Ο τακτικιστής Μακρόν και η Eυρώπη μέσα από τα μάτια των Ηλυσίων Πεδίων
Ποιος Ευρωπαίος αρχηγός κράτους ή κυβέρνησης, φθάνοντας στη Βουδαπέστη, στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης, και απευθυνόμενος στον Βίκτορ Ορμπάν, είπε: “Έχουμε πολιτικές διαφωνίες, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να δουλέψουμε μαζί για την Ευρώπη”; Το μυαλό όσων παρακολουθούν την ευρωπαϊκή πολιτική ζωή θα πήγαινε, κατά πάσα πιθανότητα, στον Πολωνό Πρόεδρο Άντρζεϊ Ντούντα ή στον Σλοβένο πρωθυπουργό Γιάνες Γιάνσα.
Του Βαγγέλη Δ. Μαρινάκη
Όμως αυτός που προέβη στην παραπάνω διαπίστωση δεν ήταν άλλος από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Οι φιλοφρονήσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Ο Μακρόν δήλωσε ευθαρσώς πως “υπάρχει ξεκάθαρη σύγκλιση με την ομάδα του Βίσεγκραντ” σε ό,τι αφορά την ανάγκη περιορισμού των μεταναστευτικών ροών, περιγράφοντας μάλιστα τους αιτούντες άσυλο των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν ως “άτομα που δεν έχουν δικαίωμα να μείνουν στην Ευρώπη”.
Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η συντηρητική μεταστροφή στο λόγο του άλλοτε κατεξοχήν εκφραστή της φιλελεύθερης Ευρώπης; Μια πρώτη προσέγγιση συνδέει αυτή την αλλαγή στάσης με την αγωνία του να εξασφαλίσει μια δεύτερη προεδρική θητεία. Δεν θα είναι εξάλλου η πρώτη φορά που ο ένοικος των Ηλυσίων Πεδίων εγκαταλείπει κάθε στοιχείο του αρχικά ορμητικού κεντρισμού του χάριν της ασφάλειας των αξιών της παραδοσιακής συντήρησης, από το αδιάκοπο κρεσέντο αστυνομικής βίας έως τη μείωση φόρων για τους πλούσιους. Ούτε πρέπει να λησμονείται ότι η υιοθέτηση μέρους της ρητορικής ή ακόμη και του εκλογικού προγράμματος της Ακροδεξιάς, στη λογική της ενσωμάτωσης της εκλογικής της πελατείας, αποτελεί πάγια τακτική των ηγετών της χώρας, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Επιπλέον, ο προσεταιρισμός των κρατών του Βίσεγκραντ, παραδοσιακού πόλου επιρροής της Γερμανίας, θα προσέδιδε εμμέσως πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα και δυνατότητα μόχλευσης στο Παρίσι, ως προνομιακό συνομιλητή και κατευναστή τους.
Μια άλλη οπτική αφορά την επιλογή “διαμερισματοποίησης” στην οποία φαίνεται πως έχουν καταλήξει από κοινού Παρίσι και Βερολίνο σε ό,τι αφορά την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Υπό αυτή την έννοια, η απομόνωση Βουδαπέστης και Βαρσοβίας έχει λάβει τέλος, αφού οι επικεφαλής του γαλλογερμανικού άξονα δείχνουν διατεθειμένοι να αποδεχτούν την αλά καρτ ευρωπαϊκή ένταξη που έχουν υιοθετήσει οι Ορμπάν και Μοραβιέσκι, στο βωμό των εσωτερικών συσχετισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλωτικό αυτής της κατεύθυνσης συνύπαρξης με τους μέχρι πρότινος “παρίες”, εξάλλου, είναι και το πρόγραμμα της γαλλικής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, στα πλαίσια του οποίου τα ακανθώδη ζητήματα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αντιμετώπισης της πολιτικής διαφθοράς απουσιάζουν από τις προτεραιότητες και καταλαμβάνουν θέση υποπαραγράφου σε μια γενική αναφορά περί κράτους δικαίου και θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Αν εξετάσει κανείς τις συγκεκριμένες προτεραιότητες, δεν μπορεί να προσπεράσει την εκτενή αναφορά του κειμένου της γαλλικής ατζέντας στις σχέσεις Ευρώπης-Αφρικής και την ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνουν οι έννοιες της άμυνας και της ασφάλειας. Τα δύο ζητήματα όχι μόνο δεν αλληλοαποκλείονται αλλά, αντίθετα, αλληλοσυμπληρώνονται κατά πολλούς τρόπους. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαίο ότι η αποκατάσταση της εφοδιαστικής αλυσίδας και η ανάπτυξη επενδυτικών συνεργειών ικανών να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, ώστε να αποτραπεί η αδιάκοπη ροή μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη, συνοδεύονται από αναφορές στην ανάγκη δημιουργίας μιας “ευρωπαϊκής δύναμης ταχείας παρέμβασης” (η οποία πιθανόν να συνεπικουρεί τις γαλλικές δυνάμεις στο γνώριμο πια σε μας Σαχέλ) και ενός μηχανισμού αποτελεσματικής επιστροφής εκείνων οι αιτήσεις ασύλου των οποίων απορρίφθηκαν.
