Είκοσι χρόνια χωρίς τον αξεπέραστο Στέλιο Καζαντζίδη: Ενας μοναδικός ερμηνευτής
Είκοσι χρόνια ακριβώς συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο εκείνου που παραμένει μία απόλυτα εμβληματική προσωπικότητα στην ερμηνεία του λαϊκού μας τραγουδιού.
Ο πόνος, η μετανάστευση, η φτωχολογιά, οι βιοπαλαιστές, το βάσανο του έρωτα, τα λόγια που αισθάνεσαι ότι σε αφορούν προσωπικά και σε εκφράζουν άμεσα, η στεντόρεια φωνή που κουβαλά το συναισθηματικό φορτίο μιας ολόκληρης χώρας, ο ήχος της παρηγοριάς και της ελπίδας. Είναι άραγε η εμβληματική φωνή, το απαράμιλλο πάθος, η αδιαπραγμάτευτη στάση, η γενναιότητα να επιλέξει την καλλιτεχνική του απομόνωση, η καθιέρωση ενός μοναδικού ερμηνευτικού τρόπου ή μήπως η απόλυτη ταύτιση με τον λαό που ανέδειξαν τον Στέλιο Καζαντζίδη στον κορυφαίο -κατά πολλούς- Ελληνα τραγουδιστή;
Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που ο τραγουδιστής έφυγε από τη ζωή, αφήνοντάς μας να τα βγάλουμε πέρα με τον μύθο του. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. Ηταν μόλις 70 ετών και είχε κατέβει από το πάλκο οριστικά και αμετάκλητα δεκαετίες πριν.
«Ο Καζαντζίδης είναι ο πολύ μεγάλος τραγουδιστής, ο οποίος και εκφράζει αλλά και μας δίδαξε την αμεσότητα. Ο τρόπος ερμηνείας του είναι απόλυτα και ανεπανάληπτα άμεσος. Δεν συνέβαινε το ίδιο παλιότερα με τους σπουδαίους τραγουδιστές του σμυρναίικου ή του ρεμπέτικου», επισημαίνει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο λεύκωμα «Στέλιος Καζαντζίδης», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πανός (επιμέλεια Θωμάς Κοροβίνης). «Η κληρονομιά του είναι ότι μας δίδαξε την αμεσότητα κατά τρόπο που δεν χωράει αμφισβήτηση. Στην εποχή του, δεν είχε εφευρεθεί ακόμα ο όρος “αποστασιοποίηση”, ο πρακτικός όρος που χρησιμοποιήθηκε, αργότερα πολύ, στη δουλειά μας, στο θέατρο και γενικά στην τέχνη της γενιάς μας. Θεωρώ ότι την αμεσότητα, την άμεση επικοινωνία με το κοινό, ο Καζαντζίδης μου τη δίδαξε κι εμένα. Ο Στέλιος είχε αμεσότητα αφοπλιστική, όπως είχε αντίστοιχα, ας πούμε στις ταινίες του, ο Μάρλον Μπράντο», συμπληρώνει ο Σαββόπουλος.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931, στη Νέα Ιωνία Αττικής και ήταν γιος του Χαράλαμπου Καζαντζίδη από τον Πόντο και της Γεσθημανής με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Ο πατέρας του, χτίστης στο επάγγελμα, δολοφονήθηκε στα χρόνια του Εμφυλίου κι έτσι ο έφηβος Στέλιος (13 ετών) αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές.
