Γεραπετρίτης: Το πολιτικό κόστος δεν το υπολογίζαμε ποτέ
Η πανδημία είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο και από την άποψη αυτή «ποτέ δεν μπορείς να αποκλείεις το ο,τιδήποτε», δήλωσε μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, αφήνοντας ανοιχτή την επέκταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στο μέλλον, ενδεχόμενο, ωστόσο, το οποίο δεν εξετάζεται για το επόμενο διάστημα, όπως διευκρίνισε.
«Έχουμε στη φαρέτρα μας και άλλα όπλα, πλην του εμβολιασμού, υπάρχει και η δυνατότητα του μαζικού testing», είπε ακόμη ζητώντας από τους πολίτες να είναι σε εγρήγορση την περίοδο των εορτών. Ενώ έστειλε και το πολιτικό μήνυμα, «το πολιτικό κόστος δεν το υπολογίζαμε ποτέ».
Ξεκινώντας από το ερώτημα αν υπήρξε καθυστέρηση ως προς την ικανοποίηση του αιτήματος για επίσπευση της 3ης δόσης, ο υπουργός Επικρατείας σημείωσε ότι «η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που άνοιξε την τρίτη δόση για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας, σε πρώτη φάση για τους 60 και άνω, και στη συνέχεια με τον τρόπο που θα συντελεστεί». Και, αποκρούοντας τις αιτιάσεις περί καθυστέρησης, θύμισε ότι «όταν ενεργοποιήθηκε η 3η δόση ακούσαμε ότι ήταν μάλλον πολύ γρήγορη η ενεργοποίηση». Επιπλέον ανέφερε ότι το θέμα αυτό είναι ένα αμιγώς ιατρικό και η κυβέρνηση, «περισσότερο εισπράττοντας τα μηνύματα της κοινωνίας αλλά μελετώντας και τα δεδομένα, εισηγήθηκε να έλθει νωρίτερα, στους τέσσερις μήνες η δόση αυτή. Είναι μια απόφαση που μπορεί να ληφθεί μόνο με την έγκριση της επιτροπής εμβολιασμών», παρατήρησε προσθέτοντας ότι «θα συνεδριάσει τις επόμενες ώρες έτσι ώστε να αποφασισθεί το ζήτημα αυτό, αναμένουμε τις εξελίξεις πάρα πολύ σύντομα».
Αντιθέτως, «ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι κατ’ εξοχήν ζήτημα πολιτικής βούλησης» και με το σχόλιο ότι «δεν ήταν ένα πάνδημο αίτημα, ήταν ενδεχομένως αίτημα μιας σημαντικής μερίδας», ο Γ. Γεραπετρίτης δήλωσε επιπλέον: «Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός που επίσης τον υιοθετούμε πρώτοι στην Ευρώπη – μόνο η Αυστρία το έχει ανακοινώσει αλλά για μεταγενέστερο χρόνο από εμάς – έρχεται στον κατάλληλο χρόνο».
Φράση που εξήγησε στη συνέχεια λέγοντας ότι «εκτός από την ηθική υποχρέωση, υπάρχει η νομική – συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας να φέρει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό μόνο όταν θα έχει εξαντλήσει όλα τα δυνατά ηπιότερα μέσα». Μάλιστα στο σημείο αυτό έκανε λόγο για τρεις φάσεις, η πρώτη με πειθώ, η δεύτερη με θέσπιση κινήτρων – αντικινήτρων για εμβολιασμένους και μη αντιστοίχως, και η τρίτη με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό που όμως «χτυπά στην πηγή του προβλήματος», με δεδομένο ότι η επιβάρυνση του συστήματος υγείας και οι θάνατοι αφορούν κυρίως στις ηλικίες άνω των 60.
Σε ένα άλλο θέμα, πώς γίνεται ο πελάτης στην εστίαση να είναι εμβολιασμένος και ο εργαζόμενος ίσως και όχι, επανέλαβε ότι «ο εργαζόμενος βρίσκεται σε διαφορετική πραγματική και νομική κατάσταση απέναντι σε εκείνον που θα πάει για την ψυχαγωγία του, καθώς για τον έναν είναι αναγκαία δραστηριότητα για τον άλλον όχι. Ο εργαζόμενος στην εστίαση φορά υποχρεωτικώς τη μάσκα του ενόσω ο ψυχαγωγούμενος δεν την φορά σε όλη τη διάρκεια, επιπλέον ο εργαζόμενος υπόκειται σε πολλαπλά διαγνωστικά τεστ κατά τη διάρκεια της εβδομάδας έτσι ώστε να είναι κατά το δυνατόν ελεγμένος», ήταν μερικά ακόμη επιχειρήματα που επικαλέστηκε ο υπουργός Επικρατείας.
Συμπερασματικώς, «ποτέ δεν αποκλείεται να υπάρξει αναλόγως των προσαρμογών – έχουμε και τη μετάλλαξη, της οποίας την εμβέλεια περιμένουμε να δούμε – ποτέ δεν μπορείς να αποκλείεις το ο,τιδήποτε», ανέφερε ενώ εν τέλει συμφώνησε με τη δημοσιογραφική διαπίστωση ότι δεν μελετάται επέκταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού τις επόμενες ημέρες χωρίς να αποκλείεται στο μέλλον ένα τέτοιο μέτρο.
