Το σκληρό κείμενο του Μίκη για τον Ανδρέα: “Ριζοσπάστης αστός και αντιμαρξιστής”
Ο Μίκης Θεοδωράκης άφησε το ανεξίτηλο στίγμα του με τον αγώνα του για μια ελεύθερη Ελλάδα. Ανήσυχο πνεύμα ασχολήθηκε με την πολιτική. Βρισκόμενος εξόριστος στη Ζάτουνα, την 1 Ιουνίου 1969, έγραψε για τον Ανδρέα Παπανδρέου, πως ανελίχθηκε τη δεκαετία του ’60 και επικράτησε στη συνέχεια στον αντιδεξιό χώρο.
Γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη:
Η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου (Α.Π.) αποδεικνύει με τραγικό, θα έλεγα, τρόπο την έλλειψη ενιαίας στρατηγικής από μέρους όλων των ελληνικών προοδευτικών δυνάμεων κατά την τελευταία ιστορική περίοδο. Ο Α.Π. μπορεί να χαρακτηρισθεί κάτι περισσότερο από φιλελεύθερος: ριζοσπάστης αστός. Δεν είναι μαρξιστής. Λέγεται ότι εμπνέεται από τις νεοκαπιταλιστικές οικονομικές θεωρίες των «κενεντιστών». Σε καθαρά θεωρητική βάση, δηλαδή, είναι αντιμαρξιστής, με άλλα λόγια πολιτικός αντίπαλος των Ελλήνων κομμουνιστών, και μάλιστα από τους πιο επικίνδυνους, γιατί η κατά καιρούς εύκολη και δημοκοπική συνθηματολογία του μπορεί να γεννήσει πολλές αυταπάτες, ακόμα και στους οπαδούς της Αριστεράς.
Εντελώς διαφορετική όμως είναι η θέση του Α.Π. σε σχέση με το ελληνικό προοδευτικό και ευρύτερα το ελληνικό δημοκρατικό κίνημα, γιατί οι διαφορές του με όλους τους πολιτικούς εκπροσώπους της ελληνικής αστικής και μεγαλοαστικής τάξης είναι ακόμα πιο βαθιές και μεγάλες από τις θεωρητικές διαφορές του με τους Έλληνες μαρξιστές. Δηλαδή, αν στο επίπεδο της θεωρίας ο Α.Π. διαχωρίζεται σαφώς από την ελληνική Αριστερά, στο επίπεδο της ρέουσας πολιτικής πράξης βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με τη Δεξιά. Με άλλα λόγια, η περίπτωσή του υπήρξε εντελώς ιδιάζουσα.
Παρότι ήταν γιος του αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου, ανδρός δεδοκιμασμένου αντικομμουνιστού, κατέχοντος την πιο καίρια θέση στους μηχανισμούς που συνδέουν τα αστικά κόμματα με την ολιγαρχία και τα παρακλάδια της, ο Α.Π. φαίνεται ότι δεν έδωσε τας «νενομισμένας» εγγυήσεις προς τα ανώτερα οικονομικά επιτελικά όργανα που κατευθύνουν την πολιτική ζωή της χώρας, αρνηθείς τις παραδοσιακές σχέσεις -χρυσή αλυσίδα ή αδαμάντινες γέφυρες- με τις οποίες ελέγχεται η στάση όλων σχεδόν των αστών πολιτικών. Δηλαδή, εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες που του προσέφερε η θέση του πατέρα του, προσπάθησε -και φαίνεται ότι το πέτυχε- να μείνει «ελεύθερος σκοπευτής». Αυτό το γεγονός προκάλεσε τον πανικό της ολιγαρχίας. Γιατί για πρώτη φορά ένας αστός πολιτικός, που μάλιστα διέθετε μια πολύ μεγάλη πολιτική κληρονομιά -επομένως και επίδραση-, ξέφευγε από τον συνήθη απόλυτο έλεγχό της. Μέχρι την περίπτωση του Α.Π. η ελληνική ολιγαρχία κατόρθωνε με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο να «δένει» τους Έλληνες πολιτικούς. Ο συνηθέστερος τρόπος υπήρξε η οικονομική ενίσχυση, ιδιαίτερα κατά τις προεκλογικές περιόδους, και η προβολή από τα δημοσιογραφικά της όργανα. Ο βοηθούμενος νέος πολιτικός, όταν ανερχόταν στην εξουσία, εξεπλήρωνε τις υποχρεώσεις του με τον συνήθη τρόπο, δηλαδή με ρουσφέτια, χαριστικούς νόμους, «ειδικούς» νόμους κλπ. Έτσι, μια στενή σχέση συνέδεε πάντα τον πολιτικό άνδρα με τον οικονομικό παράγοντα, που δεν αργούσε να ενδυθεί και τον κατάλληλο «ιδεολογικό» μανδύα.
