Αυτόπτης μάρτυρας στη δολοφονία Γρηγορόπουλου: Τι συνέβη τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 2008 στα Εξάρχεια
Ήταν 6 Δεκεμβρίου 2008, μια τυπική χειμωνιάτικη νύχτα στην Αθήνα. Ο καιρός μελαγχολικός, έριχνε ψιλόβροχο. Δεν είχα όρεξη για πολλά και έπειτα από αρκετά παρακάλια πήγα για ένα ποτό στο «Καφετί», το οποίο βρίσκεται επί της Ζωοδόχου Πηγής, στα Εξάρχεια.
Το ρολόι έδειχνε 9 παρά και η παρέα με την οποία βρισκόμουν στο μαγαζί αποφάσισε να συνεχίσει για φαγητό. Αποφάσισα να μην τους ακολουθήσω. Λίγη ώρα αργότερα, κι ενώ ξεκινήσαμε να φύγουμε έπιασα κουβέντα με δύο γνωστούς μου και έμεινα λίγο πίσω. Σε ανύποπτο χρόνο, προσέξαμε πως ένα περιπολικό πέρναγε από δίπλα μας με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Παραξενευτήκαμε και οι τρεις. Δεν είχαμε συνηθίσει, μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, να βλέπουμε περιπολικά της αστυνομίας στην καρδιά των Εξαρχείων, Σάββατο βράδυ.
Εκτός αυτού, μου είχε κάνει εντύπωση ο συνοδηγός, χωρίς όμως να δώσουμε περαιτέρω σημασία. Χαιρετηθήκαμε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Καθώς κατέβαινα τη Ζωοδόχου Πηγής, αφηρημένος έστελνα ένα μήνυμα στο κινητό μου, όταν ξαφνικά άκουσα έναν πολύ δυνατό κρότο και έπειτα φωνές που προέρχονταν από τον πεζόδρομο της Μεσολογγίου. Είχα διανύσει μερικά μέτρα και βρισκόμουν ήδη ακριβώς έξω από το Stand (πλέον έχει μετονομαστεί σε Off the Chain).
Όταν σήκωσα το κεφάλι μου κατάλαβα πως βρισκόμουν μπροστά από τον αστυνομικό που είχα δει νωρίτερα και που το παρουσιαστικό του μου προξένησε εντύπωση, τον συνοδηγό του περιπολικού. Ήταν ο Επαμεινώνδας Κορκονέας και βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Ναυαρίνου, εκεί που ξεκινάει ο πεζόδρομος της Τζαβέλα. Είχε βγάλει το πιστόλι από τη θήκη του και έβριζε, με χυδαίο θα έλεγε κάποιος, τρόπο.
Πριν προλάβω να καταλάβω τι τρέχει, τον είδα να πυροβολάει. Το χέρι του, παράλληλα με το έδαφος. Ούτε προς τα κάτω, ούτε προς τα πάνω, μόνο ευθεία. Έριχνε στο ψαχνό και όποιον πάρει ο χάρος. Έπειτα από δύο πυροβολισμούς έκανε μια παύση, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος που βρισκόμουν εγώ και ακόμη ένας μάρτυρας.
Ακόμη θυμάμαι το βλέμμα του. Διαπεραστικό και παγωμένο, σαν να ήξερε τι έκανε, αγνοώντας παντελώς την παρουσία μας. Αμέσως μετά ξαναγύρισε και πυροβόλησε μία ή δύο φορές. Ήταν μεγαλόσωμος, με πολύ ιδιαίτερο πρόσωπο και αργότερα όταν τον ξαναείδα στην τηλεόραση τον αναγνώρισα αμέσως.
Όση ώρα διήρκεσε το περιστατικό ήμουν απολύτως ψύχραιμος, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχα οπτική επαφή με το τι συνέβαινε στη Μεσολογγίου. Μάλιστα με το άτομο που βρισκόταν δίπλα μου λέγαμε χαρακτηριστικά πως «αποκλείεται να πυροβόλησε με πραγματικές σφαίρες ο αστυνομικός. Κανείς δεν είναι τόσο χαζός ώστε να πυροβολάει στο ψαχνό».
Το να βγάζει αστυνομικός όπλο στα Εξάρχεια αναμφίβολα θα προκαλούσε αντιδράσεις. Και επέλεξα να μείνω και να γυρίσω στο μαγαζί που βρισκόμουν και να περιμένω να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Πέρασαν άλλα δέκα λεπτά και όλα φαίνονταν ήσυχα, θεώρησα πως θα μπορούσα να φύγω. Δεν πρόλαβα και πάλι να περπατήσω πολλά μέτρα όταν άκουσα μια κοπέλα να ζητεί ουρλιάζοντας έναν γιατρό. Όταν ρώτησα τι συνέβη, η απάντηση που πήρα ήταν ότι πυροβολήθηκε ένα αγόρι και πως δεν αναπνέει.
Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα το τι είχε συμβεί ακριβώς. Με έλουσε -στην κυριολεξία- κρύος ιδρώτας. Κατευθύνθηκα προς τον πεζόδρομο και είδα τον Γρηγορόπουλο σωριασμένο στο έδαφος – δίπλα σχεδόν από εκεί που βρίσκεται πλέον το μνημείο που έχει στηθεί στη μνήμη του- και πολλά άτομα, θαμώνες των γύρω καταστημάτων να είναι από πάνω του και να προσπαθούν να του δώσουν τις πρώτες βοήθειες.
Μετά από λίγα λεπτά, έφτασε το ασθενοφόρο. Οι τραυματιοφορείς έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον επαναφέρουν στη ζωή. Μάταια. Δύο ώρες αργότερα, ανακοινώθηκε ο θάνατος του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Παναγιώτης Βελισσάρης
Πηγή: ethnos.gr