Ο Σεΐχης του Ντουμπάι κατασκόπευε την πρώην σύζυγό του με το λογισμικό Pegasus
Ο κυβερνήτης του Ντουμπάι και αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ Μακτούμ, διέταξε το χακάρισμα των τηλεφώνων της πρώην συζύγου του και των δικηγόρων της στο πλαίσιο μιας «διαρκούς εκστρατείας εκφοβισμού και απειλών» κατά τη διάρκεια της δικαστικής μάχης μεταξύ τους για την επιμέλεια των παιδιών τους, αποφάνθηκε σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο αλ Μακτούμ χρησιμοποίησε το εξελιγμένο κατασκοπευτικό λογισμικό Pegasus που ανέπτυξε η ισραηλινή εταιρεία NSO για να χακάρει τα τηλέφωνα της πριγκίπισσας Χάγια μπιντ αλ Χουσέιν και ορισμένων συνεργατών της. Η Χάγια είναι ετεροθαλής αδελφή του βασιλιά Αμπντάλα της Ιορδανίας.
Τα άτομα που εργάζονταν για λογαριασμό του σεΐχη προσπάθησαν επίσης να αγοράσουν μια έπαυλη ακριβώς δίπλα σε εκείνη της πριγκίπισσας, κοντά στη βρετανική πρωτεύουσα, με το δικαστήριο να κρίνει ότι επρόκειτο για μια «εκφοβιστική» ενέργεια που την έκανε να νιώσει κυνηγημένη, μη ασφαλής και ότι «δεν μπορεί να αναπνεύσει πια».
Πριν από 19 μήνες το ίδιο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αλ Μακτούμ είχε απαγάγει δύο από τις κόρες του, τις κακομεταχειρίστηκε και τις κράτησε παρά τη θέλησή τους.
«Τα ευρήματα συνιστούν την πλήρη κατάχρηση εμπιστοσύνης και μάλιστα κατάχρηση εξουσίας σε σημαντικό βαθμό» ανέφερε στην απόφασή ο δικαστής Άντριου ΜακΦάρλαν, ο πρόεδρος του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων για την Αγγλία και την Ουαλία.
Ο σεΐχης απέρριψε τα συμπεράσματα του δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι βασίζονται σε μια ελλιπή εικόνα. «Ανέκαθεν αρνιόμουν τους ισχυρισμούς εναντίον μου και συνεχίζω να τους απορρίπτω. Επιπλέον, τα ευρήματα αυτά βασίστηκαν σε αποδείξεις που δεν αποκαλύφθηκαν σε μένα ή τους συμβούλους μου. Επομένως, επιμένω ότι εξήχθησαν με άδικο τρόπο», ανέφερε στην ανακοίνωσή του.
Ο σεΐχης Μοχάμεντ, 72 ετών και η 47χρονη πριγκίπισσα Χάγια έχουν εμπλακεί σε μια μακρά, σκληρή και ακριβή διαμάχη για την επιμέλεια των παιδιών τους αφότου εκείνη έφυγε στη Βρετανία μαζί με δύο από αυτά, την 13χρονη Τζαλίλα και τον 9χρονο Ζάγιεντ. Η Χάγια λέει ότι φοβόταν για την ασφάλειά της καθώς υποψιάζονταν ότι είχε συνάψει σχέση με έναν από τους Βρετανούς σωματοφύλακές της.
Μεταξύ εκείνων που μπήκαν στο στόχαστρο των χάκερ ήταν και Φιόνα Σάκλετον, δικηγόρος της Χάγια και μέλος της Βουλής των Λόρδων. Η Σάκλετον είχε εκπροσωπήσει τον πρίγκιπα Κάρολο, τον διάδοχο του βρετανικού θρόνου, στο διαζύγιό του από την πρώτη σύζυγό του, την εκλιπούσα πριγκίπισσα Νταϊάνα.