Η ουσία αυτού του άγραφου συμβολαίου ήταν μία: ότι ο πολιτικός δεν θα έθιγε τα οικονομικά συμφέροντα των προστατών του. Φυσικά ήταν ελεύθερος να υποσχεθεί κατά την προεκλογική περίοδο ακόμα και ριζικές αλλαγές, προκειμένου να εξασφαλίσει λαϊκές ψήφους. Όμως οι κεφαλαιούχοι δεν ανησυχούσαν. Ήξεραν ότι ο υποψήφιος υπουργός ταξιδεύει με δικά τους έξοδα, ότι αυτοί είναι που πλήρωσαν τις αφίσες με τα φιλολαϊκά συνθήματα και ότι αυτοί είναι που δημοσιεύουν τους πύρινους φιλολαϊκούς λόγους στις δικές τους εφημερίδες. Ήταν, λοιπόν, ήσυχοι, γιατί γνώριζαν ότι τίποτε δεν επρόκειτο να αλλάξει και ότι ο μέλλων υπουργός, δεξιός ή κεντρώος, θα υπεράσπιζε, όπως πάντα, τα συμφέροντά τους προσπαθώντας να περιβάλει με το ένδυμα του νόμου όλες τις χαριστικές πράξεις που θα εδραίωναν και θα δυνάμωναν την οικονομική τους κυριαρχία. Πιθανόν από τον κανόνα αυτόν να ξέφευγαν μερικοί επίδοξοι πολιτικοί άνδρες• όμως, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσαν να πάνε πολύ ψηλά. Κανένας αστός πολιτικός, από όσους έπαιξαν κάποιο ρόλο, έστω και μικρό, στη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής της χώρας δεν ξέφυγε από τον χρυσό κανόνα. Έτσι, ολιγαρχία και πολιτικοί χέρι χέρι, και με πρόσχημα τον αντικομουνισμό, αντιμετώπιζαν επιτυχώς τον μεγαλύτερο εχθρό τους: τον ελληνικό λαό!
Η περίπτωση του Α.Π. ήρθε να κλονίσει συθέμελα αυτή την ανόσια συμμαχία. Γιατί ο Α.Π. δεν είχε ανάγκη για να ανεβεί, πράγμα που συνέβαινε με όλους τους νέους πολιτικούς, γιατί ήταν ήδη πολύ ψηλά λόγω ακριβώς της οικογενειακής τους θέσεως – εξ ου και το μένος κατά της «οικογενειοκρατίας»! Αυτή, λοιπόν, η ανεξαρτησία του Α.Π. απέναντι στην οργανωμένη σχέση ολιγαρχίας-πολιτικής κατέστησε τη θέση του ιδιάζουσα, όπως είπαμε, στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο πανικός της ελληνικής ολιγαρχίας υπήρξε απολύτως φυσιολογικός και δικαιολογημένος: ο Α.Π. δεν έκρυβε ότι επεδίωκε ορισμένες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα ανακούφιζαν τις καταπιεζόμενες τάξεις και, επομένως, θα έθιγαν το μονοπώλιο του ελέγχου -και των κερδών- επί της εθνικής μας ζωής, που είχαν εξασφαλίσει έως τότε οι ‘Έλληνες κεφαλαιοκράτες. Και φυσικά ανατρίχιαζαν ακόμα και στο άκουσμα αυτών των υποσχέσεων, γιατί γνώριζαν ότι αυτή τη φορά ο πολιτικός ανήρ μιλούσε ειλικρινά και ότι θα τις εφάρμοζε, μια που αυτοί δεν ασκούσαν επάνω του τον γνωστό απόλυτο έλεγχο.
