Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών: Αύξηση της ανεργίας το 2021 (γραφήματα)

 Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών: Αύξηση της ανεργίας το 2021 (γραφήματα)

Οι προβλέψεις του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ) για την απασχόληση και τις αμοιβές των εργαζομένων το 2021 αναμένεται να κυκλοφορήσoυν τις επόμενες μέρες. Μεταξύ άλλων, αναφέρουν ιστορικό υψηλό στο ποσοστό της ανεργίας, μείωση της απασχόλησης, μείωση συλλογικών συμβάσεων, μισθολογικές απώλειες.

Το πρώτο τρίμηνο του 2014 το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα έφτασε στο ιστορικά υψηλό 27,9% (από 7,6% το 2008 και 9,5% το 2009). Έκτοτε η ανεργία ακολούθησε μεγάλη πτωτική τάση με το ποσοστό των ανέργων να εμφανίζεται μειωμένο κατά 11 μονάδες μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2019, που ήταν 16,8%, έναντι 16,4% του προηγούμενου τριμήνου (τρίτο τρίμηνο 2019).

Πρωτογενές έλλειμμα 9,093 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό το εξάμηνο Ιανουάριος-Ιούνιος

Η θετική αυτή πορεία φαίνεται να ανατρέπεται τον Απρίλιο του 2021 με το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται σε 17,0% έναντι του διορθωμένου προς τα κάτω 15,9% τον Απρίλιο του 2020 και του διορθωμένου προς τα άνω 16,8% τον Μάρτιο του 2021 με την Ελλάδα να εμφανίζει σχεδόν το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.

Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις γυναίκες (21,4%), καθώς φαίνεται να διευρύνεται το χάσμα στην απασχόληση μεταξύ ανδρών (13,6%) και γυναικών σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, στα άτομα ηλικίας έως 24 ετών (46,8%), στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει έως λίγες τάξεις Δημοτικού και στα άτομα ξένης υπηκοότητας.

Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η ανεργία των νέων (18-29 ετών) στην Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ για τον Μάιο 2021 (38,2%), καθώς το ίδιο ισχύει και για το ποσοστό των νέων (15-24 ετών) εκτός απασχόλησης, κατάρτισης κι εκπαίδευσης (13,2%).

anergia.jpg

Μείωση της απασχόλησης

Το πρώτο τρίμηνο του 2021 ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.625.061, άτομα παρουσιάζοντας μείωση κατά 6,5%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 5,9%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους1.

Από την εξέλιξη του ποσοστού των απασχολουμένων σε ευρείς τομείς οικονομικής δραστηριότητας κατά την περίοδο α΄ τρίμηνο 2010- α΄ τρίμηνο 2021, παρατηρείται αύξηση του ποσοστού όσων εργάζονται στον τομέα που περιλαμβάνει το εμπόριο, τις μεταφορές και τις επικοινωνίες, τα ξενοδοχεία και την εστίαση. Μείωση παρατηρείται στο ποσοστό όσων εργάζονται στους τομείς των κατασκευών και της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας. Η τάση αυτή αποτυπώνει την μεταστροφή του παραγωγικού μας μοντέλου προς τον τριτογενή τομέα της οικονομίας (υπηρεσίες), αλλά και προς επαγγέλματα τα οποία χαρακτηρίζονται από εποχικότητα με το 32,5% των ανέργων να δηλώνουν ότι «η εργασία ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε» ως λόγο που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία2.

anergoi.jpg

Επίμονη μακροχρόνια ανεργία

Η πλειονότητα των ανέργων (58,4%) αναζητά εργασία επί ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Οι μακροχρόνια άνεργοι παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Η μακροχρόνια φύση της ανεργίας είναι αναμφισβήτητα από τις πιο σοβαρές προκλήσεις πολιτικών ένταξης στην εργασία στην Ελλάδα σήμερα, με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνική συνοχή της χώρας: το 58,4% των ατόμων που αναζητούν εργασία είναι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ τη μεγαλύτερη κατηγορία από αυτούς την καταλαμβάνει η ομάδα που βρίσκεται σε ανεργία από 4 έτη και άνω -με ποσοστό 23,9% επί του συνόλου των ανέργων3. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι αυτή η κατηγορία αποκτά και ιδιαίτερα έμφυλα χαρακτηριστικά, καθότι οι μακροχρόνια άνεργες γυναίκες είναι σχεδόν υπερδιπλάσιες από τους μακροχρόνια άνεργους άνδρες.