Στο δικαστήριο κατατέθηκε ότι η δραστηριότητα αυτή αποκαλύφθηκε πέρσι τον Αύγουστο, όταν η Σάκλετον ενημερώθηκε από την Τσέρι Μπλερ, τη σύζυγο του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Τόνι Μπλέρ, ότι η ίδια και η πελάτισσά της παρακολουθούνταν. Η Τσέρι Μπλερ είναι και αυτή δικηγόρος και εργαζόταν ως εξωτερική σύμβουλος της εταιρείας NSO.
Την ίδια περίοδο, ένας ειδικός σε θέματα κυβερνοχώρου από το διαδικτυακό παρατηρητήριο Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο, ενημέρωσε επίσης τους δικηγόρους της Χάγια αφού εντόπισε το χακάρισμα.
Οι δικηγόροι της πριγκίπισσας είπαν ότι αφού αποκαλύφθηκε το χακάρισμα η NSO ανέστειλε τη σύμβασή της με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η ισραηλινή εταιρεία ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση να σχολιάσει την υπόθεση αλλά ότι λαμβάνει μέτρα εφόσον αντιληφθεί ότι γίνεται κατάχρηση του προγράμματος Pegasus.
Οι Σάκλετον και Μπλερ απέφυγαν επίσης να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο.
Ο σεΐχης αλ Μακτούμ θεωρείται ως ο οραματιστής πίσω από την ανάδειξη του Ντουμπάι σε παγκόσμιο εμπορικό κόμβο. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι η περσινή δικαστική απόφαση έβλαψε τον ίδιο προσωπικά ή τα ΗΑΕ. Τον περασμένο μήνα μάλιστα η Βρετανία και τα ΗΑΕ ανακοίνωσαν μια νέα, εμπορική και επενδυτική «φιλόδοξη Εταιρική Σχέση για το Μέλλον», ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τα δικαστικά έξοδα από τη «μάχη» των δύο πρώην συζύγων ανέρχονται σε εκατομμύρια λίρες. Στο δικαστήριο αναφέρθηκε ότι μόνο το κόστος μιας έφεσης έφτασε τα 2,5 εκατομμύρια στερλίνες.
Ο σεΐχης, που είναι αντιπρόεδρος και πρωθυπουργός των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, αρχικά ζητούσε να γυρίσουν τα παιδιά του πίσω στο Ντουμπάι, αλλά τα βρετανικά δικαστήρια δεν τον έχουν δικαιώσει μέχρι σήμερα. Ο ΜακΦάρλαν, με τη σημερινή απόφασή του, έκρινε ότι τα παιδιά πρέπει να ζήσουν με τη μητέρα τους.
Σε άλλη απόφαση, που δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο, ο δικαστής εκτιμούσε ότι ο αλ Μακτούμ υπέβαλε τη Χάγια σε μια «εκστρατεία εκφοβισμού» με αποτέλεσμα εκείνη να φοβάται για τη ζωή της. Συμπέρανε επίσης ότι το έτος 2000 ο σεΐχης είχε κανονίσει να απαχθεί η κόρη του Σάμσα, ηλικίας 18 ετών τότε, από τους δρόμους του Κέμπριτζ και να οδηγηθεί πίσω στο Ντουμπάι. Έκρινε εξάλλου ότι αποδείχθηκε πως το 2018 ο σεΐχης φρόντισε να απαχθεί η νεότερη αδελφή της Σάμσα, η Λατίφα, από ένα σκάφος που έπλεε στα διεθνή ύδατα, στα ανοιχτά της Ινδίας και να μεταφερθεί στο εμιράτο. Τα ευρήματα αυτά δεν ισοδυναμούν με απόδειξη διάπραξης ποινικού αδικήματος εκ μέρους του πατέρα αλλά δείχνουν ότι ο αλ Μακτούμ «ο οποίος είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης των ΗΑΕ, είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει το χέρι του κράτους για να πετύχει αυτό που θεωρεί σωστό», ανέφερε ο δικαστής. «Έχει παρενοχλήσει και εκφοβίσει τη μητέρα τόσο πριν από την αναχώρησή της για την Αγγλία όσο και μετά. Είναι διατεθειμένος να επιτρέψει σε όσους δρουν για λογαριασμό του να το κάνουν παράνομα εντός του ΗΒ», πρόσθεσε.