Φυσικά, τα ίδια περίπου οικονομικά προγράμματα υπεράσπιζαν και οι εκπρόσωποι της Αριστερός. Όμως το γεγονός αυτό δεν απασχολούσε σοβαρά την ολιγαρχία, γιατί γνώριζε -εκτός πολλών άλλων- ότι η εκλογική πελατεία της Αριστερός δεν αρκούσε ώστε να επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία γύρω απ’ αυτά τα μεταρρυθμιστικά οικονομικά προγράμματα της δημοκρατικής αλλαγής. Διαφορετική ήταν η θέση του Α.Π. Αυτός συσπείρωνε γύρω του καθαρά «αστικές» ψήφους, δηλαδή την πατροπαράδοτη πελατεία που έλεγχε διά των κεντρώων και δεξιών η ολιγαρχία, ψήφους που θα προστίθεντο σ’ εκείνες της Αριστεράς και, επομένως, ήταν δυνατόν να οδηγήσουν σε μια εξουσία που θα ξέφευγε από τον κυριαρχικό έλεγχο της ελληνικής ολιγαρχίας. Εάν, δηλαδή, ο Α.Π. ήταν αριστερός ή ακόμα περισσότερο κομμουνιστής, αυτό λίγο θα απασχολούσε την υποτέλεια.
Όμως η θέση του στην καρδιά του μεγαλύτερου αστικού πολιτικού κινήματος της χώρας τον έκανε εξαιρετικά επικίνδυνο. Ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να χτυπηθεί με όλα τα μέσα! Και ακριβώς αυτό έγινε. Με άλλα λόγια, η έμπειρη ελληνική ολιγαρχία είδε σωστά και γρήγορα, και εξίσου γρήγορα και σωστά οργάνωσε την πολιτική της. Έτσι, σήμερα, όποιον κι αν ρωτήσεις θα σου πει ότι η 2ΐη Απριλίου οφείλεται στην παρουσία του Α.Π. Στον «κίνδυνο Α.Π.». Πράγματι, η ολιγαρχία με τα όργανά της ανύψωσαν τον Α.Π. στο επίπεδο του συμβόλου και με άξονα αυτή την πολιτική κατάφεραν τελικά να δημιουργήσουν τις απαραίτητες πολιτικές προϋποθέσεις για την επιτυχία της δικτατορίας. Αν όμως η Δεξιά είδε και ενήργησε σωστά, δεν μπορούμε, δυστυχώς, να πούμε το ίδιο ούτε για την Αριστερά ούτε και για τον ίδιο τον Α.Π.
Ας δούμε κατ’ αρχάς πώς αντιμετώπισε ο Α.Π. τη δική του περίπτωση. Εγώ δέχομαι ότι η ανάμειξή του στην πολιτική ζωή της χώρας οφείλεται στην ειλικρινή του επιθυμία να προσφέρει θετικές υπηρεσίες στον «πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο» λαό μας. Απορρίπτω τις αιώνιες υποψίες και αιώνιες κατηγορίες ορισμένων θερμών εγκεφάλων περί καμουφλαρισμένου «πρακτορισμού», που όσο πιο καθαρή είναι μια περίπτωση τόσο περισσότερο ύποπτη γίνεται γι’ αυτούς!
Ο Α.Π. ήταν για μένα ένας ειλικρινής ιδεολόγος που, φυσικά, αντιμετώπιζε το ελληνικό πρόβλημα από τη δική του σκοπιά, του φιλελεύθερου αστού, με ορισμένες ρίζες που έφθαναν ως τις παρυφές του αριστερού κινήματος. Εκείνο που τον χώριζε από το προοδευτικό κίνημα ήταν ο καμουφλαρισμένος, όμως υπαρκτός και οξύς, αντικομουνισμός του. Έχω τη γνώμη ότι κάτω από ειδικές πολιτικές συνθήκες ήταν δυνατόν να εξελιχθεί σε επικίνδυνο κομμουνιστοφάγο. Επομένως, δικαιολογώ ως ένα σημείο τους δισταγμούς και τους φόβους μιας μερίδας της Αριστεράς ότι η πρόσφατη ιστορική πείρα μάς έχει δείξει πως πολλά και μεγάλα εγκλήματα κατά της Αριστερός έγιναν από πολιτικούς εκπροσώπους του Κέντρου. Όμως οι επιφυλάξεις αυτές, οπωσδήποτέ σοβαρές, δεν έπρεπε να μας αποκλείουν την ουσία του πολιτικού χαρακτήρα του Α.Π. Στο κάτω κάτω, η μελλοντική του συμπεριφορά δεν εξαρτιόταν μονάχα απ’ αυτόν αλλά κι από την Αριστερά! Ήταν, δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό στο χέρι του αριστερού κινήματος να μη δώσει την ευκαιρία στον Α.Π. να προβάλει τα αντικομουνιστικά του στοιχεία.
