ΣΥΡΙΖΑ: Ένσταση αντισυνταγματικότητας σε νομοσχέδιο του υπ. Εργασίας
Η Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία κατέθεσε ένσταση αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με τίτλο: «Εκσυγχρονισμός του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις για την κοινωνική ασφάλιση».
Η ένσταση αναφέρει αναλυτικά:
Α. Με το υπόψη σχέδιο νόμου:
Προβλέπεται η δυνατότητα τοποθέτησης σε θέσεις Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων του e-Ε.Φ.Κ.Α. ιδιωτών, καθώς και δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών ή εργαζομένων σε φορείς του δημοσίου τομέα.
Μετά από την επιλογή και τοποθέτηση των ανωτέρω Προϊσταμένων, παύει αυτοδικαίως η άσκηση καθηκόντων ευθύνης των προϊσταμένων των αντίστοιχων οργανικών μονάδων του e-Ε.Φ.Κ.Α.
Από την έναρξη ισχύος του υπό ψήφιση σχεδίου νόμου, οι εκκρεμείς προκηρύξεις για την ανάδειξη Προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων και των Διευθύνσεων του e-Ε.Φ.Κ.Α. βάσει των διατάξεων του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ματαιώνονται.
Τροποιείται η διαδικασία και η σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου και προβλέπεται ότι είναι αρμόδιο για όλες τις υποθέσεις που εκκινούν μετά την δημοσίευση του νομοσχεδίου, καθώς και για τις εκκρεμείς διαδικασίες, εφόσον δεν έχουν εισαχθεί προς κρίση.
Το άρθρο 3 του σχεδίου νόμου:
α) παραβιάζει τις παρ. 1,2,3,5, και 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, αφού επιτρέπει τον διορισμό μετακλητών υπαλλήλων ,χωρίς διενέργεια διαγωνισμού ή κατόπιν επιλογής μετά από έλεγχο ανεξάρτητης αρχής οι οποίοι, ενόψει των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους σε θεσμοθετημένες θέσεις ευθύνης, βρίσκονται εντός της υπαλληλικής ιεραρχίας του e-ΕΦΚΑ.
β) παραβιάζει ευθέως την αρχή της αξιοκρατίας, της ισότητας και της διαφάνειας, αφού επιτρέπει την πρόσληψη υπαλλήλων σε μόνιμες θέσεις ευθύνης επιπέδου Δ/νσεως-Γενικής Δ/νσεως χωρίς την διενέργεια διαγωνισμού ή επιλογής ,κατόπιν ελέγχου του ΑΣΕΠ. Συγκεκριμένα παραβιάζονται τα άρθρα 4 παρ. 1 (αρχή ισότητας) και 5 παρ. 1 Συντ. (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) σε συνδυασμό με τη δημοκρατική αρχή (ιδίως άρθρο 1 παρ. 2 και 3 Συντ.) και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.).
γ) παραβιάζει το σύστημα της πολιτικώς ουδέτερης Διοικήσεως, που κατοχυρώνεται στην παρ.1 του άρθρου 103 Συντ. (διάταξη η οποία αντιστοιχεί προς τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3, 56 και 57 παρ. 3 του Συντάγματος), ήτοι Διοικήσεως της οποίας η οργάνωση και στελέχωση παρέχει τις εγγυήσεις αντικειμενικής εκτελέσεως του νόμου, συμφώνως προς την θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου.
δ) η παρ.7 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου θέτει ζήτημα συμφωνίας της προς το άρθρο 103 παρ.4 Συντ. που ορίζει ότι δεν μπορεί να υποβιβασθεί ο υπάλληλος χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα 2/3 από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
Το άρθρο 9 παρ.5 του σχεδίου νόμου:
Σε απόκλιση από τον Υπαλληλικό Κώδικα, καθιστά τριμελή αντί για πενταμελή τα πειθαρχικά συμβούλια του e-ΕΦΚΑ. Η παρ.7 ορίζει ότι το τριμελές αυτό πειθαρχικό συμβούλιο είναι αρμόδιο για όλες τις υποθέσεις που εκκινούν μετά την δημοσίευση του νομοσχεδίου, καθώς και για τις εκκρεμείς διαδικασίες, εφόσον δεν έχουν εισαχθεί προς κρίση.
Η εν λόγω πρόβλεψη τυγχάνει αντίθετη στην βασική αρχή του ποινικού δικαίου (άρθρο 2 Π.Κ.) που μέσω του άρθρου του άρθρου 108 ΥΚ εφαρμόζεται στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, περί απαγόρευσης αναδρομικής εφαρμογής του αυστηρότερου, μεταγενέστερου της πράξης, πειθαρχικού νόμου, που έχει σαφή και αναμφισβήτητη συνταγματική θεμελίωση στο άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. και στην επιταγή εφαρμογής του επιεικέστερου όλων των νόμων, των οποίων η ισχύς άπτεται του χρονικού διαστήματος από την τέλεση της πράξης μέχρι την εκδίκασή της. Επίσης, για το μέλλον απομειώνει την προστασία των υπαλλήλων του e-ΕΦΚΑ, οι οποίοι σε αδικαιολόγητη αντίθεση από τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, θα δικάζονται από τριμελή πειθαρχικά συμβούλια στα οποία δεν θα μετέχουν αιρετοί εκπρόσωποι, μέλη του πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Στο ίδιο πλαίσιο παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ).
Β.Ειδικότερα:
Στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι:
«1. Οι επικεφαλής Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) διορίζονται για τριετή θητεία, σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων, κατόπιν δημόσιας προκήρυξης, η οποία εκδίδεται με απόφαση του Διοικητή του e-Ε.Φ.Κ.Α., με δυνατότητα ανανέωσης άπαξ. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του e-Ε.Φ.Κ.Α. καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής και η μοριοδότηση των υποψηφίων, τα απαιτούμενα ανά θέση τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο π.δ. 8/2019 (A΄ 12), καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένης τυχόν συνέντευξης. 2. Υποψήφιοι για τις θέσεις των Προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων και των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων δύνανται να είναι ιδιώτες και δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί ή εργαζόμενοι σε φορείς του δημοσίου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α` 143). Οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και των Διευθύνσεων επιλέγονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του e-Ε.Φ.Κ.Α. και ορίζονται με απόφαση του Διοικητή, μετά από εισήγηση της Επιτροπής της παρ. 5».
Το άρθρο 103 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:
«1. Oι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό· οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο.
2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου.
3. Oργανικές θέσεις ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Nόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται.
…
5. Mε νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Yπουργών και Yφυπουργών.
…
7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει.».
Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι, το νομοσχέδιο καθιστά τις θέσεις Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Γενικών Διευθύνσεων, θέσεις καλυπτόμενες από μετακλητούς υπαλλήλους για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό, αφ’ενός μεν να παύσει τους υπηρετούντες υπαλλήλους σε θέσεις ευθύνης, αφ’ετέρου να παρακάμψει τις εγγυήσεις του άρθρου 103 Συντ. και να στελεχώσει τις θέσεις αυτές με ιδιώτες. Με δεδομένο ότι οι θέσεις Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Γενικών Διευθύνσεων αυτονοήτως καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του e-ΕΦΚΑ, η μετατροπή τους σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων που μπορούν να καλυφθούν και από ιδιώτες χωρίς να προηγηθεί διαγωνισμός ή επιλογή με έλεγχο του ΑΣΕΠ τυγχάνει αντίθετη στο άρθρο 103 Συντ.
Οι θέσεις Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Γενικών Διευθύνσεων αφορούν αμιγώς δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα, στο πλαίσιο της καθημερινής διοικητικής δράσεως που ασκούνταν πάντοτε από τους μόνιμους, υπηρετούντες υπαλλήλους του e-ΕΦΚΑ. Τα καθήκοντα αυτά, λόγω της άμεσης σχέσεώς τους με τις συνταγματικές αρχές της διοικητικής αντικειμενικότητας και αποτελεσματικότητας, πρέπει να ασκούνται αποκλειστικώς από τους υπαλλήλους του Δημοσίου , που έχουν επιλεγεί βάσει των αρχών του κράτους δικαίου, της ισότητας και της αξιολογήσεως των τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων.
