Ανάλυση/ Γερμανικές εκλογές και Ελλάδα: Το “φαινόμενο της πεταλούδας”, η οικονομία και ο χρόνος προσφυγής στις κάλπες
Το “φαινόμενο της πεταλούδας” αναφέρεται συχνά ως μια ποιητική μεταφορά, στη θεωρία του χάους για το φαινόμενο της ευαίσθητης εξάρτησης ενός συστήματος από τις αρχικές συνθήκες. Σύμφωνα με μια από τις διατυπώσεις, λέγεται ότι “αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα”. Ισχύει, άραγε, το ίδιο και για τις γερμανικές εκλογές της επόμενης Κυριακής, σχετικά με τις παρενέργειες που μπορεί να προκαλέσει ευρύτερα στην Ε.Ε και ειδικότερα στον καθ΄ημάς εκλογικό κύκλο;
του Σεραφείμ Κοτρώτσου
Εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις -ιδιαίτερα μετά το τρίτο ντιμπέϊτ των υποψηφίων για την Καγκελαρία- ο Όλαφ Σολτς (SPD) θα επιτύχει να κερδίσει την μάχη με τον Άρμιν Λάσετ (CDU) και την Αννίτα Μπέρμποκ (Πράσινοι), σε μία εντυπωσιακή επαναφορά των Σοσιαλδημοκρατών από την συρρίκνωση που υπέστησαν για αρκετά χρόνια, ως αποτέλεσμα της συγκατοίκησής τους με την Άνγκελα Μέρκελ. Τα σενάρια για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας (κάτι που θα πάρει αναμφίβολα αρκετό χρόνο, όπως παραδοσιακά συμβαίνει μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση στη Γερμανία) είναι τρία: α. ένας νέος μεγάλος συνασπισμός SPD-CDU με αλλαγή, βεβαίως, των συσχετισμών υπέρ των Σοσιαλδημοκρατών, β. συνεργασία του πρώτου SPD με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (εμφανίζονται στις μετρήσεις ως τέταρτο κόμμα, μετά τους Πράσινους και λίγο πάνω από το ακροδεξιό και ξενοφοβικό AfD, γ. συνεργασία του SPD με τους Πράσινους και το κόμμα της Αριστεράς Die Linke. Οι Πράσινοι θα είναι πιθανότατα ο ρυθμιστής των μετεκλογικών εξελίξεων.
Βασική παράμετρος, η οποία αφορά την ευρωζώνη και ειδικότερα τον Ευρωπαϊκό νότο και την Ελλάδα, είναι οι επιλογές της κυβέρνησης που θα προκύψει στο Βερολίνο σχετικά με την οικονομία.
Ο Όλαφ Σολτς, για παράδειγμα, που είναι και υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης, έχει δηλώσει πλειστάκις τους τελευταίους μήνες πως δεν συναινεί στην αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων και στην παράταση της ευελιξίας που συμφωνήθηκε λόγω της πανδημίας.
Τον περασμένο Ιούνιο, για παράδειγμα, ο Όλαφ Σολτς αντιτάχθηκε στη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) της ΕΕ που προβλέπει τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που πρέπει να ακολουθούν οι χώρες – μέλη.
Οι κανόνες του ΣΣΑ απενεργοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την αρχή της πανδημίας και προβλέπεται να μείνουν απενεργοποιημένοι έως το τέλος του 2022, ενώ ο Επίτροπος της ΕΕ για την οικονομία, Πάολο Τζεντιλόνι, έχει δηλώσει ότι από το φθινόπωρο θα ξεκινήσει η συζήτηση για την αναθεώρησή τους.
Σημειώνεται ότι υπέρ της αναθεώρησης των κανόνων όσον αφορά το χρέος έχει ταχθεί και ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σημειώνοντας ότι είναι ξεπερασμένο το όριο του 60% του ΑΕΠ που έχει τεθεί από τη Συνθήκη του Μάαστιχτ, ενώ αντίθετα θεωρεί ότι πρέπει να διατηρηθεί το όριο του 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Ο Σολτς, όμως, προσγείωσε τις προσδοκίες αυτές. «Η άποψή μου είναι απλή: ένα κοινό νόμισμα χρειάζεται κοινούς κανόνες και οι κανόνες μας έχουν αποδείξει πως παρέχουν την αναγκαία ευελιξία», δήλωσε σε συνέντευξή του στους Financial Times. Όλα τα έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι χώρες της ΕΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν «δυνατά με βάση το ΣΣΑ, επομένως είναι επαρκώς ευέλικτο», πρόσθεσε.
Ο υπουργός Οικονομικών, για παράδειγμα, είπε ότι θα επαναφέρει το «φρένο χρέους» από το 2023, αν και ο διοικητής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας , Γενς Βάιντμαν, έχει ταχθεί υπέρ της επαναφοράς του από το επόμενο έτος.
Από το Βερολίνο στην Αθήνα
Το μείζον ερώτημα που προκύπτει είναι ποια στάση θα τηρήσει σχετικά η νέα γερμανική κυβέρνηση, κι αυτό εξαρτάται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από το ποιο από τα προαναφερθέντα σενάρια συνεργασιών θα εγκατασταθεί τελικά στο Βερολίνο.
