ΕΚΠΑ: Πώς εμποδίζουν τα μονοκλωνικά την είσοδο του ιού στα κύτταρα
Το ΕΚΠΑ συνοψίζει τις θεραπείας για τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Θεραπείες κατά του SARS-CoV-2 που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόληψη της εξέλιξης από ασυμπτωματική λοίμωξη σε συμπτωματική νόσο αλλά και για την ελάττωση της μεταδοτικότητας του ιού από τα άτομα που έχουν μολυνθεί μπορεί να αποτελέσουν σημαντική βοήθεια στην αντιμετώπιση της COVID-19, ειδικά μεταξύ ορισμένων ειδικών ομάδων πληθυσμού που δεν μπορούν να εμβολιαστούν ή στους οποίους ο εμβολιασμός δεν είναι αποτελεσματικός.
Νέο χαράτσι στα αυτοκίνητα δεκαετίας
Τα μονοκλωνικά αντισώματα έναντι πρωτεϊνών του ιού SARS-CoV-2 αποτελούν μια θεραπεία που μπορεί να ελαττώσει την πιθανότητα σοβαρής νόσου σε άτομα που μολύνθηκαν και που έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών σε περίπτωση σοβαρής COVΙD-19. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν αυτά τα δεδομένα
Το Casirivimab και το imdevimab είναι δυο εξουδετερωτικά μονοκλωνικά αντισώματα που δεσμεύουν μη επικαλυπτόμενους επιτόπους στην περιοχή δέσμευσης του υποδοχέα στην πρωτεΐνης-ακίδα του SARS-CoV-2 και εμποδίζουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα. Ο συνδυασμός δύο αντισωμάτων μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης COVID-19 και η θεραπεία με τον συνδυασμό Casirivimab και imdevimab έχει φανεί αποτελεσματική στην αντιμετώπιση μη νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 και στην πρόληψη της λοίμωξης σε άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με κρούσματα.
Η επίδραση του συνδυασμού των μονοκλωνικών
Μια κλινική δοκιμή, που τα αποτελέσματα της δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA στις 14 Ιανουαρίου 2022, αξιολόγησε την επίδραση του συνδυασμού (που χορηγείται υποδορίως) casirivimab και imdevimab στην εξέλιξη από την πρώιμη ασυμπτωματική λοίμωξη SARS-CoV-2 σε συμπτωματική COVID-19. Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη φάσης 3 κλινική δοκιμή, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, που έγινε σε άτομα που ήταν στενές οικιακές επαφές ενός κρούσματος μολυσμένου από τον SARS-CoV-2 και δεν εμφάνιζαν ακόμα συμπτώματα της νόσου. Επιπλέον τα άτομα αυτά έπρεπε να μην έχουν αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 (δηλαδή να μην έχουν νοσήσει προηγουμένως). Τα ασυμπτωματικά αυτά άτομα (ηλικίας ≥12 ετών) ήταν επιλέξιμα εφόσον είχαν περάσει λιγότερο από 96 ώρες από το πρώτο θετικό μοριακό τεστ στο αρχικό πρώτο κρούσμα (που αποτέλεσε την αρχική επαφή υψηλού κινδύνου). Η μελέτη έγινε σε 112 κέντρα στις ΗΠΑ, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία από τον Ιουλίο του 2020 έως τον Ιανουάριο 2021. Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 για να λάβουν μια υποδόρια δόση casirivimab και imdevimab (σε δόση 1200 mg, 600 mg το καθένα, n = 158) ή να λάβουν εικονικό φάρμακο (n = 156).