Βάσει του άρθρου 103 Συντ. και της πάγιας νομολογίας του ΣτΕ, οι διοικητικές αρχές στελεχώνονται με τακτικούς υπαλλήλους, κατ’εξαίρεση δε με μετακλητούς. Πρόκειται για τους διοριζόμενους ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους ,που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, τους διοριζόμενους απ’ευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, τους υπαλλήλους της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και των Υφυπουργών κατά το άρθρο 103 παρ.5 Σ.
Οι θέσεις Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Γενικών Διευθύνσεων δεν βρίσκονται εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, ώστε να δικαιολογείται η στελέχωσή τους με μετακλητούς υπαλλήλους. Η πρόβλεψη συνεπώς για κάλυψη των θέσεων αυτών που ανέκαθεν αποτελούν οργανικές θέσεις επιπέδου ευθύνης, ευρισκόμενες εντός της υπαλληλικής ιεραρχίας από μετακλητούς υπαλλήλους έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 103 Συντ. που προβλέπει ρητώς την στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών από τακτικούς υπαλλήλους που συνδέονται με έννομη σχέση δημοσίου δικαίου με αυτές και όχι ιδιωτικού.
Με τον τρόπο αυτό η παρ.1 και 2 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου, που ορίζουν αφ’ενός μεν ότι οι θέσεις Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Γενικών Διευθύνσεων θα καλυφθούν από μετακλητούς, αφ’ετέρου η επιλογή τους θα χωρήσει κατόπιν απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του e-Ε.Φ.Κ.Α. με την οποία θα καθοριστούν τα κριτήρια επιλογής και η μοριοδότηση των υποψηφίων, τα απαιτούμενα ανά θέση τυπικά και ουσιαστικά προσόντα ,κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο π.δ. 8/2019 (A΄ 12), καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένης τυχόν συνέντευξης, αντίκεινται στο άρθρο 103 παρ.1,2,3,5 και 7 Συντ., αφού επιτρέπουν τον διορισμό μετακλητών υπαλλήλων χωρίς διενέργεια διαγωνισμού ή κατόπιν επιλογής μετά από έλεγχο ανεξάρτητης αρχής οι οποίοι, ενόψει των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους σε θεσμοθετημένες θέσεις ευθύνης, βρίσκονται εντός της υπαλληλικής ιεραρχίας του e-ΕΦΚΑ. Το άρθρο 3 συνεπώς του υπόψη σχεδίου νόμου , παραβιάζει ευθέως την αρχή της αξιοκρατίας, της ισότητας και της διαφάνειας, αφού επιτρέπει την πρόσληψη υπαλλήλων σε μόνιμες θέσεις ευθύνης επιπέδου Δ/νσεως-Γενικής Δ/νσεως, χωρίς την διενέργεια διαγωνισμού ή επιλογής κατόπιν ελέγχου του ΑΣΕΠ.
Με τον τρόπο αυτό οι παρ.1 και 2 του νομοσχεδίου παραβιάζουν συνδυαστικά , το σύστημα της πολιτικώς ουδέτερης Διοικήσεως που κατοχυρώνεται στην παρ.1 του άρθρου 103 Συντ. (διάταξη η οποία αντιστοιχεί προς τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3, 56 και 57 παρ. 3 του Συντάγματος), ήτοι Διοικήσεως της οποίας η οργάνωση και στελέχωση παρέχει τις εγγυήσεις αντικειμενικής εκτελέσεως του νόμου, συμφώνως προς την θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου.
Τέτοιες βασικές εγγυήσεις είναι ότι: α) η οργάνωση της Διοικήσεως στηρίζεται κατ’ αρχήν επί της οργανικής θέσεως ως ελαχίστου μορίου αυτής, η έννοια δε της οργανικής θέσεως είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με αντίστοιχη διοικητική αρμοδιότητα, η οποία πληροί διαρκή ανάγκη του κράτους, β) οι οργανικές θέσεις διαρθρώνονται σε ιεραρχία, η οποία, ανεξαρτήτως της βαθμολογικής συνθέσεώς της, εξικνείται πάντως μέχρι της κορυφαίας αμιγώς διοικητικής αρμοδιότητος (“ανωτάτης θέσεως”), γ) στην ιεραρχία αυτή διορίζονται και σταδιοδρομούν μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, ήτοι πρόσωπα που έχουν εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση και υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς δημοσίου δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί εγγύηση που έχει τεθεί όχι μόνον υπέρ αυτών, αλλά και προς δημιουργία υπαλληλικού σώματος, δρώντος ανεξαρτήτως κυβερνητικών εναλλαγών, σε ασφάλεια και σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου και, συνεπώς, απαλλαγμένου κομματικών επιρροών και επεμβάσεων, χάριν και της θεμελιώδους αρχής της συνεχούς λειτουργίας των διοικητικών υπηρεσιών.
Στην παρ. 7 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι:
«7. Μετά από την επιλογή Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, παύει αυτοδικαίως η άσκηση καθηκόντων ευθύνης των προϊσταμένων των αντίστοιχων οργανικών μονάδων του e-Ε.Φ.Κ.Α., είτε αυτοί έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τον Υπαλληλικό Κώδικα (ν. 3528/2007, Α’ 26), είτε σύμφωνα με ειδικές διατάξεις, καθώς, επίσης παύει και η άσκηση καθηκόντων ευθύνης λόγω αναπλήρωσης». Η παρ.7 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου θέτει ζήτημα συμφωνίας της προς το άρθρο 103 παρ.4 Συντ. που ορίζει ότι δεν μπορεί να υποβιβασθεί ο υπάλληλος χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου ,που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα 2/3 από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
Το άρθρο 103 παρ.4 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:
«4. Oι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους.»
Η παύση των υπηρετούντων σε θέσεως ευθύνης επιπέδου Διευθύνσεως και Γενικής Διευθύνσεως, αποτελεί σαφέστατα υποβιβασμό τους ,που επέρχεται εκ του νόμου και χωρίς εγγυήσεις υπηρεσιακού συμβουλίου, βάσει της ρητής συνταγματικής επιταγής του άρθρου 103 παρ.4.
Στο άρθρο 9 του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι:
«5. Το πειθαρχικό συμβούλιο του e-Ε.Φ.Κ.Α. είναι τριμελές και αποτελείται από:
α) Τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτης ή πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών δικαστηρίων, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου.
β) Ένα (1) μέλος, ο οποίος είναι πάρεδρος ή δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
γ) Ένα (1) μέλος, ο οποίος είναι μόνιμος υπάλληλος, προϊστάμενος διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Υπουργό Εσωτερικών».
«7. Το πειθαρχικό συμβούλιο της παρ. 5 είναι αρμόδιο για όλες τις υποθέσεις που εκκινούν μετά την δημοσίευση του παρόντος, καθώς και για τις εκκρεμείς διαδικασίες, εφόσον δεν έχουν εισαχθεί προς κρίση. Για τις υπόλοιπες εκκρεμείς υποθέσεις αρμόδιο είναι το πειθαρχικό συμβούλιο, που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 146Β του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.»
Το άρθρο 9 παρ.5 του νομοσχεδίου σε απόκλιση από τον Υπαλληλικό Κώδικα καθιστά τριμελή αντί για πενταμελή τα πειθαρχικά συμβούλια του e-ΕΦΚΑ. Η παρ.7 δε ορίζει ότι το τριμελές αυτό πειθαρχικό συμβούλιο είναι αρμόδιο για όλες τις υποθέσεις που εκκινούν μετά την δημοσίευση του νομοσχεδίου, καθώς και για τις εκκρεμείς διαδικασίες, εφόσον δεν έχουν εισαχθεί προς κρίση. Η εν λόγω πρόβλεψη αφ’ενός μεν τυγχάνει αντίθετη στην βασική αρχή του ποινικού δικαίου (άρθρο 2 Π.Κ.) που μέσω του άρθρου του άρθρου 108 ΥΚ εφαρμόζεται στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, περί απαγόρευσης αναδρομικής εφαρμογής του αυστηρότερου, μεταγενέστερου της πράξης, πειθαρχικού νόμου, που έχει σαφή και αναμφισβήτητη συνταγματική θεμελίωση στο άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. και στην επιταγή εφαρμογής του επιεικέστερου όλων των νόμων, των οποίων η ισχύς άπτεται του χρονικού διαστήματος από την τέλεση της πράξης μέχρι την εκδίκασή της, ενώ για το μέλλον απομειώνει την προστασία των υπαλλήλων του e-ΕΦΚΑ, οι οποίοι σε αδικαιολόγητη αντίθεση από τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους θα δικάζονται από τριμελή πειθαρχικά συμβούλια στα οποία δεν θα μετέχουν αιρετοί εκπρόσωποι, μέλη του πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
Πράγματι, το άρθρο 146Β παρ.2 του Υπαλληλικού Κώδικα ορίζει τα εξής:
«2.«Τα πειθαρχικά συμβούλια είναι πενταμελή και αποτελούνται από:
α) Τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτης ή πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ή εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών ή εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου ή από τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας.