Ας γυρίσουμε όμως στον ίδιο τον Α.Π. Η ιστορική συγκυρία του προσέφερε μια τεράστια ευκαιρία να μετουσιώσει τον ιδεαλισμό του σε πολιτική πράξη. Η Ένωση Κέντρου, με επικεφαλής τον πατέρα του Γεώργιο Παπανδρέου, ήταν ένας αληθινός παλλαϊκός χείμαρρος, που σάρωσε τη Δεξιά κατακτώντας με το 53% την απόλυτη εκλογική πλειοψηφία. Όμως, ο Α.Π. έπρεπε να είχε δει ότι το τεράστιο αυτό λαϊκό κίνημα είχε συγχρόνως όλες τις αδυναμίες ενός δεινόσαυρου και ότι η Δεξιά διατηρούσε πάντοτε τα δόντια και τα νύχια της σαν αληθινή τίγρις. Επομένως, έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα και αποφασιστικά. Αντικειμενικοί σκοποί: ι) η διατήρηση της ενότητας μέσα στη μεγάλη κεντρώα παράταξη• 2) οργανωτικά μέτρα μέσα στο κόμμα και στη νεολαία• 3) ξεδόντιασμα της τίγρεως με αποφασιστικές μεταβολές στο στρατό, στα σώματα ασφαλείας και γενικότερα στον κρατικό μηχανισμό.
Η θέση του Α.Π. μέσα στο νικηφόρο κεντρώο κίνημα ήταν πολύ προνομιούχα και λεπτή. Γι’ αυτό έπρεπε να βαδίσει προσεκτικά. Οι Έλληνες πραγματικά περιφρονούν τα παιδιά των μπαμπάδων τους. Εάν ξεκινούσε με μία «φυσιολογική» πορεία μέσα στον λαό και στη Βουλή, θα εξασφάλιζε ουσιαστικά και κατά το φαίνεσθαι με το σπαθί του τη θέση του ως ανώτατη ηγεσία του Κέντρου. Δεν θα έδινε προσχήματα για τις διασπαστικές κινήσεις. Η Ένωση Κέντρου για μια μακρά χρονική περίοδο έπρεπε να μείνει ενωμένη. Αυτό θα βοηθούσε, όπως είδαμε, στον βαθμιαίο εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής, στην οργάνωση των κεντρώων δυνάμεων και στην εξάρθρωση του παρακράτους, που αποτελούσε τη δύναμη κρούσης της Άκρας Δεξιάς. Όμως, προ παντός, θα επέτρεπε στον Α.Π. να δημιουργήσει τις απαραίτητες κομματικές οργανώσεις και πολιτικές πλατφόρμες, στις οποίες θα στήριζε, σε δεύτερη φάση, το δικό του πλέον μεταρρυθμιστικό κίνημα. Αυτά όλα, όπως φαίνεται, δεν τα εξετίμησε στον βαθμό που έπρεπε ο Α.Π.
Όμως το μεγαλύτερο σφάλμα του βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, στο γεγονός ότι δεν είδε σωστά τον ιστορικό του ρόλο σε σχέση με το υπόλοιπο προοδευτικό κίνημα. Δεν είδε, δηλαδή, όχι η Αριστερά κατέχει και διατηρεί σταθερά τον δικό της πολιτικό χώρο και ότι, επομένως, ο δικός του χώρος αρχίζει από εκεί όπου τελειώνει ο χώρος της Αριστερός και επεκτείνεται προς το Κέντρο, δηλαδή προς τα δεξιά – όσο γίνεται προς τα δεξιά!
Με άλλα λόγια, έπρεπε να κάνει αυτό που έτρεμαν τα επιτελεία της υποτέλειας: να πάρει όσες περισσότερες ψήφους μπορούσε από την πατροπαράδοτη εκλογική πελατεία των αστικών κομμάτων. Φυσικά, στην πραγματικότητα, δεν θα έπαιρνε «ξένες» ψήφους – ξένες ως προς το μεγάλο ελληνικό αναγεννητικό κίνημα.
Όπως είπαμε ήδη, το κίνημα αυτό δημιουργήθηκε και εμφανίσθηκε για πρώτη φορά με το ΕΑΜ. Όμως, τα λάθη, η ήττα και στη συνέχεια η κρίση της Αριστερός από τη μια μεριά, και η κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και του παρακράτους από την άλλη, εξάρθρωσαν, διέσπασαν το κίνημα. Αλλά μόνο στην επιφάνειά του. Στο βάθος, η νοοτροπία των Ελλήνων δεν άλλαξε. Και βασικά η νοοτροπία αυτή μπορεί να χαρακτηρισθεί με μία λέξη: αλλαγή. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής; Το είδαμε διατυπωμένο στα προγράμματα της Αριστερός, που τα συνθήματά της τα δανείσθηκε εν πολλοίς και ο Α.Π. Επομένως, ιδωμένος από τη γενική πολιτική στρατηγική άποψη, ο Α.Π. ανήκε στις δυνάμεις της αλλαγής. Όμως η παρουσία του ήταν εξαιρετικά πολύτιμη, γιατί ερχόταν να προσθέσει στις ήδη αποκρυσταλλωμένες δυνάμεις της Αριστεράς όλα τα φοβισμένα ή ταλαντευόμενα παλαιά και νεότερα στοιχεία της, που για τους γνωστούς λόγους είχαν καταφύγει στην κεντρώα παράταξη.
Αυτή υπήρξε η ιστορική σημασία της περίπτωσης του Α.Π. Το γεγονός, δηλαδή, ότι βοηθούσε στην επανασυγκόλληση και επανασυγκρότηση του υπάρχοντος μεγάλου ελληνικού προοδευτικού κινήματος.
Έχοντας έτσι εξασφαλισμένη την πλευρά του προς την Αριστερά, έπρεπε να στρέψει όλο τον όγκο των πολιτικών του πυρών προς την άλλη κατεύθυνση, που σημαίνει ότι έπρεπε βασικά να καθησυχάσει εκείνες τις κοινωνικές ομάδες και τους πολιτικούς παράγοντες που ήταν ακόμα επηρεασμένοι από την πρόσφατη εθνική τραγωδία και ήταν πάντοτε εκτεθειμένοι στη μονομερή, λυσσαλέα αντικομουνιστική εκστρατεία της Δεξιάς. Και, προ παντός, δεν έπρεπε να προσφέρει προσχήματα στις δυνάμεις του σκότους, που καραδοκούσαν και ανέμεναν την ευκαιρία να καταστρέψουν αυτό ακριβώς που φοβόντουσαν στον Α.Π., δηλαδή την αστική του καταγωγή και τοποθέτηση, το φιλελεύθερο αστικό μέρος της πολιτικής του, και να εκμηδενίσουν την ακτινοβολία του προς το αστικο-συντηρητικό τμήμα της δημοκρατικής παράταξης. Με άλλα λόγια, να τον ταυτίσουν με την Αριστερά και να μεταφέρουν την επιρροή του στον ίδιο χώρο της Αριστεράς!
Σ’ αυτή την ορθή πολιτική της Δεξιάς βοήθησε με όλη την ψυχή του ο Α.Π. ! Όσο περνούσε ο καιρός, δανειζόταν όλο και περισσότερο τη συνθηματολογία της Αριστεράς, προσπαθώντας, θα έλεγε κανείς, να την υπερακοντίσει σε φραστική ριζοσπαστικότητα – ακόμα και σε φραστική επαναστατικότητα! Ήταν σαφές ότι είχε χάσει τον ιστορικό του στόχο και ότι έπαιζε το παιχνίδι της Δεξιάς!
Τη στιγμή ακριβώς αυτή, άνοιξη του ig66, προσπάθησα να επέμβω, με τις μικρές σχετικά δυνατότητες που διέθετα. Έτσι, στην πρώτη ευκαιρία που μου δόθηκε, ανέλυσα τις παραπάνω σκέψεις μου στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου Παρτσαλίδη και Δημητρίου.
