Εκλογική προσομοίωση
Δύο παρατηρήσεις σχετικά με όσα υποστηρίζει ο πρωθυπουργός ή εκπέμπει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα: Πρώτη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία, ενίοτε και απρόκλητα, πως οι εκλογές θα διεξαχθούν το 2023, με το τέλος της κυβερνητικής θητείας, και, δεύτερη, τείνει να υποβαθμιστεί το σκληρό δίλημμα (ΔΕΘ, Σεπτέμβριος) ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεργασιών και πως η πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής (νόμος ΣΥΡΙΖΑ) θα οδηγήσει αναγκαστικά στην δεύτερη με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ως προς την πρώτη (παρατήρηση), θα έλεγε κανείς πως όταν ένας πρωθυπουργός δηλώνει τόσο ρητά και κατηγορηματικά πως δεν θα προσφύγει σε πρόωρες κάλπες συμβαίνουν τα εξής: αφενός πρέπει να γίνεται πιστευτός, αφετέρου εάν παραβεί αυτή τη δέσμευσή του οφείλει να εξηγήσει με κάθε λεπτομέρεια γιατί το κάνει. Και εκ των πραγμάτων εκτίθεται στη συλλογική νοημοσύνη για μια τέτοια παραβίαση της δέσμευσής του με το όποιο πιθανό πολιτικό κόστος μπορεί να προκύψει απ΄ αυτό.
Η “βεβαιότητα” για την κοντή μνήμη των πολιτών και την ελαστικότητα (…) της μνήμης των μέσων ενημέρωσης -ιδιαίτερα σε καθεστώς επικοινωνιακής υπεροπλίας και ανοχής- δεν δημιουργεί απαραίτητα ασφαλές πολιτικό περιβάλλον. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν επιθυμούν εκλογικούς αιφνιδιασμούς και τέτοιες εκπλήξεις δημιουργούν ευθύς αμέσως την υποψία πως κάτι άλλο επιχειρείται να υποβαθμιστεί. Εν προκειμένω, κάποια εξαιρετικά δυσοίωνη εξέλιξη στην οικονομία ή ο φόβος πως η δυσαρέσκεια για τις κυβερνητικές επιδόσεις μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω απώλειες.
Υπάρχει, από την άλλη, και η δεύτερη παρατήρηση που ίσως συνδυάζεται με την πρώτη.
Ο εξαιρετικός εκλογολόγος και αναλυτής Πάνος Σταθόπουλος περιέγραψε στην “Καθημερινή” και με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων μετρήσεων τα πιθανά σενάρια μετά την αναμέτρηση της απλής αναλογικής και μετά από εκείνη με το νέο εκλογικό νόμο που προβλέπει κλιμακωτό μπόνους για το πρώτο κόμμα.
Προκύπτει το εξής συμπέρασμα σχετικά με τη Ν.Δ και εφόσον είναι αυτή που θα κόψει πρώτη το εκλογικό νήμα:
–ακόμα κι αν επιτύχει ποσοστό 41% το κυβερνών κόμμα κερδίζει οριακή αυτοδυναμία 151 εδρών μόνο μετά την δεύτερη κάλπη του εκλογικού νόμου που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση,
–με ποσοστό 38%, το οποίο πρέπει να θεωρείται πολύ υψηλό και σημαίνει πως η Ν.Δ θα έχει ελάχιστες απώλειες από την διακυβέρνησή της, δεν κερδίζει αυτοδυναμία
Εάν, λοιπόν, υποθέσουμε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφασίσει πως ισχύει χωρίς την παραμικρή απόκλιση το δίλημμα της επίτευξης αυτοδυναμίας πρέπει να είναι έτοιμος, εφόσον κερδίσει, είτε να κυβερνήσει με 151 κοινοβουλευτικές ψήφους, είτε να αναζητήσει κυβερνητική συμμαχία.
Όλα αυτά τα σενάρια είναι βεβαίως στατικά, καθώς δεν μπορούν να προβλέψουν πιθανές δραματικές αλλαγές μετά την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής. Κι αυτό δεδομένου πως εκ της φύσεώς του αυτό το εκλογικό σύστημα εμπεριέχει έμμεσα την εντολή του λαού για κυβερνητικές συνεργασίες. Προσώρας, ωστόσο, με αυτά πορευόμαστε.
Πρέπει αν ληφθεί υπόψιν, επίσης, πως στην εκλογική προσομοίωση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι πολύ δύσκολο να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε συνεργασία με άλλα κόμματα εάν ο ίδιος δεν είναι πρώτο κόμμα. Θεωρητικά πάντοτε θα μπορούσε να εξασφαλίσει την συγκρότηση κυβέρνησης μειοψηφίας κατά το παράδειγμα της κυβέρνησης της Πορτογαλίας που πνέει τα λοίσθια μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης και αρκετών σημαντικών επιτυχιών (οικονομία, πανδημία κ.ά).
Επιστρέφοντας στα παραπάνω και όσον αφορά τον πρωθυπουργό, είναι σαφές πως το δίλημμα της αυτοδυναμίας μπορεί να αποδειχτεί διάτρητο και ανεφάρμοστο. Δεδομένου ότι Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την πιθανότητα “μεγάλου συναπισμού” (κάτι το οποίο δεν πρέπει να αποκλείεται να βρει θιασώτες εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν), ο πρώτος -και ο δεύτερος αλλά για άλλους λόγους- οφείλει να παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις στο ΚΙΝ.ΑΛ.
Κι αυτό διότι με μια ηγεσία στο ΚΙΝ.ΑΛ που δεν θα απέρριπτε “ταυτοτικά” τη συνεργασία με τη Ν.Δ, κι εφόσον, όπως είπαμε, αυτή κερδίσει στις κάλπες, στην δεύτερη περίπτωση (με ποσοστό, δηλαδή, από 38% και κάτω) θα μπορούσε να συγκροτηθεί κυβέρνηση συνεργασίας. Αλλά και στο αισιόδοξο σενάριο αυτοδυναμίας με 151 ψήφους, ίσως απαιτηθεί “συμπλήρωμα” κοινοβουλευτικών ψήφων από δεύτερο κόμμα.