β) Ένα (1) μέλος, ο οποίος είναι πάρεδρος ή δικαστικός πληρεξούσιος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
γ) Ένα (1) μέλος, ο οποίος είναι μόνιμος υπάλληλος, προϊστάμενος Διεύθυνσης Υπουργείου, Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Περιφέρειας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του οργάνου που εκδίδει την απόφαση σύστασης του συμβουλίου της παραγράφου 1. Οι προϊστάμενοι Διευθύνσεων υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ύστερα από κλήρωση που γίνεται, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 9 του παρόντος και υπηρετούν στην έδρα του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου.
δ) Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους με τους αναπληρωτές τους οι οποίοι είναι μέλη του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου στο οποίο υπάγεται ο διωκόμενος υπάλληλος.»
Εν προκειμένω το νομοσχέδιο καταργεί τους αιρετούς εκπροσώπους από μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου των υπαλλήλων του e-ΕΦΚΑ κατά πρόδηλη άνιση μεταχείρισή τους έναντι των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων και κατά τρόπο που προσβάλει την συνδικαλιστική αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενόσω η παρουσία αιρετών εκπροσώπων στα υπηρεσιακά και πειθαρχικά συμβούλια των δημοσίων υπαλλήλων έχει έρεισμα το άρθρο 23 παρ.1 Σ.
Γ. Η επιλογή προσώπων για την κατάληψη θέσεων ευθύνης, όπως είναι αυτές των προϊσταμένων οργανικών μονάδων στη Δημόσια Διοίκηση, με αποκλειστικό γνώμονα τις ικανότητες και τα προσόντα ,αποτελεί αυτονόητη πρακτική σε κάθε Πολιτεία που διαθέτει υψηλό επίπεδο πολιτικού και νομικού πολιτισμού. Η σταδιοδρομία του δημόσιου υπαλλήλου με βάση την προσωπική του αξία και η ισότιμη αντιμετώπισή του κατά την υπηρεσιακή του εξέλιξη, αποτελούν στοιχειώδεις κανόνες για τη λειτουργία κάθε συστήματος διοικητικής οργάνωσης που σέβεται τη συνταγματική νομιμότητα και επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητάς του.
Η έννοια της αξιοκρατίας αναφέρεται στο άρθρο 103 παρ. 7 Συντ. -το οποίο προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001- και αφορά μόνον την πρόσληψη των υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη: «Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας…».
Ωστόσο, οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας εφαρμόζονται επίσης στην υπηρεσιακή εξέλιξη και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Κατά την ορθότερη άποψη, οι εν λόγω αρχές θεμελιώνονται ερμηνευτικά στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 (αρχή ισότητας) και 5 παρ. 1 Συντ. (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) σε συνδυασμό με τη δημοκρατική αρχή (ιδίως άρθρο 1 παρ. 2 και 3 Συντ.) και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.).
Συγκεκριμένα, η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί πρωτίστως εξειδίκευση των αρχών της αναλογικής ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ η αρχή της διαφάνειας, απορρέει ιδίως από την αρχή του κράτους δικαίου και συνιστά αναγκαίο παρακολούθημα της αρχής της αξιοκρατίας.
Τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αξιοκρατίας αναγνωρίζει εξάλλου και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα με αυτή: «Η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων», ενώ σε άλλες αποφάσεις του γίνεται λόγος για την «απορρέουσα από την αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου, κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας». Κατά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της αξιοκρατίας θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.
Αποκλίσεις από τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, είναι μεν δυνατόν να δικαιολογούνται για λόγους ανωτέρας βίας, «υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αποκλίσεις αυτές εισάγονται με τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη, κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου και περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, μέτρο, από την άποψη της εντάσεως, της εκτάσεως και της χρονικής των διάρκειας». Επισημαίνεται εξάλλου ότι η νομολογία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου αναγνωρίζει στον κοινό νομοθέτη, ευρέα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό των κριτηρίων για την πρόσβαση σε θέσεις του Δημοσίου και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Γίνεται έτσι δεκτό ότι τα διάφορα συστήματα επιλογής, συνάδουν με τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές ακόμη και όταν δεν στηρίζονται αποκλειστικά σε αξιοκρατικά κριτήρια, υπό τον όρο όμως να «λειτουργούν απροσώπως και χωρίς διακρίσεις, επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που διασφαλίζουν αδιάβλητη διαδικασία».
Η επιλογή των προϊσταμένων οργανικών μονάδων του Δημοσίου και των άλλων ν.π.δ.δ. αποτελεί την κατεξοχήν διαδικασία στην οποία επιβάλλεται η εφαρμογή της αρχής της αξιοκρατίας. Η πιστή τήρησή της δεν αποτελεί μόνον αναγκαίο όρο για την πραγμάτωση των κανόνων της αναλογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.) και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του υπαλλήλου (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.).
Συνιστά επιπλέον βασική προϋπόθεση για τη διαμόρφωση των απαραίτητων συνθηκών μιας αποτελεσματικής, ορθολογικής και παραγωγικής Δημόσιας Διοίκησης. Η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής, οδηγεί σε πληρέστερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, παρέχει στην πράξη κίνητρα για την αύξηση της αποδοτικότητας και την ανάληψη πρωτοβουλιών από τους υπαλλήλους, περιορίζει τις εντάσεις μεταξύ τους, μειώνει την εμφάνιση φαινομένων διαφθοράς και ενισχύει τις σχέσεις εμπιστοσύνης της Διοίκησης με τους πολίτες. Επομένως, δεν αποσκοπεί μόνον στην εγγύηση βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπαλλήλων και, συνακόλουθα, στη διασφάλιση του κράτους δικαίου, αλλά και στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Πρόκειται για μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις συναγωνιστικής λειτουργίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων με το δημόσιο συμφέρον.
Η επιλογή των ικανότερων υπαλλήλων σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων είναι καθοριστική για την επάρκεια του διοικητικού συστήματος. Πράγματι, οι θέσεις αυτές στην υπαλληλική ιεραρχία έχουν κομβική σημασία ως θέσεις επιτελικού, συχνά, σχεδιασμού, οργάνωσης, ανάθεσης καθηκόντων, προγραμματισμού, συντονισμού ενεργειών, ελέγχου και ευθύνης. Αποτελούν ασφαλώς τις σημαντικότερες από λειτουργική και οργανωτική άποψη θέσεις στο σύστημα άσκησης δημόσιας πολιτικής από τη Διοίκηση. Το γεγονός αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση των Γενικών Διευθυντών, οι οποίοι είναι η κορυφή στην ιεραρχική πυραμίδα των υπηρεσιακών παραγόντων.
Η απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της αξιοκρατίας κατά τη διαμόρφωση κάθε συστήματος επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, είναι συνταγματικά επιβεβλημένη.
Ο κοινός νομοθέτης διαθέτει βέβαια την ευχέρεια να προσδιορίζει κάθε φορά τις διαδικασίες και τα κριτήρια επιλογής, που θεωρεί ότι συνάδουν επαρκέστερα με την εν λόγω συνταγματική αρχή. Η ευχέρεια αυτή δεν είναι ωστόσο απεριόριστη.
Ένα σύστημα επιλογής, το οποίο, δεν διασφαλίζει την αξιοκρατία, αντίκειται ευθέως στο Σύνταγμα.
Τυχόν παρεκκλίσεις από τον κανόνα, πρέπει να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Στην περίπτωση της επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων του ΕΦΚΑ , δεν δικαιολογείται απόκλιση από την αρχή της αξιοκρατίας, αφού κανείς λόγος δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί, ενόψει της φύσεως και των σκοπών που επιτελεί η σχετική διαδικασία, να τη δικαιολογήσει.