Και εδώ μπαίνουμε στην αντιμετώπιση του «προβλήματος Ανδρέας Παπαδρέου» από την Αριστερά. Εξήγησα τότε ότι θα έπρεπε να υπάρξει μια συνολική αντιμετώπιση του αναπτυσσόμενου κινδύνου από τη Δεξιά, με την κατάρτιση μιας καθολικής στρατηγικής και τη συνεργασία, προ παντός, και του Α.Π. Κατά τη γνώμη μου, ο Α.Π. δεν αισθανόταν ασφαλής από την αριστερή του πτέρυγα. Το γεγονός ότι η Αριστερά διέθετε πιστές και καλά οργανωμένες δυνάμεις τον φόβιζε. Ο ίδιος, ενώ είχε πολιτική ακτινοβολία, ήταν εν τούτοις ουσιαστικά απογυμνωμένος από την άποψη της πολιτικής οργάνωσης και του κομματικού μηχανισμού. Κατά βάθος φοβόταν ότι, σε μια πιθανή πολιτική συμμαχία του με την Αριστερά, θα υπέκυπτε τελικά στην οργανωτική υπεροχή της τελευταίας. Για τον λόγο αυτό θα έπρεπε να του δοθούν από το πλέον υπεύθυνο όργανο της Αριστερός όλες οι εγγυήσεις, με τη μορφή ενός κοινού μίνιμουμ προγράμματος εξουσίας, την οποία η Αριστερά θα υποστήριζε είτε και θα συμμετείχε σ’ αυτήν. Η ολοκληρωμένη και καθολική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος θα έπειθε τον Α.Π. ότι οι στόχοι της Αριστερός ήταν κατά σειρά προτεραιότητας: ι) η εκμηδένιση του κινδύνου από το παρακράτος που εξέθρεψε η Δεξιά• 2) η στερέωση της δημοκρατίας• 3) ο βαθμιαίος εκδημοκρατισμός της δημόσιας ζωής• 4) η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης του ελληνικού δημοκρατικού προοδευτικού κινήματος• 6) η δημιουργία κυβέρνησης φιλολαϊκής, ικανής να προβεί στις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις• και 7) η εφαρμογή του προγράμματος της δημοκρατικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, είχαμε έναν μακρύ και τραχύ δρόμο να διανύσουμε, στον οποίο ο ρόλος του Α.Π. και της ομάδας του μπορούσε να είναι σημαντικός. Η Αριστερά, εφ’ όσον ο Α.Π. παρέμενε στα πλαίσια της συμπεφωνημένης γραμμής, θα τον υπεράσπιζε με όλες της τις δυνάμεις. Για τον σκοπό αυτό, όπως είπα, θα έπρεπε να δοθούν οι πλέον σαφείς διαβεβαιώσεις, αλλά και χειροπιαστές εγγυήσεις. Όταν θα είχε λυθεί το θέμα αυτό, θα έπρεπε να αποσαφηνισθούν ο ρόλος του Α.Π. και οι στόχοι της πολιτικής του. Το κοινό, πλέον, συμφέρον απαιτούσε μια γενική ανάπτυξη των δυνάμεων από τα αριστερά προς τα δεξιά. Δηλαδή η ΕΔΑ θα έπρεπε να επεκτείνει τη δύναμή της, γιατί όσο ισχυρότερη θα έβγαινε από την εκλογική αναμέτρηση τόσο θα μεγάλωνε η μία από τις βάσεις -η πιο καλά οργανωμένη και συγκροτημένη- της συμμαχίας και τόσο περισσότερο θα ευκολυνόταν και η μελλοντική συνεργασία των δύο ομάδων του δημοκρατικού προοδευτικού κινήματος. Επίσης ο Α.Π. θα έπρεπε να επεκτείνει την ακτινοβολία του με την κατεύθυνση από τα αριστερά προς τα δεξιά, οπότε ανάλογη θα έπρεπε να είναι και η συνθηματολογία του.