Η επιστροφή, πάντως, σε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς από το 2023, σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο χρέος, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει παρενέργειες στον εσωτερικό εκλογικό κύκλο, την ώρα που η ελληνική οικονομία ανακάμπτει θεαματικά με προβλέψεις, μάλιστα, από την ΤτΕ και ξένους οίκους που δημιουργούν προσδοκίες.
Οι αναλύσεις που γίνονται σχετικά από τα επιτελεία του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαφέρουν σημαντικά. Όπως προκύπτει από συνομιλίες που είχε το libre με συνομιλητές του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα, οι εξελίξεις σχετικά με τα παραπάνω –που θα επηρεαστούν σημαντικά, αν όχι καταλυτικά, από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών– ενδεχομένως να επηρεάσουν ακόμα και τον χρόνο προκήρυξης εκλογών, ίσως και εάν τελικά θα οδηγηθούμε σε μία διπλή αναμέτρηση υπό τα διλήμματα που ήδη έχουν διατυπωθεί από τους δύο, ή θα παρεισφρήσουν εξελίξεις σε άλλες κατευθύνεσεις.
Ο πρωθυπουργός δηλώνει μετ’ επιτάσεως στους συνεργάτες του πως δεν αποκλίνει από τη δέσμευσή του να εξαντλήσει την τετραετία και να προκηρύξει εκλογές κάποια στιγμή την άνοιξη ή στις αρχές καλοκαιριού του 2023. Στην Κουμουνδούρου, παρότι κάτι τέτοιο θα πρόσφερε στον Αλέξη Τσίπρα τον απαιτούμενο χρόνο να ξεδιπλώσει τον σχεδιασμό του και να κερδίσει από την κυβερνητική φθορά, πιστεύουν πως οι κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνουν πως αναζητά “παράθυρο ευκαιρίας” να προσφύγει σε πρόωρες κάλπες το αργότερο το φθινόπωρο του 2022.
Η αλήθεια είναι πως τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ, το μιντιακό σύστημα και οι επιχειρηματίες προεξοφλούν πως οι διπλές εκλογές θα διεξαχθούν την επόμενη χρονιά. Κάτι που μπορεί να προκαλέσει παραλυτικά φαινόμενα μιας μακράς προεκλογικής περιόδου και να αναγκάσει το Μέγαρο Μαξίμου σε αλλαγή του όποιου σχεδιασμού.
Οι προβλέψεις Μαξίμου και Κουμουνδούρου
Στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού έλεγε στο libre πως η παράμετρος Σολτς δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχία. Ακόμα, δηλαδή, κι αν έχει ταχθεί κατά της αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων και της συνέχισης της ευελιξίας και για το 2023, στο Μέγαρο Μαξίμου προβλέπουν πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβει και το δημοσιονομικό σύμφωνο θα παραμείνει “χαλαρό” και θα επιτρέπει πολιτικές ενίσχυσης της οικονομίας. Το δεύτερο, εφόσον επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του πρωθυπουργικού επιτελείου, επιτρέπει να φτάσει η κυβέρνηση με σχετική άνεση έως το τέλος της θητείας της χωρίς να απαιτείται να εφαρμόσει σκληρό δημοσιονομικό πλαίσιο. Επίσης, ο ίδιος, συνεργάτης, επικαλούμενος τις προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου, θεωρεί πως η επίτευξη μεγάλου ρυθμού ανάπτυξης μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις πολιτικές του Ταμείου Ανάκαμψης και όχι από φορολογία και δραστικές μειώσεις δημοσίων δαπανών, μισθών κ.ά.
Στην αντίθετη πλευρά, στον ΣΥΡΙΖΑ εκτιμούν πως η απουσία συμμαχιών και η αδυναμία του Ευρωπαϊκού Νότου να συγκροτήσει μέχρι τώρα ενιαίο μέτωπο και να διεκδικήσει συνέχιση της χαλάρωσης και για το 2023 επιτρέπει στις οκτώ χώρες του πλούσιου Βορρά και στη Γερμανία να δράσουν υπέρ της επιβολής αυστηρότερων κανόνων. Σε μία τέτοια περίπτωση, λένε συνομιλητές του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός δεν θα θελήσει να εκτεθεί στον κίνδυνο ενός προσχεδίου προϋπολογισμού, τον Οκτώβριο του 2022, που θα περιγράφει μια σκληρή δημοσιονομική πολιτική για το 2023, ως εκ τούτου θα έχει φροντίσει να προσφύγει σε εκλογές, ιδιαιτερα εάν εκείνη την περίοδο διατηρεί ακόμα ένα σχετικά άνετο δημοσκοπικό προβάδισμα.
Θεωρείται, ακόμα, πως οι όποιες ανακοινώσεις μέτρων, ή η καλή πορεία της οικονομίας, δεν θα έχουν κατορθώσει να φτάσουν στον πυρήνα του οικογενειακού εισοδήματος και να δημιουργήσουν συνθήκες ευφορίας.
Εν κατακλείδι, οι γερμανικές εκλογές και η διαφαινόμενη επικράτηση Σολτς, κυρίως, όμως, η κυβερνητική συνεργασία που θα προκύψει στο Βερολίνο, είναι βέβαιο πως με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα επηρεάσουν τις επιλογές που θα γίνουν στην Αθήνα, πιθανώς και τον χρόνο των ελληνικών εκλογών.