Η αρχή της συνέπειας διέπει τα άλλα δύο βασικά σημεία των διακηρύξεων του Γάλλου ηγέτη, την ανάγκη αναβάθμισης της σχέσης της Ένωσης με τη Ρωσία και την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Πολλοί αναρωτιούνται κατά πόσον μια εξάμηνη προεδρία, ακόμη και με το ειδικό βάρος του Παρισιού, είναι ικανή να επηρεάσει σημαντικά την πορεία των δύο εγχειρημάτων, χρεώνοντας στον Μακρόν την αναπαραγωγή μιας μεγαλοστομίας ανάλογης του θεσμού που υπηρετεί αλλά αναντίστοιχης του τρέχοντος ευρωπαϊκού συσχετισμού. Περίπτωση ενδεικτική η αδυναμία μιας μερικής, έστω, πολιτικής και αμυντικής χειραφέτησης της ΕΕ από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, με τον γαλλογερμανικό άξονα να δέχεται την απονεύρωση του επιδιαιτητικού του ρόλου στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Μινσκ, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση με το ρωσοφοβικό μπλοκ της ΕΕ (Πολωνία, οι τρεις βαλτικές χώρες, Σουηδία και Φινλανδία).
Επιστρέφοντας στις γαλλικές κάλπες, το μόνο πραγματικό αίνιγμα συνίσταται στο τι θα σημάνει μια ήττα Μακρόν για το μέλλον της Ένωσης. Αν και μέχρι τώρα κανείς από τους επικρατέστερους υποψηφίους για τη γαλλική προεδρία –με εξαίρεση τον αριστερό Ζαν-Λυκ Μελανσόν– δεν θέτει θέμα αποχώρησης από την ΕΕ, μια νίκη ενός εκ των ακροδεξιών Ζεμούρ ή Λεπέν εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε μια επιστροφή στο εθνικό κράτος και, κατ’ επέκταση, στην αποδυνάμωση των Βρυξελλών ως κοινοτικού κέντρου λήψης αποφάσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η εκπρόσωπος της θεσμικής Κεντροδεξιάς –και πιθανότερη αντίπαλος του Μακρόν στον δεύτερο γύρο– Βαλερί Πεκρές, η οποία έχει υιοθετήσει την ίδια θέση με αυτή των κυβερνώντων στη Βαρσοβία, ότι δηλαδή η εθνική νομοθεσία υπερέχει της ευρωπαϊκής.
Προς το παρόν και με βάση τα υπάρχοντα δημοσκοπικά δεδομένα, η προοπτική της διασάλευσης της ευρωπαϊκής “κανονικότητας» δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Δεν μπορεί, ωστόσο, παρά να διερωτηθεί κανείς μήπως εκείνος που πρώτος ευθύνεται για την παρέκκλιση από τις ευρωπαϊκές νόρμες δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Γάλλο Πρόεδρο. Πότε με τη συνυπογραφή της Συνθήκης του Κυρηναλίου, πότε με την υιοθέτηση μιας “φυγόκεντρης” παραλλαγής της ΕΕ που εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα στη σκιά μιας ρεαλπολιτίκ εσωτερικών συσχετισμών, η υπό διαμόρφωση κατάσταση παραπέμπει –με ευθύνη και του ίδιου του Μακρόν– περισσότερο στην Ευρώπη του τέλους του 19ου αιώνα παρά σε αυτή του 21ου.
*Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 3ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