«Η φωνή του είναι μοναδική, δεν συγκρίνεται. Ηταν ένας πολύ προικισμένος τραγουδιστής, ένα άτομο ιδιαίτερο και τα τραγούδια που γράφτηκαν για τη φωνή του, μοναδικά. Και όσα δεν γράφτηκαν για τη φωνή του, τους έδωσε το “καζαντζιδικό” πνεύμα. Μετά, μοιραία, όποιος και να τα πει, συγκρίνεται. Είχε φωνή και ψυχή. Είχε αυτόν τον καταπληκτικό συνδυασμό. Ηταν κάτι μαγικό», ανέφερε στο ίδιο βιβλίο η Μαρία Φαραντούρη.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι Ελληνες που διδάχτηκαν και αναμετρήθηκαν μαζί του. Σε όλο τον κόσμο προσπάθησαν να ερμηνεύσουν αυτό το φωνητικό φαινόμενο. «Ενα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της φωνής του, μέσω του οποίου πέρασε στο κοινό του τον πόνο της προδοσίας και του αποχωρισμού, είναι η άρθρωση του φωνήεντος “α”. Δεν έμοιαζε με τον τρόπο των τραγουδιστών της όπερας, που επιδεικνύουν τις φωνητικές τους ικανότητες και το πιάνουν πολύ ψηλά. Αντίθετα, ακουγόταν σαν παιδικός λυγμός που έβγαινε μέσα από την καρδιά», έγραψε ο «Γκάρντιαν» την επομένη του θανάτου του.
Πρώτος του δάσκαλος υπήρξε ο συνθέτης Στέλιος Χρυσίνης, ενώ ο πρώτος που εκτίμησε τη φωνή του ήταν το αφεντικό του στα εργοστάσια που δούλευε. Εκείνος τον άκουσε να τραγουδά την ώρα της δουλειάς και του χάρισε μια κιθάρα. Με αυτήν έκανε -όπως θυμόταν ο Πάνος Γεραμάνης- τις πρώτες του εμφανίσεις σε ταβέρνες. «Τον Οκτώβριο του 1952, ένα μελαχρινό παιδί με μουστάκι παίζει και τραγουδά στη λαϊκή ταβέρνα του Βουτσά, στην Καλογρέζα. Κάποιοι από τις παρέες τον λένε γείτονα. Τον γνωρίζουν περισσότερο σαν εργάτη του υφαντουργείου και λιγότερο σαν τραγουδιστή με την κιθάρα. Ονομάζεται Στέλιος Καζαντζίδης. Είναι κάτοικος Νέας Ιωνίας», έγραφε χαρακτηριστικά.
Είναι ο ίδιος που, λίγο μετά, θα ερμηνεύσει περί τα 3.000 τραγούδια, θα αλλάξει τον τρόπο που στέκονται οι τραγουδιστές στο πάλκο, θα μας κληροδοτήσει μεγαλειώδεις στιγμές κορυφαίων συνθετών (Τσιτσάνη, Χατζιδάκι, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Θεοδωράκη, Λεοντή) και αξεπέραστα ντουέτα με τη Μαρινέλλα, θα αποθεωθεί από τον κόσμο και εν τέλει θα τραβήξει το δικό του μονοπάτι.
Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, εγκατέλειψε τα νυχτερινά κέντρα. Ηταν μια απόφαση που αφενός μεν τήρησε μέχρι τέλους της ζωής, όσο κι αν η μία δελεαστική πρόταση διαδεχόταν την άλλη, αφετέρου δε, βύθισε στη θλίψη το κοινό του που δεν κατάφερε να τον ξανακούσει ποτέ ζωντανά.
«Ο Καζαντζίδης… είχε μια κακοπιστία στα μαγαζιά, καθότανε κάνα μήνα και την κοπάναγε. Δεν ξέρω τι του έφταιγε αυτού του παιδιού. Μπορεί να φταίγαμε εμείς, να μην τον νιώθαμε, δεν ξέρω», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας στη βιογραφία του «Βίος και Πολιτεία» (Ιωάννα Κλειάσιου, εκδ. «Ντέφι»). «Μπορεί να μην τον καταλάβαινε κανένας μας. Αλλά αυτός που δεν έφταιγε σίγουρα ήταν ο κόσμος, που τον αγάπαγε και τον ήθελε. Γιατί ήτανε είδωλο, μεγάλο είδωλο, κι αποκλείεται να ξαναβγεί τέτοιος μύθος»…
● Στην ερχόμενη σαββατιάτικη έκδοση της «Εφ.Συν.», φίλοι, συνάδελφοι και συνεργάτες ή απλά ορκισμένοι «καζαντζιδικοί» θυμούνται και τιμούν τον Στέλιο Καζαντζίδη, συμβάλλοντας σε σχετικό αφιέρωμα.
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών