Η ευρωπαϊκή οικονομία στη δίνη των περιβαλλοντικών στόχων;
Κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες συντελούνται σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ των άλλων, σημαντικές εξελίξεις στην αναδιάρθρωση της γεωγραφίας της παραγωγής και στην αλλαγή του γεωπολιτικού-γεωοικονομικού συσχετισμού δυνάμεων, οι οποίες ωθούμενες από την πλήρη απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων στην παγκόσμια οικονομία, δημιούργησαν, κατά βάση, συνθήκες σημαντικής αύξησης της μόλυνσης του περιβάλλοντος, ανησυχητικής διεύρυνσης των ανισοτήτων στο εισόδημα και τον πλούτο, φτωχοποίησης του πληθυσμού (97 εκατομ. νέων φτωχών λόγω πανδημίας το 2021 κατά την Παγκόσμια Τράπεζα) και αναρρίχησης σε υψηλά επίπεδα της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση
Τα δεδομένα αυτά, παρά το γεγονός ότι αποκαλύπτουν με τον πιο εύληπτο τρόπο την συντελούμενη διεύρυνση της άνισης κατανομής των ωφελειών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, παραβλέπονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), την Παγκόσμια Τράπεζα, τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, κ.λ.π., προβάλλοντας διαχρονικά την λανθασμένη τεχνικά και επιστημονικά άποψη ότι οι πολιτικές κοινωνικής συνοχής και αναδιανομής του εισοδήματος υπονομεύουν την ανάπτυξη της διεθνούς και της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Έτσι, κατά την άποψη τους, το συντελούμενο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα της πλήρους απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργώντας νέες συνθήκες ταχείας εξέλιξης της ψηφιακής τεχνολογίας, της ρομποτικής, της νανοτεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης, της εργασιακής και κοινωνικής αποδιάρθρωσης, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας, με όρους όμως ανισοτήτων, εργασιακής ανασφάλειας και κοινωνίας 2/3 τόσο στις αναδυόμενες υπανάπτυκτες, όσο και στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
- Πράγματι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με σχετική Έκθεση (Eurofound, 2020), το 10% των εργαζομένων (15% στην Ελλάδα) αισθάνονται ανασφαλείς στην εργασία τους και κοινωνικο-οικονομικά περιθωριοποιημένοι, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τις επικρατούσες συνθήκες και τους όρους λειτουργίας της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Επιπλέον των προαναφερόμενων δεδομένων, η ευρωπαϊκή οικονομία θα κληθεί, για τα επόμενα χρόνια, στις δυσμενείς συνθήκες των παρενεργειών του κορονοϊού, να αποφασίσει, μεταξύ των άλλων, κατά την ευρωπαϊκή συζήτηση του πρώτου εξαμήνου του 2022 (Γαλλική Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τις χρηματοδοτικές δυνατότητες επίτευξης των περιβαλλοντικών στόχων, των πράσινων, των ψηφιακών και των κοινωνικών επενδύσεων και παρεμβάσεων αντιμετώπισης της φτώχειας, των ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού. Όμως, μία τέτοια επιβαλλόμενη εκ των πραγμάτων ευρωπαϊκή στρατηγική δεν συνάδει με τους υφιστάμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας.
- Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατη (2021) Έκθεση του Ινστιτούτου Bruegel αναφέρεται ότι τα σημερινά δεδομένα και οι διακηρυγμένοι περιβαλλοντικοί στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την αναθεώρηση των υφιστάμενων θεμελιωδών αρχών και κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι εάν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν επικεντρωθούν στην στρατηγική προτεραιότητα επίτευξης υψηλών και σταθερών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην αύξηση των παραγωγικο-ψηφιακών, πράσινων και κοινωνικών επενδύσεων, που δεν θα υπολογίζονται στο δημόσιο έλλειμμα και το χρέος, τότε οι ασκούμενες πολιτικές βιωσιμότητας των δημοσιονομικών μεγεθών των κρατών-μελών θα αναβιώσουν τις πολιτικές των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, της λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας της απελθούσης δεκαετίας.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Έκθεση του Ινστιτούτου Bruegel δεν θα πρέπει « οι επενδύσεις αυτή την φορά να είναι το μεγάλο θύμα των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής», ιδιαίτερα όταν « χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, αντιμετώπιζαν ισχυρές πιέσεις από τις αγορές».
- Πιο συγκεκριμένα, η Έκθεση εκτιμά ότι η επίτευξη του μακροπρόθεσμου (2050) στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μηδενικές εκπομπές ρύπων, απαιτούν ετήσιες επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια και τις μεταφορές της τάξης του 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει μία μέση ετήσια αύξηση των επενδύσεων στην Ευρώπη κατά 360 δις ευρώ.
Αντίστοιχα, η Έκθεση εκτιμά ότι η επίτευξη του μεσοπρόθεσμου (2030) για μείωση των εκπομπών ρύπων κατά 55% απαιτεί μία αύξηση των επενδύσεων της τάξης των 683 δις ευρώ κατά την τρέχουσα δεκαετία. Στην προοπτική αυτή, η ετήσια αύξηση των πράσινων, των κοινωνικών, κ.λ.π. επενδύσεων δεν απαιτείται να επιβαρύνει τους Κρατικούς Προϋπολογισμούς και τα δημόσια οικονομικά των κρατών-μελών. Κι’ αυτό γιατί οι ανισότητες, σύμφωνα με την πρόσφατη (2021) Έκθεση του Εργαστηρίου των Παγκόσμιων Ανισοτήτων-WIL, του εισοδήματος και του πλούτου συσχετίζονται με τις περιβαλλοντικές ανισότητες και τις ανισότητες ως προς την ευθύνη της κλιματικής κρίσης.
Ως εκ τούτου, η χρηματοδότηση των πράσινων επενδύσεων, των κοινωνικών υποδομών και των ασκούμενων πολιτικών αντιμετώπισης των ανισοτήτων απαιτείται να εξασφαλισθεί από πόρους (1,6% των παγκόσμιων εισοδημάτων) προερχόμενους από την προοδευτική φορολογία του πιο πλούσιου τμήματος του πληθυσμού καθώς και από την φορολογία των πλουσιότερων ρυπαντών.
*Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου