“Πυρετός ΚΙΝ.ΑΛ” στο Μαξίμου- Διαφωνίες για την επίθεση σε Ανδρουλάκη- Γκρίνια για τον αιφνιδιασμό και τις δημοσκοπήσεις-“Στον αέρα” το αφήγημα αυτοδυναμίας
Σοβαρές ενστάσεις και διαφωνίες στην κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ προκαλεί η τακτική της μετωπικής επίθεσης στο Κίνημα Αλλαγής που τις τελευταίες ημέρες έλαβε ακόμα και χαρακτηριστικά προσωπικής προσβολής στον Νίκο Ανδρουλάκη από τον υπουργό Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη παρότι τελικώς διεγράφη η συγκεκριμένη αναφορά από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Βουλής.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Όπως πληροφορείται το libre, βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος μεταφέρουν την δυσφορία τους στο Μέγαρο Μαξίμου και δηλώνουν αιφνιδιασμένοι από το διπλό μέτωπο -προς τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και προς το ΚΙΝ.ΑΛ-, επισημαίνοντας πως αφενός δεν μπορούν εύκολα αρκετοί από αυτούς να το υπηρετήσουν, αφετέρου αναφέρουν πως δημιουργεί τάσεις αποσυσπείρωσης σε τοπικά εκλογικά ακροατήρια της Ν.Δ.
“Έχω πολλούς ψηφοφόρους που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και μας λένε πως νοιώθουν ότι προσβάλλονται”, ανέφερε χαρακτηριστικά βουλευτής που εκλέγεται σε περιφέρεια του Πειραιά, ενώ, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ακόμα και προβεβλημένοι υπουργοί, όπως ο Κυριάκος Πιερακκάκης που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ και διετέλεσε στενός συνεργάτης του Ευάγγελου Βενιζέλου, εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις για την συγκεκριμένη τακτική.
Το γεγονός, μάλιστα, πως την τακτική αυτή έσπευσαν να υιοθετήσουν και να εκπροσωπήσουν υπουργοί και στελέχη, όπως, για παράδειγμα, ο Άδωνις Γεωργιάδης, με σαφή υπερ-δεξιά σηματοδότηση, θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει, εφόσον συνεχισθεί και ενταθεί, ακόμα μεγαλύτερες απώλειες στον χώρο του κέντρου στον οποίο προσβλέπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Θεωρείται, δε, πως όλα τα παραπάνω δημιουργούν εκρηκτικό συνδυασμό με την ατυχή δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Θοδωρή Σκυλακάκη για την φορολογία στα καύσιμα και το ο,τι δεν προωθείται ως μέτρο επειδή αφορά εκείνους που έχουν αυτοκίνητο και αφήνει εκτός πλαισίου περίπου 2 εκατ. πολίτες που δεν έχουν. Κυβερνητική πηγή που διαφωνεί με την τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών έλεγε στο libre πως η δήλωση ισοδυναμεί με έμμεση απεμπόληση του ακροατηρίου της λεγόμενης μεσαίας τάξης που διαθέτει αυτοκίνητο, ή ακόμα και οικογένειες που έχουν δύο αυτοκίνητα αποκτηθέντα, όμως, σε παλαιότερες εποχές.
Ποιοί και γιατί διαφωνούν
Εκείνο, ωστόσο, που εγείρει ερωτηματικά για την τακτική κατά μέτωπον επίθεσης στο ΚΙΝ.ΑΛ είναι, όπως συζητείται ευρέως στους κόλπους της Κ.Ο της Ν.Δ, πως δημιουργείται η αίσθηση της απομόνωσης καθώς η κυβέρνηση βάζει απέναντί της εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Νίκο Ανδρουλάκη και, παράλληλα, δημιουργεί την εντύπωση πως Κουμουνδούρου και Χαριλάου Τρικούπη μπορούν δυνητικά να συγκροτήσουν κυβέρνηση συνεργασίας. “Επιβεβαιώνει το αφήγημα περί προοδευτικής διακυβέρνησης και ταυτόχρονα δείχνει πως είμαστε μόνοι μας”, έλεγε στο libre κυβερνητικό στέλεχος.
