Ακρίβεια: Ήρθε για να μείνει – Πώς τα στοιχεία καταρρίπτουν το αφήγημα της παροδικότητας
Οικονομικοί αναλυτές υποστηρίζουν πώς η κατάσταση θα γίνει ακόμη χειρότερη το επόμενο διάστημα ενώ σταδιακά διαψεύδονται τα περί ,παροδικότητας. Παράλληλα, στον προϋπολογισμό του 2022 δεν προβλέπεται ούτε ένα μέτρο για την ενίσχυση όσων το έχουν ανάγκη και πλήττονται από τα απανωτά κύματα ανατιμήσεων.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., στο 4,8% εκτοξεύτηκε ο πληθωρισμός Νοεμβρίου 2021 καταγράφοντας νέο ρεκόρ 11 ετών, κάτι το οποίο καταδεικνύει το μεγάλο κύμα ανατιμήσεων στην ελληνική αγορά.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, η ενεργειακή κρίση έχει οδηγήσει σε πρωτοφανείς αυξήσεις στις τιμές καταναλωτή σε μια σειρά από βασικά προϊόντα, ενώ καύσιμα και ρεύμα «φουσκώνουν» το κύμα των ανατιμήσεων.
- Από τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής προκύπτει ότι υπήρξε εκτίναξη 180,9% στο φυσικό αέριο έναντι του Νοεμβρίου του 2020, άνοδος 45,2% στο πετρέλαιο θέρμανσης και 37,8% στο ηλεκτρικό ρεύμα.
- Παράλληλα, παρατηρούνται μεγάλες αυξήσεις και σε βασικά τρόφιμα για τα νοικοκυριά.
- Ως εκ τούτου καταγράφεται αύξηση 21,3% στις τιμές σε αρνί και κατσίκι, 18,5% στο ελαιόλαδο και 11% στις πατάτες.
- Καύσιμα και λιπαντικά αυξήθηκαν κατά 24,9%, οι τιμές στα ξενοδοχεία κατά 12,8% και οι αεροπορικές μεταφορές κατά 12,8%.
Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, το ράλι των τιμών αναμένεται να συνεχιστεί και τον Δεκέμβριο, οπότε θα υπάρξει αντίστοιχα μεγάλη άνοδος.
Πλέον απομακρύνεται το σενάριο για σταθεροποίηση και μερική αποκλιμάκωση των τιμών μετά το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2022, καθότι η κατάσταση φαίνεται ότι δεν πρόκειται να εξομαλυνθεί πριν από το τέλος του πρώτου εξαμήνου του επόμενου έτους.
Την ίδια ώρα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού βρίσκεται ήδη αντιμέτωπο με τη φτωχοποίηση. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, πάνω από ένας στους τέσσερις πολίτες στην Ελλάδα -για την ακρίβεια το 27,5%- αντιμετωπίζει το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
- Το μεγάλο αυτό ποσοστό αποτελεί θλιβερή «παραφωνία» για ευρωπαϊκή χώρα, ειδικά αν συγκριθεί με το 21,9% του μέσου όρου στην Ε.Ε. ή με ποσοστά υποπολλαπλάσια, όπως αυτά της Τσεχίας (11,5%), της Σλοβακίας (13,8%) ή και της Σλοβενίας (14,3%). Μάλιστα, το 2020, η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη χειρότερη θέση της Ε.Ε. μετά τη Ρουμανία (35,8%) και τη Βουλγαρία (33,6%).
Στο μεταξύ, παρά τη σταθερή άνοδο κατά 20 έως 40 ευρώ ετησίως του ποσού που δαπανούσαν τα ελληνικά νοικοκυριά μεταξύ 2016 και 2019 για κατανάλωση, ο συνδυασμός lockdown και φτωχοποίησης το καθήλωσε στα ιστορικά χαμηλότερα επίπεδα της εποχής ευρώ.
- Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές συρρικνώθηκε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το 2020 στα 15.981,96 ευρώ ή 1.331,83 μηνιαίως, καταγράφοντας μείωση 9,9% από το 2019. Βρέθηκε δηλαδή όχι μόνο 788,57 ευρώ ή 37,2% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα και τα 2.120,40 ευρώ μηνιαίως του 2008, αλλά και 644,11 ευρώ ή 32,6% χαμηλότερα από τα 1.975,94 ευρώ του 1999, καταγράφοντας έτσι αρνητικό ρεκόρ εποχής ευρώ.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το 50% των νοικοκυριών δαπανά λιγότερα από 1.080 ευρώ τον μήνα, με τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία να δαπανούν το ένα πέμπτο (19,8%) του προϋπολογισμού τους για ενοίκιο.
Έτσι, τα φτωχότερα νοικοκυριά καταναλώνουν απλώς για να επιβιώσουν, καθώς το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,2% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% στο 29%. Την ίδια ώρα τα κύματα ακρίβειας αναμένεται να ενισχυθούν το επόμενο διάστημα.
Πηγή: avgi.gr