ΣτΕ: Συνταγματική η αναστολή χορήγησης σύνταξης σε καταδικασθέντες για το διάστημα που εκτίουν ποινή
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε ότι είναι συνταγματική και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η αναστολή χορήγησης των συντάξεων σε όσους έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση άνω των 6 μηνών και για όσο χρόνο εκτίουν την ποινή τους σε κατάστημα κράτησης.
Από τον κανόνα αυτό, κατά το ΣτΕ, εξαιρούνται οι περιπτώσεις υφ’ όρων απόλυσης με ηλεκτρονικό βραχιολάκι, της μετατροπής της ποινής σε κοινωφελή εργασία κλπ.
Ειδικότερα, το 2002 συνταξιούχος του ΙΚΑ -ΤΕΑΜ (ήδη e-EΦΚΑ) από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση η οποία τελέστηκε τον Μάρτιο του 2001 σε βάρος της συζύγου του.
Μετά την καταδικαστική απόφαση το ΙΚΑ, σε εφαρμογή του αναγκαστικού νόμου (α.ν.) 1846/1951, ανέστειλε την καταβολή της κύριας και επικουρικής σύνταξης του καταδικασθέντα και παράλληλα καταλογίστηκαν σε βάρος του, εντόκως, τα ποσά της σύνταξης που του είχαν ήδη καταβληθεί από 1.7.2002 έως 31.1.2003. Στην συνέχεια προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια, υποστηρίζοντας, ότι ο α.ν. 1846/1951, αντιβαίνει στις συνταγματικές επιταγές (περί ισότητας, μεριμνάς του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, αρχή χρηστής διοίκησης, κ.λπ.).
Αρχικά, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι ο α.ν. 1846/1951 είναι αντίθετος στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Στην συνέχεια το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι ο νόμος αυτός σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του καταστατικού του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ αντίκειται ευθέως στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και στην συνταγματική υποχρέωση του κράτους για μέριμνα κοινωνικής ασφάλισης και παράλληλα δεν αποσκοπεί σε δημόσιο σκοπό. Με την σειρά του ο e-EΦΚΑ προσέφυγε στο ΣτΕ και ζήτησε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση.
Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ (πρόεδρος, η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα (Σίσσυ) Χρυσικοπούλου και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Νικόλαος Σκαρβέλης) με την υπ΄ αριθμ. 1254/2021 απόφαση της 7μελούς σύνθεσης, κατά πλειοψηφία, έκανε δεκτή την αίτηση του ασφαλιστικού φορέα, αναίρεσε την εφετειακή απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.
Συγκεκριμένα, το ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι δεν παραβιάζουν τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε αντίκεινται σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή, οι διατάξεις του α.ν. 1846/1951, που ορίζουν ότι αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης εάν ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των 6 μηνών για όσο χρόνο την εκτίει και ότι, εφόσον υπάρχουν πρόσωπα που σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου θα λάμβαναν σύνταξη, αυτά δικαιούνται σε απόληψη της σύνταξης που θα τους καταβαλλόταν σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου.
Ακόμη, το ΣτΕ επισημαίνει, ότι «ως έκτιση δε ποινής στερητικής της ελευθερίας, νοείται αποκλειστικώς ο φυσικός εγκλεισμός του καταδικασθέντος σε κατάστημα ή τμήμα καταστήματος που προορίζεται γι’ αυτήν και μόνο για όσο χρόνο ο εγκλεισμός αυτός διαρκεί, ενώ δεν υφίσταται «έκτιση ποινής» στις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περιπτώσεις της υποχρεωτικής και δυνητικής αναστολής εκτέλεσης της ποινής και της αναστολής υπό επιτήρηση, της υφ’ όρον απόλυσης, της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και της αναβολής ή διακοπής της εκτέλεσης της ποινής».
Διευκρινίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι η αναστολή της καταβολής της σύνταξης «δεν έχει ως κύριο σκοπό την αποτροπή των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων από τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ή την εκδήλωση αποδοκιμασίας για την επιδειχθείσα εγκληματική συμπεριφορά τους ή την επιβολή σε αυτούς μιας επί πλέον κύρωσης, αλλά στοχεύει πρωτίστως στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος σκοπού να μην υφίσταται το κοινωνικό σύνολο τη διπλή οικονομική επιβάρυνση της καταβολής στον εκτίοντα την ποινή των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον χρόνο που την εκτίει και της ανάληψης από το Δημόσιο των δαπανών διαβίωσής του κατά τον ίδιο χρόνο».