Θάνατοι κοριτσιών: Τι προβληματίζει τους ειδικούς
Γιατροί που έχουν χειρισθεί τα εν λόγω συμβάντα και στελέχη του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής που χειρίζονται την υπόθεση μιλούν για μια υπόθεση που ενδέχεται να προκαλέσει οδυνηρές εκπλήξεις και ανατροπές. Προσθέτοντας ότι «σε αυτά τα τραγικά συμβάντα υπάρχει σωρεία περίεργων συμπτώσεων που εκφεύγουν πιθανόν από επιστημονικές εξηγήσεις. Και ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι η άτυχη Τζωρτζίνα με τον τραγικό θάνατό της προ μερικών εβδομάδων ίσως αναδείξει τι συνέβη και με τις δύο άλλες αδελφές της».
Οι θάνατοι των τριών κοριτσιών χαρακτηρίζονται «αιφνίδιοι», χωρίς καμιά πειστική εξήγηση από γιατρούς και ιατροδικαστές για το τι ακριβώς έχει συμβεί ενόψει, βεβαίως, της ολοκλήρωσης των τοξικολογικών-ιστολογικών εξετάσεων της εννιάχρονης Τζωρτζίνας που αναμένονται τις επόμενες 10 ημέρες.
Σε ιατροδικαστικές εξετάσεις μνημονεύεται ότι ο πρώτος θάνατος, τον Μάρτιο του 2019, της τριάμισι ετών Μαλένας στο Ογκολογικό Νοσοκομείο «Ελπίς» της Αθήνας οφείλεται σε ηπατική ανεπάρκεια, εντούτοις θεωρήθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν εξηγεί το πώς άφησε τόσο ξαφνικά την τελευταία πνοή της.
Αντίστοιχα, ο δεύτερος θάνατος, αυτός του έξι μηνών βρέφους, αποδόθηκε σε «αγενεσία βλεφοκόμβου». Ομως, όπως λένε οι γιατροί, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι έπασχε από κάτι τέτοιο, λόγω της σπανιότητας του συνδρόμου, αλλά και γιατί δεν είχε εντοπισθεί από τα καρδιογραφήματα που είχαν γίνει στο μωρό.
Τα τρία κορίτσια «έσβησαν» όταν δεν ήταν παρόντες γιατροί και νοσηλευτές και ενώ ήταν δίπλα τους μόνο η άτυχη μητέρα τους. Οι θάνατοι της Μαλένας και της Τζωρτζίνας σημειώθηκαν σε θάλαμο νοσοκομείων μίας κλίνης και του βρέφους στο σπίτι της οικογένειας στην Πάτρα και ενώ έλειπε ο πατέρας του παιδιού.
Σε τουλάχιστον άλλες έξι-επτά περιπτώσεις είχε διαπιστωθεί ότι η Τζωρτζίνα, που νοσηλευόταν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών ή στο Καραμανδάνδειο Νοσοκομείο Πάτρας (Παίδων), όταν ήταν μόνη στον θάλαμο με τη συνοδεία ενός ατόμου παρουσίαζε ξαφνικά προβλήματα υγείας και ανακοπές.
Αντιθέτως, όταν είχε μεταφερθεί για πολλές εβδομάδες στη ΜΕΘ Παίδων Πατρών (σ.σ. κοινός χώρος νοσηλείας), όπου υπήρχε διαρκής επίβλεψη από ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, δεν είχε παρουσιάσει κανένα πρόβλημα υγείας.
Οι ηλεκτρονικές καταγραφές του απινιδωτή και του βηματοδότη που είχαν τοποθετηθεί προ αρκετών μηνών στην Τζωρτζίνα, στο πλαίσιο ελέγχου της λειτουργίας της καρδιάς της, δεν έδειξαν οποιαδήποτε αρρυθμία ή άλλο πρόβλημα.
Σύμφωνα με τις καταγραφές, ο βηματοδότης φαίνεται να ενεργοποιήθηκε για πρώτη και τελευταία φορά για μερικά δευτερόλεπτα προτού αποβιώσει η Τζωρτζίνα. Η ενεργοποίησή του αποδίδεται σε βραδυκαρδία, λόγω «φονικού» προβλήματος στο μυοκάρδιο, το οποίο, όπως λένε επιστήμονες, δεν μπορεί να αποδοθεί σε παθολογικό λόγο αλλά μόνο σε έξωθεν παρέμβαση.
Οι έλεγχοι στα τρία παιδιά, στους γονείς τους και στους λοιπούς συγγενείς για κληρονομικό πρόβλημα δεν ανέδειξαν οτιδήποτε σχετικό.
Συνεκτιμώνται δεδομένα από παρόμοια συμβάντα στο εξωτερικό με διαδοχικά αιφνιδιαστικά προβλήματα υγείας που παρουσίασαν νοσηλευόμενα παιδιά.
Η διερεύνησή τους οδήγησε στη διαπίστωση ύπαρξης εξωγενών παραγόντων που επηρέαζαν την υγεία τους.
Γιατροί και δικαστές αναφέρονται σε εξάντληση όλων των ενδεχομένων και των μέχρι σήμερα επιστημονικών δεδομένων που δεν εξηγούν σε καμιά περίπτωση τους αιφνίδιους θανάτους των παιδιών σε διακριτά συμβάντα.
Πλέον, για τη διαλεύκανση της υπόθεσης θα κληθούν για καταθέσεις στην Ασφάλεια Αττικής περισσότεροι από 25 γιατροί και ιατροδικαστές, ενώ ζητούνται όλοι οι φάκελοι νοσηλείας και θανάτου των τριών παιδιών.
Από την πλευρά τους, οι γονείς των τριών κοριτσιών σε μακροσκελή ανακοίνωση που εξέδωσαν χθες σημειώνουν, μεταξύ άλλων:
«Οι θάνατοι και των τριών τέκνων μας ήδη ερευνώνται από έμπειρους αξιωματικούς της Υποδιεύθυνσης Εγκλημάτων κατά Ζωής της Ασφάλειας Αττικής. Οι θάνατοι τριών παιδιών μέσα σε διάστημα δυόμισι ετών, με διαφορετική ηλικία και χωρίς επιστημονικά να διακρίνεται σαφές αίτιο θανάτου, αδιαμφισβήτητα δεν αποτελούν ένα συνηθισμένο φαινόμενο και ευλόγως δημιουργούνται ερωτηματικά στο άκουσμα και μόνο μιας τέτοια είδησης».
Παράλληλα, τονίζουν ότι «με πλήρη επίγνωση» απέφυγαν να απαντήσουν ή να διαψεύσουν «ανακριβές ή κακοπροαίρετο δημοσίευμα σχετικά με τους θανάτους των παιδιών».