Το (εκλογικό) παράδοξο και ο Τσώρτσιλ
Αποτελεί πολιτικό παράδοξο να δηλώνει ο πρωθυπουργός με προτεσταντική επιμονή πως η κυβέρνησή του θα εξαντλήσει το συνταγματικό όριο της τετραετίας και σε πείσμα αυτής της “κοινής αντίληψης” που προσπαθεί να εδραιώσει υπουργοί, βουλευτές και φίλια μέσα ενημέρωσης να καταλήγουν σε ένα “αλλά…”, ακόμα και στην βεβαιότητα πως θα επιβεβαιωθούν τα εκλογικά σενάρια που θέλουν πρόωρη προσφυγή στις κάλπες εντός του έτους.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Θεωρητικά, κάθε φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ερωτάται (όπως στην συνέντευξη που παραχώρησε στον Γ. Αυτιά/Σκάϊ) για το εάν θα προκηρύξει εκλογές θα έπρεπε να απαντά “γιατί με ρωτάτε, δεν πιστεύετε τις προηγούμενες δεσμεύσεις μου;”. Το έχει δηλώσει, άλλωστε, πάνω από δέκα φορές και σε διαφορετικές συγκυρίες, αρχής γεννομένης από την πρώτη του σχετική δέσμευση στην συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της ΔΕΘ, τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Τα σενάρια, ωστόσο, επιβιώνουν και επανέρχονται με δριμύτητα. Ίσως επειδή αποτελεί κοινή πεποίθηση η ρήση του Ουίνστον Τσώρτσιλ “Πολιτική είναι η ικανότητα να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε”.
Η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που ο πρωθυπουργός διαψεύδει το ενδεχόμενο να καταφύγει σε πρόωρες κάλπες υπό το βάρος των συνεπειών της συγκυρίας αλλά και της δυσαρέσκειας που εντείνεται, η πιθανότητα να αποφασίσει το αντίθετο συρρικνώνεται. Ή, καλύτερα, η εξήγηση -κατά τον Τσώρτσιλ- γίνεται δυσκολότερη. Το ίδιο συμβαίνει, άλλωστε, και με το άλλο σενάριο περί αλλαγής του εκλογικού νόμου.
Εκτός από την περίπου βέβαιη έγερση θέματος αντισυνταγματικότητας (να αλλάξει, δηλαδή, ο εκλογικός νόμος και να ισχύσει στην δεύτερη αναμέτρηση μετά την απλή αναλογική), κάτι τέτοιο θα πρόδιδε πολιτικό πανικό εξαιτίας των απωλειών που καταγράφονται δυναμικά, πλέον, στις δημοσκοπήσεις. Και αυτό ακόμα αναγκάζεται να το διαψεύδει με κάθε ευκαιρία.
Όμως, η χώρα έχει ούτως ή άλλως εισέλθει σε μια μακρά παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Ακόμα κι αν η πρωθυπουργική δέσμευση λήξει την άνοιξη του 2023 (χρόνος που ισοδυναμεί με την ολοκλήρωση της τετραετίας που τυπικά κλείνει τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς), επί 16-17 μήνες το πολιτικό σύστημα θα στροβιλίζεται εν μέσω (προεκλογικής) πόλωσης.
Το σοβαρότερο, πρόβλημα, ως εκ τούτου, για τον κ. Μητσοτάκη δεν είναι να πιστέψουν οι πολίτες ότι δεν θα προσφύγει πρόωρα σε εκλογές, τον Ιούνιο, ή τον Σεπτέμβριο. Είναι να πεισθούν οι υπουργοί και οι βουλευτές του που δρουν ήδη σε προεκλογική ατμόσφαιρα, είτε κατεβάζοντας, κάποιοι, τα μολύβια, είτε πλειοδοτώντας σε πιεστικά αιτήματα παροχών. Και, παράλληλα, να το πιστέψουν στις Βρυξέλλες όπου διαμορφώνεται η αίσθηση πως η οικονομία επηρεάζεται από τον πολιτικό κύκλο και πως οι μεταρρυθμίσεις τίθενται πια στην μέγγενη του πολιτικού κόστους.