Προκαλείται, δε, σύγχυση καθώς κατά το παρελθόν η κυβέρνηση ενσωμάτωσε ή προσπάθησε να ενσωματώσει στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ εναντίον του οποίου στρέφει τώρα τα βέλη της. Πέραν του Μιχ. Χρυσοχοϊδης στον οποίο στηρίχθηκε ολόκληρη η πολιτική περί ασφάλειας, ή της Λίνας Μενδώνη, ή ακόμα και του κ. Πιερακκάκη, ήταν και άλλα εκσυγχρονιστικά στελέχη (Α. Διαμαντοπούλου, Γ. Φλωρίδης κ.ά) που έρχονται σε δύσκολη θέση από την κυβερνητική τακτική.
Το πρώτο λάθος- “Κλείνει” η πόρτα και για τον Βελόπουλο
Το “κακό” φαίνεται πως ξεκίνησε από τον αιφνιδιασμό του Μεγάρου Μαξίμου, καθώς θεωρούνταν βέβαιο πως η εκλογή Ανδρουλάκη θα πλήξει αποκλειστικά ή κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, όμως (Pulse, ProRata) καθίσταται σαφές πως οι διαρροές ψήφων αφορούν εξίσου, ή και λίγο περισσότερο τη Ν.Δ απ΄ ότι τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μείζον λάθος πολιτικής πρόβλεψης που εξελίχθηκε σε επικοινωνιακό πανικό σε συνδυασμό με την ραγδαία φθορά που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις εξαιτίας της αποτυχημένης διαχείρισης της πρόσφατης κακοκαιρίας, της πανδημίας, και, κυρίως, του πολιτικού ηφαιστείου που δημιουργούν η ακρίβεια (ενέργεια) και οι ανατιμήσεις. Αυτό το λάθος -η αρχική πρόβλεψη- επιχειρείται τώρα να καλυφθεί με το νέο λάθος της επίθεσης στο ΚΙΝ.ΑΛ που τείνει να απομακρύνει τη Ν.Δ από τον ενδιάμεσο (κεντρώο) χώρο. Η δημοσκόπηση της Pulse έδειξε, άλλωστε, προϊούσα φθορά του κεντρώου προφίλ του πρωθυπουργού, ο οποίος αποκτά αντίπαλο στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη, ενώ και ο Αλέξης Τσίπρας διεκδικεί, πλέον, μερίδα στον χώρο αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται από πολλούς προβληματική και η δήλωση του υπουργού Επικρατείας Άκη Σκέρτσου που εγκάλεσε το ΚΙΝ.ΑΛ γιατί δεν “τιμά” την συγκυβέρνηση του 2012-15 (με αφορμή, υποτίθεται, την μη υπεράσπιση του Ευάγγελου Βενιζέλου σχετικά με το θέμα της Novartis). Κι αυτό διότι αποτελεί προϋπόθεση αυτονομίας και όρο επιβίωσης για τον νέο αρχηγό του ΚΙΝ.ΑΛ να αποστασιοποιείται από εκείνη την περίοδο (παρότι κατά την αρχηγία Βενιζέλου εξελέγη γραμματέας του κόμματος), ώστε να μην ταυτίζεται με τη Ν.Δ και να δίνει πόντους στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μία άλλη σοβαρή διάσταση που θέτουν οι διαφωνούντες είναι πως με την τακτική επίθεσης στο ΚΙΝ.ΑΛ η Ν.Δ δείχνει πως δεν υπάρχει γι αυτήν καμία εναλλακτική λύση πλην αυτής της αυτοδυναμίας. Δημιουργεί, δηλαδή, την εντύπωση πως δεν μπορεί να συνεργαστεί με τον Νίκο Ανδρουλάκη και πως εφόσον δεν επιτευχθεί η αυτοδυναμία θα προκύψει αδιέξοδο ακυβερνησίας. Θεωρητικά, σε μία τέτοια περίπτωση, μοναδικός δυνητικός εταίρος θα μπορούσε να είναι -με τα σημερινά δεδομένα- μόνο η Ελληνική Λύση. Όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, με ρεπορτάζ που θα δουν το φως της δημοσιότητας το Σαββατοκύριακο αλλά και με δηλώσεις στελεχών θα αποκλειστεί ακόμα και αυτό το ενδεχόμενο. Κάτι, όμως, που το αποκλείει και ο Κυριάκος Βελόπουλος.