Ποιος ήταν, στην ουσία, ο Α.Π. και ποιο πολιτικό πρόσωπο έπρεπε να δείξει στον ελληνικό λαό; Δεν ήταν, μήπως, ένας φιλελεύθερος, φωτισμένος, προοδευτικός αστός πολιτικός, που φιλοδοξούσε να εκσυγχρονίσει την οικονομία της χώρας και να προβεί στις απαραίτητες γι’ αυτό κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές; Όμως, όλα αυτά στο πλαίσιο της μετριοπάθειας και των σοφά και προσεκτικά κλιμακούμενων αλλαγών και με τη συνεργασία της ελληνικής εμποροβιομηχανικής τάξης, των διανοούμενων, των επιστημόνων και γενικά των μεσαίων στρωμάτων. Να ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Α.Π. Και αυτό ακριβώς το πρόσωπο έπρεπε να δείξει στον ελληνικό λαό. Εξ άλλου, το όνομά του, η καταγωγή του, οι σπουδές του, η θητεία του στις ΗΠΑ και η επιστημονική του θέση, όλα αυτά τα στοιχεία βοηθούσαν στην ολοκλήρωση και επικύρωση αυτής της εικόνας.
Αντί γι’ αυτό, όπως είδαμε, προσπάθησε να καταστρέψει ο ίδιος το «πρόσωπο» εκείνο που η ιστορική αναγκαιότητα απαιτούσε εκείνη τη στιγμή για την επίτευξη της οριστικής και ουσιαστικής ήττας των φασιστικών στοιχείων, που ενέδρευαν κάτω από τη στολή του αξιωματικού και του παρακρατικού.
Αυτά σε γενικές γραμμές ανέπτυξα στα δύο μέλη του ΠΓ του ΚΚΕ την άνοιξη του 1966. Οι απόψεις μου βρήκαν θετική απήχηση. Όμως στο μεταξύ είχε περάσει πολύς καιρός, κατά τον οποίο και οι δυο πλευρές -Αριστερά και Α.Π.- δρούσαν και αντιδρούσαν ευκαιριακά. Δεν υπήρχε ενιαία στρατηγική – ούτε καν τακτική. Η πρωτοβουλία είχε περάσει οριστικά στα επιτελεία της υποτέλειας, η οποία είχε στρατηγική και τακτική ενιαία. Και μάλιστα με επάλληλες-παράλληλες λύσεις. Μία απ’ αυτές υπήρξε και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Η ύπαρξη, από τη μια πλευρά, και η έλλειψη, από την άλλη, αυτής της ενιαίας στρατηγικής και τακτικής οδήγησαν τελικά στην αναπόφευκτη ουσιαστική ρήξη ανάμεσα στον Α.Π. και την Αριστερά. Όσο πλησίαζε η ημέρα των εκλογών (28.5.1967) τόσο ο τόνος οξυνόταν. Οι περισσότεροι ομιλητές της Αριστεράς άρχισαν να έχουν ως κύριο στόχο τους τον Α.Π. Κι ο τελευταίος απευθυνόταν όλο και περισσότερο στους οπαδούς της Αριστερός! Η Δεξιά έτριβε και πάλι τα χέρια της. Το ελληνικό δημοκρατικό προοδευτικό κίνημα έχανε μιαν ακόμα ιστορική ευκαιρία. Όμως το κακό δεν περιορίζεται μονάχα σ’ αυτή τη διαπίστωση. Γιατί η πραγματική δυνατότητα που είχε το προοδευτικό δημοκρατικό κίνημα με την παρουσία του Α.Π. στην ηγεσία της Ένωσης Κέντρου δημιούργησε, όπως είδαμε, έντονες αντιδράσεις στο στρατόπεδο της υποτέλειας, που, είτε από πραγματικό φόβο είτε εκμεταλλευόμενη έντεχνα τον μπαμπούλα μιας ενδεχόμενης συνεργασίας ΕΔΑ-Α.Π., επιστράτευσε όλες της τις δυνάμεις και δημιούργησε το κατάλληλο πολιτικό κλίμα για την εμφάνιση και την επιτυχία της δικτατορίας. Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική αντίδραση σωστά είδε τον κίνδυνο και σωστά ενήργησε. Γιατί, όπως είδαμε, η πάλη του λαού με επικεφαλής την Αριστερά είχε δημιουργήσει τις απαραίτητες ιδεολογικοπολιτικές προϋποθέσεις για τον θρίαμβο του δημοκρατικού μας κινήματος. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε σε δύο βουλευτικές (1963 και 1964) και σε μία δημοτική (1964) εκλογικές αναμετρήσεις. Επομένως, ο λαός είχε κερδηθεί οριστικά από τα ιδανικά της ανανεωμένης δημοκρατίας.
