προκεχωρημένου Φυλακίου και του δεν «συνομιλούμε με χώρες ταραξίες», όπως αυτή κυριάρχησε επι κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά, έδωσε πολύτιμο οξυγόνο στην τουρκική διπλωματία να αρχίσει να αποκαθιστά ελέω και ρωσοουκρανικής κρίσης τις σχέσεις με στρατηγικούς εταίρους και πολύ σημαντικές χώρες της περιοχής με την περίφημη απομονωμένη Τουρκία παρά τα οικονομικά της αδιέξοδα και την προμήθεια των ρωσικών οπλικών συστημάτων να εξακολουθεί να ανακάμπτει και να επανέρχεται δυναμικά στις επιθετικές διεκδικήσεις της έναντι της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Για τη Χάγη
Ο Αλέξης Τσίπρας δεχόμενος έντονη πίεση από τον αμερικανικό παράγοντα να ψηφίσει την ανανέωση της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συνεργασίας – όπως τη συμφώνησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη – ήταν κατηγορηματικός όπως φάνηκε απέναντι στον κ. Πάιατ.
Στο πλαίσιο των ανταλλαγμάτων που θα πρέπει να εξασφαλίζει η Ελλάδα σε τέτοιου είδους συμφωνίες επισήμανε αυτή ακριβώς τη μεταστροφή των ΗΠΑ σε σχέση με την Τουρκία και σε βάρος των ελληνικών θέσεων καθώς από την ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν τα τελευταία 24ωρα έχει αρχίσει και πάλι να θέτει ζήτημα αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και μάλιστα επιχειρώντας και να το διεθνοποιήσει ο αμερικανικός παράγοντας έχει μείνει σιωπηλός.
Ουσιαστικά ο κ. Τσίπρας επισήμανε τη σημασία που έχει η αμερικανική πίεση προς την Τουρκία, για να τερματιστούν οι προκλήσεις και ότι σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ δεν έχουν ασκήσει καμία πίεση στην τουρκική ηγεσία και διπλωματία για να ουσιαστικές διαπραγματεύσεις.
Κι αν ο στόχος του ενιαίου δόγματος της χώρας είναι η επίλυση της διαφοράς με την Τουρκία για την οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στη Χάγη η επίλυση του ταυτοτικού αυτού ζητήματος για το αν η χώρα θα είναι χώρος ισχύος ή πυλώνας ειρήνης είναι εκ των ων ουκ άνευ.