Ορισμένοι παρατηρούν με ενδιαφέρον την έμμεση προβολή από φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, ακόμα και από την ΕΡΤ, του Φαήλου Κρανιδιώτη (που συμπροεδρεύει με τον Θάνο Τζήμερο στη Δημιουργία), γεγονός που δημιουργεί την αίσθηση πως εφόσον το κόμμα αυτό εξασφαλίσει την είσοδο στη Βουλή θα μπορούσε να είναι κυβερνητικός εταίρος. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η Ν.Δ θα στραφεί ολοκληρωτικά προς τα δεξιά αφήνοντας εντελώς ακάλυπτο τον χώρο του κέντρου και θα ενισχύσει τους Νίκο Ανδρουλάκη, πρωτίστως, και Αλέξη Τσίπρα.
Οι δημοσκοπήσεις εντείνουν την ανησυχία
Το κλίμα αυτό αποτυπώνουν, όμως, και οι δημοσκοπήσεις. Η αυτοδυναμία, ως στόχος, φαίνεται πως απομακρύνεται εάν συνεχιστούν οι δημοσκοπικές απώλειες. Για να την αποκτήσει η Ν.Δ πρέπει να συγκεντρώσει -στην δεύτερη αναμέτρηση με το νέο εκλογικό νόμο- ποσοστό κοντά στο 38%, κάτι που σήμερα φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο. Εάν το Μαξιμου “κάψει” το χαρτί μιας πιθανής κυβέρνησης συνεργασίας με το ΚΙΝ.ΑΛ, λένε αρκετοί στη Ν.Δ, τότε θα οδηγηθεί η χώρα σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση με υψηλό βαθμό κινδύνου να χαθεί το η υπεροπλία που διαθέτει ακόμα το κυβερνών κόμμα.
Σύμφωνα με προβολές που κάνουν αρκετοί δημοσκόποι που ενημερώνουν το Μέγαρο Μαξίμου, αυτή τη στιγμή και υπό το βάρος της δυσμενούς για την κυβέρνηση συγκυρίας, η Ν.Δ βρίσκεται περίπου στο 30-31%, ο ΣΥΡΙΖΑ κυμαίνεται μεταξύ 22-24%, το δε ΚΙΝ.ΑΛ είναι κοντά στο να κλειδώσει το 14% με τάση να φθάσει και το 15%. Αυτό το αποτύπωμα, εφόσον δεν ανατραπεί από κυβερνητικές πρωτοβουλίες (όπως αυτές που ανακοινώθηκαν και άλλες που θα ανακοινωθούν σύντομα) μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπές συσχετισμών και να ανοίξει το πολιτικό παιχνίδι με όχι ευνοϊκούς όρους για τη Ν.Δ. Μπορεί το μείζον να μην είναι η διαφορά μεταξύ της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, όπως λένε βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος που ζουν την ατμόσφαιρα στις εκλογικές τους περιφέρειες, εάν αυτή παγιωθεί στις 7 μονάδες ουδείς μπορεί να προβλέψει τις κινήσεις του εκλογικού σώματος από τη στιγμή που θα προκηρυχθούν εκλογές.
Στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατούν διαφορετικές απόψεις, σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένες πληροφορίες ο πρωθυπουργός δέχεται εισηγήσεις να ανακοπεί το κύμα επίθεσης προς το ΚΙΝ.ΑΛ, χωρίς, όμως, να είναι βέβαιο πως θα εισακουστούν. Παράλληλα, πολλοί βουλευτές θεωρούν βέβαιο πως η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες είναι μονόδρομος για να ανακοπεί το κλίμα φθοράς. Κάποιοι λένε, μάλιστα, πως εφόσον η κυβέρνηση περάσει το ορόσημο του Ιουλίου που κλείνει τρία χρόνια στη διακυβέρνηση και εισέλθει στο τέταρτο έτος, δεν θα κατηγορηθεί εάν ο πρωθυπουργός αποφασίσει να διεξαχθούν οι εκλογές τον Σεπτέμβριο.