Η Δεξιά όμως εξακολουθούσε να έχει πίσω της πολλά δυναμικά ερείσματα, στον θρόνο, στον στρατό, στον κρατικό μηχανισμό, και είχε και το παρακράτος. Οι ΗΠΑ, όπως είναι γνωστό, μετά το σάρωμα της Δεξιάς είχαν παίξει το χαρτί της Ένωσης Κέντρου. Λέγεται μάλιστα ότι το κόμμα αυτό γεννήθηκε μέσα στην αμερικανική πρεσβεία. Έχω ήδη πει πως πιστεύω ότι, για να επιτυγχάνονται οι σκοποί μιας έστω μετριοπαθούς φιλολαϊκής μεταρρυθμιστικής πολιτικής, θα έπρεπε να εξασφαλισθεί, στο μέτρο του δυνατού, η ουδετερότητα της αμερικανικής πολιτικής ως προς τον τομέα αυτόν της εσωτερικής μας ζωής. Ο Α.Π., λόγω των ιδιαίτερων δεσμών του με τις ΗΠΑ, μπορούσε να καθησυχάσει τους Αμερικανούς, δίνοντας τις απαιτούμενες εγγυήσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, του ΝΑΤΟ, των βάσεων, με λίγα λόγια σε ό,τι ενδιέφερε ζωτικά τις ΗΙΙΑ.
Αυτό ήταν ένα άλλο στοιχείο που προκάλεσε εύλογο πανικό στην υποτέλεια, η οποία στηρίζεται, όπως είναι γνωστό, αποκλειστικά στους Αμερικανούς. Και ακριβώς η τέχνη της να μονοπωλεί την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ της επέτρεψε όχι μόνο να επιζήσει αλλά και να καταλάβει όλες τις θέσεις-κλειδιά στην οικονομική, πολιτική και γενικά τη δημόσια ζωή της χώρας. Φυσικά, η άνοδος της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία δεν άρεσε στην ελληνική ολιγαρχία. Όμως, το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα ιθύνοντα στελέχη αυτού του κόμματος ήταν δοκιμασμένοι άνθρωποί της, της έδινε ικανές εγγυήσεις για τη διατήρηση των προνομίων της. Πράγματι, η πολιτική της Ένωσης Κέντρου στον οικονομικό τομέα ελάχιστα προσέφερε στον εργαζόμενο λαό, η δε εργατική πολιτική της οδήγησε, εκτός των άλλων αντεργατικών μέτρων, στη νεκρανάσταση του φασίστα εργατοπατέρα Μακρή και στην τοποθέτησή του στη γενική γραμματεία της ΓΣΕΕ, την οποία ήλεγχε και πάλι εξ ολοκλήρου το «συνδικαλιστικό» τμήμα της Ασφάλειας!
Εντελώς διαφορετική ήταν η περίπτωση του Α.Π., ο οποίος, επιπλέον, διέθετε και ειδικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ. Μήπως ο πατέρας του δεν είχε πει γι’ αυτόν: «Μου γυρέψατε έναν αμερικανόφιλο και σας προσφέρω έναν Αμερικανό υπουργό»; Επομένως, έπρεπε να κοπούν όλοι οι δεσμοί του Α.Π. με τους Αμερικανούς!
Έπρεπε οι Αμερικανοί να κλονισθούν, να δυσπιστήσουν, να ανησυχήσουν, να πιστέψουν ότι ο Α.Π. αποτελεί έναν απλό πράκτορα του κομμουνισμού, ένα πιόνι στα χέρια της Αριστερός, έναν φανατικό πολέμιο των αμερικανικών συμφερόντων στην Ελλάδα! Αν κρίνουμε από τις δημόσιες δηλώσεις του Α.Π., βοήθησε και στον τομέα αυτόν όσο μπορούσε την τακτική της Δεξιάς. Έτσι η τελευταία κατάφερε και πάλι να μονοπωλήσει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ, των οποίων οι υπεύθυνοι στη χώρα μας, τρομοκρατημένοι και οι ίδιοι από την προπαγάνδα της Άκρας Δεξιάς, αποφάσισαν να περάσουν στην εφαρμογή του σχεδίου «Προμηθεύς», που, όπως είναι γνωστό, προέβλεπε την παρέμβαση των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση κινδύνου ανατροπής του ισχύοντος καθεστώτος, δηλαδή της αμερικανοκρατίας.
*Από το βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Α’ Εκδ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019, σελ. 189-199
Πηγή: iefimerida.gr