Ανάλυση BBC: Υπάρχει διπλωματική διέξοδος στην Ουκρανική κρίση; – Τα σενάρια που βρίσκονται στο τραπέζι ενώ ηχούν τα “τύμπανα του πολέμου”
H Ρωσία συνεχίζει να ενισχύει τις δυνάμεις της γύρω από την Ουκρανία, και η Δύση συνεχίζει να απειλεί με τρομερές συνέπειες αν περάσει έστω και ένα πόδι από τα σύνορα. Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης βρίσκεται η πρωτεύουσα της Ουκρανίας λόγω του συναγερμού που σήμανε περί εισβολής της Ρωσίας στη χώρα. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν υπάρχει διπλωματική διέξοδος, μια έξοδος από αυτή την αντιπαράθεση που να είναι ειρηνική και βιώσιμη, όπως ευλόγως διερωτάται το BBC.
Οι διπλωμάτες μιλούν για μια «ράμπα εξόδου», έναν τρόπο με τον οποίο όλες οι πλευρές μπορούν να βγουν από τον δρόμο προς τον πόλεμο. Αλλά η εύρεση ενός τέτοιου δρόμου δεν είναι εύκολη, υπόθεση. Οποιοσδήποτε συμβιβασμός θα είχε κάποιο τίμημα. Εδώ, όμως, υπάρχουν κάποιες πιθανές διαδρομές που δεν συνεπάγονται στρατιωτική και άρα αιματηρή έκβαση.
- Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, οι δυτικές δυνάμεις θα απέτρεπαν αποτελεσματικά οποιαδήποτε εισβολή πείθοντας τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν ότι το κόστος θα υπερέβαινε τα οφέλη.
Θα τον έπειθαν ότι οι ανθρώπινες απώλειες, οι οικονομικές κυρώσεις και τα διπλωματικά πλήγματα θα ήταν τόσο μεγάλα που το ισοζύγιο κόστους/οφέλους για τη Ρωσία θα ήταν αρνητικό ακόμη και αν είχε στρατιωτικά κέρδη στο πεδίο της μάχης.
Θα έπρεπε να φοβάται ότι η Δύση θα μπορούσε να υποστηρίξει μια στρατιωτική εξέγερση στην Ουκρανία, καθηλώνοντάς τον έτσι σε έναν δαπανηρό πόλεμο για χρόνια. Ο κ. Πούτιν θα έπρεπε να πιστεύει ότι αυτό το κόστος θα μείωνε την εγχώρια δημοφιλία του και, ως εκ τούτου, θα απειλούσε την ηγεσία του.
Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, η Δύση θα έπρεπε επίσης να επιτρέψει στον κ. Πούτιν να διεκδικήσει μια διπλωματική νίκη, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως ειρηνικό πρωταγωνιστή που δεν ήταν πρόθυμος να απαντήσει στρατιωτικά στις προκλήσεις του ΝΑΤΟ.
Ο κ. Πούτιν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε επιτέλους τραβήξει την προσοχή της Δύσης και ότι οι ηγέτες της αντιμετώπιζαν αυτό που αποκαλούσαν «νόμιμες ανησυχίες του για την ασφάλειά του». Η Ρωσία θα υπενθύμιζε στον κόσμο ότι ήταν μια μεγάλη δύναμη και θα βάθαινε την παρουσία της στη Λευκορωσία.
Η δυσκολία με αυτό το σενάριο είναι ότι θα ήταν εξίσου εύκολο να υποστηρίξει κανείς ότι ο κ. Πούτιν απέτυχε. Οι ενέργειές του θα είχαν ενώσει τη Δύση, θα είχαν οδηγήσει το ΝΑΤΟ να μετακινήσει δυνάμεις πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και θα είχαν ενθαρρύνει τη Σουηδία και τη Φινλανδία να εξετάσουν το ενδεχόμενο ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Το πρόβλημα είναι ότι αν ο κ. Πούτιν επιθυμεί να ελέγξει την Ουκρανία και να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ, υπάρχουν λίγοι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να υποχωρήσει τώρα.