«Δεν μπορείς να παραμένεις σε μια πολιτική που φαίνεται να ξεπερνιέται εκ των πραγμάτων, μεγάλο ρόλο έπαιξε το άγνωστο που προκαλεί μια νέα μετάλλαξη», τόνισε επίσης και πιο λεπτομερώς, «κατά το χρόνο που συζητούσαμε την επέκταση της υποχρεωτικότητας, υπήρχε ένα ζήτημα που είχε να κάνει με τη συνταγματικότητα του φαινόμενου. Ήμασταν ακόμη στην περίοδο, κατά την οποία αναμέναμε την εφαρμογή μέτρων που είχαν να κάνουν πρωτίστως με την πειθώ και τα περιοριστικά μέτρα». Εξάλλου, «όταν προ καιρού συζητήσαμε ότι δεν θα λάβουμε μέτρα υποχρεωτικότητας, προφανώς ήταν η αποτύπωση της στιγμής, ήταν όμως και η ανάγκη την οποία έχουμε, να σεβόμαστε εκείνο το οποίο ο νόμος επιτάσσει», σημείωσε εμφατικά, με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι η κυβέρνηση άκουσε και τη γνώμη της Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής, που υποστήριξε την κατάτμηση της πολιτικής σε φάσεις: με άλλα λόγια «να εξαντλήσουμε τη δυναμική κάθε φάσης, κι αν διαπιστώσουμε ότι τα επιχειρήματα της πειθούς ή τα περιοριστικά μέτρα δεν αποδίδουν – όπως συνέβη σε αυτήν την ηλικιακή κατηγορία κατ’ εξοχήν – τότε μπορούμε να περιέλθουμε στον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Συνεπώς ναι, πράγματι είχαμε πει ότι κατά τη φάση εκείνη δεν θα πηγαίναμε σε υποχρεωτικό εμβολιασμό και επίσης ναι, τα δεδομένα έχουν αλλάξει, αλλά σήμερα που μιλάμε κανείς δεν αμφισβητεί ότι τα μέτρα είναι κατάλληλα, αναγκαία και συνταγματικά».
Και, διευρύνοντας τη συζήτηση, «έχουμε στη φαρέτρα μας και άλλα όπλα, πλην του εμβολιασμού, υπάρχει και η δυνατότητα του μαζικού testing», πολλώ μάλλον που «η συντριπτική πλειονότητα αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης. Αν είναι να βρεθούμε σε μαζικό χώρο συνάθροισης, ιδιαιτέρως τις εορταστικές ημέρες (…) είναι χρέος ευθύνης πριν από όλα να κάνουμε ένα τεστ -και νομίζω ότι θα είναι και η σύσταση της υγειονομικής επιτροπής». Με δυο λόγια, «όλοι οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση την περίοδο των γιατρών».
Όμως, ο Γ. Γεραπετρίτης είπε και κάτι ακόμη: «ποτέ δεν διεκδικήσαμε – εγώ δε, πολλώ μάλλον – το αλάθητο. Βεβαίως και γίνονται λάθη, είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο κι εμείς όπως και όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου βρισκόμαστε μπροστά σε πάρα πολύ δύσκολες αποφάσεις (…) Όποιο μέτρο κι αν πάρεις, θα δημιουργήσεις μια δυσθυμία και άρνηση σε ορισμένα κοινωνικά υποσύνολα. Το πολιτικό κόστος δεν το υπολογίζαμε ποτέ», ήταν το μήνυμα που έστειλε.
Σε άλλο θέμα, πέραν της πανδημίας, αυτό των κινητοποιήσεων στο λιμάνι του Πειραιά αφενός, στο μετρό αφετέρου, ο υπουργός αφού αναφέρθηκε στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που κράτησαν τα περισσότερα πλοία δεμένα, εξ ου και τα προβλήματα τροφοδοσίας, σημείωσε ότι παρά τις δικαστικές αποφάσεις που έκριναν παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες, «για ένα όχι μεγάλο χρονικό διάστημα ένας αριθμός από εργαζόμενους κράτησε κλειστό το λιμάνι», πλην όμως «η τάξη αποκαταστάθηκε οικειοθελώς». Προχώρησε, ωστόσο, και στη διαβεβαίωση ότι «ο νόμος θα τηρηθεί απαρέγκλιτα, εάν δηλαδή υπάρξει φαινόμενο κατά το οποίο θα υπάρξει παρεμπόδιση στο επίπεδο των μεταφορών (…) τότε θα παρέμβει μονομερώς καταναγκαστικά η Πολιτεία, σας διαβεβαιώ για αυτό».
Σε ό,τι αφορά το μετρό, η πρόβλεψη για το προσωπικό ασφαλείας σε κρίσιμες υποδομές «δεν έχει ενεργοποιηθεί ακόμη, τώρα ενεργοποιείται, αυτός ήταν ο σχεδιασμός», είπε θυμίζοντας παράλληλα ότι «διανύσαμε μια μακρά περίοδο που δεν είχαμε καθόλου απεργία στα μέσα μεταφοράς, την τελευταία διετία δεν είχαμε καθόλου», με μοναδική εξαίρεση την απεργία των εργαζομένων λόγω του θανάτου του συναδέλφου τους στα έργα συντήρησης της γραμμής. Όμως, συμπλήρωσε, «ήταν εύλογο και δικαιολογημένο, και δεν προσέφυγε καν ο αρμόδιος φορέας. Είναι μια ανεκτή ταλαιπωρία, όταν γίνεται για ένα σοβαρό λόγο», κατέληξε.