Οι δυτικές δυνάμεις έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσουν από βασικές αρχές, όπως η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, το δικαίωμά της να επιδιώξει την ένταξη στο ΝΑΤΟ, το οποίο πρέπει να έχει «ανοικτή πόρτα» σε κάθε χώρα που επιθυμεί να ενταχθεί.
- Ωστόσο, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν, παρ’ όλα αυτά, αποδεχθεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί κοινό έδαφος σε ευρύτερα ευρωπαϊκά ζητήματα ασφάλειας.
Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αναβίωση των συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών για τη μείωση του αριθμού των πυραύλων και στις δύο πλευρές, την ενίσχυση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των ρωσικών και των νατοϊκών δυνάμεων, τη μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τις στρατιωτικές ασκήσεις και τη θέση των πυραύλων και τη συνεργασία για τις δοκιμές αντιδορυφορικών όπλων.
Η Ρωσία έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι αυτά τα ζητήματα δεν θα ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν την κύρια ανησυχία της ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα είχε κόστος για την ασφάλειά της.
Αλλά αν, ας πούμε, οι αναπτύξεις πυραύλων του ΝΑΤΟ μειωθούν σημαντικά, αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τουλάχιστον ορισμένες ρωσικές ανησυχίες. Κατά κάποιο τρόπο, ο Πούτιν έχει ήδη κερδίσει εδώ: Η Ευρώπη έχει προσφάτως εμπλακεί σε έναν διάλογο για την ασφάλεια με τους όρους της Ρωσίας.
Πρόκειται για μια δέσμη συμφωνιών που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης το 2014 και το 2015 στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας, το Μινσκ, και είχε σχεδιαστεί για να τερματιστεί ο πόλεμος μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των ανταρτών που υποστηρίζονται από τη Ρωσία στην ανατολική Ουκρανία.
Προφανώς απέτυχε – οι μάχες συνεχίζονται. Αλλά τουλάχιστον έθεσε μια πορεία προς την κατάπαυση του πυρός και μια πολιτική διευθέτηση με βάση ένα πιο ομοσπονδιακό σύνταγμα.
- Δυτικοί πολιτικοί έχουν προτείνει ότι η αναβίωση των συμφωνιών του Μινσκ θα μπορούσε τώρα να αποτελέσει λύση στην κρίση. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι το Μινσκ ήταν «ο μόνος δρόμος που μας επιτρέπει να οικοδομήσουμε την ειρήνη». Το πρόβλημα είναι ότι οι διατάξεις της συμφωνίας είναι δαιδαλώδεις και αμφισβητούμενες.
Το Κρεμλίνο απαιτεί ότι η Ουκρανία πρέπει να διεξάγει τοπικές εκλογές για να ενισχύσει τους φιλορώσους πολιτικούς. Το Κίεβο θέλει πρώτα η Μόσχα να αφοπλίσει και να απομακρύνει τους Ρώσους μαχητές.
Η μεγαλύτερη διαφωνία αφορά το πόση αυτονομία θα δώσει το Μινσκ στους αποσχισθέντες θύλακες στο Ντονμπάς. Το Κίεβο λέει μέτρια αυτοδιοίκηση. Η Μόσχα διαφωνεί και λέει ότι το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ θα πρέπει να έχουν λόγο στην εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας και συνεπώς δικαίωμα βέτο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ.
- Και αυτός είναι ο μεγάλος φόβος στο Κίεβο: ότι η αναβίωση του Μινσκ είναι στενογραφία για τον αποκλεισμό της Ουκρανίας από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, χωρίς τα μέλη του ΝΑΤΟ να το λένε ρητά. Έτσι, η συμφωνία και η λαϊκή υποστήριξη στην Ουκρανία είναι απίθανη.
Θα μπορούσε να πεισθεί η Ουκρανία να υιοθετήσει κάποιο είδος ουδετερότητας; Υπήρξαν αναφορές – που στη συνέχεια διαψεύστηκαν – ότι Γάλλοι αξιωματούχοι πρότειναν στην Ουκρανία να πάρει ως πρότυπο τη Φινλανδία.
Η Φινλανδία υιοθέτησε επίσημη ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο και δημοκρατικό κράτος. Παρέμεινε – και παραμένει – εκτός του ΝΑΤΟ.
Θα μπορούσε αυτό να είναι ελκυστικό για το Κίεβο; Θα απέφευγε ένα στρατιωτικό αποτέλεσμα. Θα μπορούσε, θεωρητικά, να ικανοποιήσει την επιθυμία του κ. Πούτιν να μην ενταχθεί ποτέ η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ.
Και η συμμαχία δεν θα χρειαζόταν να συμβιβαστεί με την πολιτική της “ανοικτής πόρτας”: Η Ουκρανία θα είχε κάνει την κυρίαρχη επιλογή της να μην ενταχθεί. Αλλά θα το υποστήριζε αυτό η Ουκρανία; Πιθανότατα όχι, διότι η ουδετερότητα θα άφηνε ουσιαστικά την Ουκρανία ανοιχτή στη ρωσική επιρροή.
Μπορεί να είναι δύσκολο να επιβληθεί η ουδετερότητα, και θα τηρούσε η Ρωσία τους όρους της; Η ουδετερότητα θα ήταν μια σημαντική παραχώρηση από το Κίεβο, το οποίο θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις ευρωατλαντικές του φιλοδοξίες. Η ουδετερότητα θα μπορούσε επίσης να καταστήσει ακόμη πιο μακρινή την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μήπως είναι δυνατόν η τρέχουσα αντιπαράθεση απλώς να παραμείνει – αλλά να μειωθεί σε ένταση με την πάροδο του χρόνου; Η Ρωσία θα μπορούσε να αποσύρει σιγά-σιγά τα στρατεύματά της στους στρατώνες, δηλώνοντας ότι οι ασκήσεις τους τελείωσαν. Ταυτόχρονα όμως θα μπορούσε να αφήσει πίσω της πολύ στρατιωτικό εξοπλισμό, για παν ενδεχόμενο.
Η Μόσχα θα μπορούσε να συνεχίσει να υποστηρίζει τις δυνάμεις των ανταρτών στο Ντονμπάς. Και όλο αυτό το διάστημα, η πολιτική και η οικονομία της Ουκρανίας θα συνέχιζαν να αποσταθεροποιούνται από τη συνεχή απειλή της Ρωσίας.
Με τη σειρά της, η Δύση θα διατηρούσε μια ενισχυμένη παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες της θα συνέχιζαν να εμπλέκονται σποραδικά με τους Ρώσους ομολόγους τους, όπου οι συνομιλίες συνεχίζονταν – αλλά ελάχιστη ουσιαστική πρόοδος σημειωνόταν.
Η Ουκρανία θα συνέχιζε να αγωνίζεται. Αλλά τουλάχιστον δεν θα γινόταν πόλεμος πλήρους κλίμακας. Και σιγά σιγά η αντιπαράθεση θα εξαφανιζόταν από τα πρωτοσέλιδα και θα ξαναέμπαινε στον μακρύ κατάλογο των παγωμένων συγκρούσεων που εξαφανίζονται από την προσοχή της κοινής γνώμης.
Καμία από αυτές τις επιλογές δεν είναι εύκολη ή πιθανή. Όλες προϋποθέτουν συμβιβασμό. Ο φόβος στο Κίεβο είναι ότι η Ουκρανία μπορεί να είναι η χώρα που θα πρέπει να συμβιβαστεί περισσότερο. Ο υπολογισμός, όμως, είναι αν η απειλή μιας καταστροφικής σύγκρουσης είναι πραγματική και αν ναι, τι θα μπορούσε να γίνει για να αποφευχθεί.
Το μόνο ίχνος ελπίδας αυτή τη στιγμή είναι ότι όλες οι πλευρές φαίνονται ακόμη πρόθυμες να συζητήσουν, έστω και άκαρπα. Και όσο περισσότερο συνεχίζουν να μιλούν, τόσο περισσότερο η διπλωματική πόρτα για μια λύση παραμένει ανοιχτή, έστω και αν είναι απλώς μισάνοιχτη.