Αύξηση εγγεγραμμένων ανέργων & μικρός αριθμός ληπτών επιδόματος ανεργίας

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια του 2021 αυξήθηκαν οι εγγραφές στον ΟΑΕΔ, κάτι που φαίνεται λογικό με την αύξηση των ανέργων και των μακροχρόνια ανέργων. Αξίζει όμως να σχολιαστεί ότι μόνο ένα μικρό μέρος αυτών παίρνει επίδομα ή βοήθημα (16,4%), καθώς και ότι το ποσοστό αυτών που είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ και δεν παίρνουν επίδομα ή βοήθημα (68,4%) σημείωσε αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2019) κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες.

Μείωση συλλογικών συμβάσεων εργασίας & Ακούσια μερική απασχόληση

Παρατηρώντας την ετήσια διαχρονική εξέλιξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κατά τη δεκαετία 2010-2020, διαπιστώνουμε ότι το 2020 σημειώθηκε περαιτέρω μείωση των ελεύθερων και συλλογικών διαπραγματεύσεων και της σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ειδικότερα, κατά το 2020 υπογράφηκαν 14 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, 174 επιχειρησιακές συμβάσεις και 3 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις.

Ταυτόχρονα αυξήθηκε το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης, αν και θα επιθυμούσαν να εργαστούν με κανονικό ωράριο, αλλά δεν βρήκαν θέση πλήρους απασχόλησης. Η αύξηση ήταν οριακή αφού από 61% επί του συνόλου των ημιαπασχολούμενων το δ’ τρίμηνο του 2019, το ποσοστό ανήλθε σε 61,6% το δ’ τρίμηνο το 2020. Ωστόσο, εξετάζοντας το ποσοστό ανά ηλικιακή ομάδα προκύπτει ότι τη μεγαλύτερη πίεση την υφίστανται τα άτομα 30 έως 64 ετών. Μεταξύ δ’ τριμήνου του 2019 και δ’ τριμήνου του 2020 η μεταβολή του ποσοστού ξεπερνάει το 2,5%. Πιο απλά, 6 στους 10 ημιαπασχολούμενους (εκ των οποίων οι 4 άνω των 30 ετών) θα ήθελαν να εργάζονται με κανονικό ωράριο, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν εργασία πλήρους απασχόλησης. Συνεπώς, μέσα στην πανδημία οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ημιαπασχολούμενοι είχαν λιγότερες ευκαιρίες να εργαστούν με κανονικό ωράριο.

parttime.jpg

Αναστολή συμβάσεων Εργασίας

Το φαινομενικά παράδοξο ότι η αύξηση της καταγεγραμμένης ανεργίας υπολείπεται του αναμενομένου– δεδομένου του δραστικού περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας και της μείωσης του ΑΕΠ κατά 8,2% το 2020, οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες:

Η στατιστική καταγραφή της ανεργίας σε μια μη-κανονική κατάσταση παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους εργαζόμενους σε αναστολή σύμβασης. Η ελληνική ιδιαιτερότητα της δημιουργίας μιας κατηγορίας εργαζόμενων που δεν απασχολούνται στην ουσία δημιούργησε μια νέα υβριδική κατηγορία στο μεταίχμιο ανεργίας και απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο η προσμέτρηση τ των εργαζομένων που βρίσκονται σε αναστολή σύμβασης εργασίας στους απασχολούμενους καθιστά ιδιαίτερα επισφαλή την σύγκριση των ποσοστών ανεργίας πριν και μετά την έναρξη της πανδημίας.

Επιπλέον, η μη ύπαρξη ειδικών στατιστικών δεικτών προσαρμοσμένων στην πανδημική συνθήκη –όπως της πανδημικά προσαρμοσμένης ανεργίας – σε συνδυασμό με την έλλειψη δεδομένων που να αποτυπώνουν με ευκρίνεια την έκταση και τα χαρακτηριστικά του μέτρου της αναστολής συβάσεων , δεν μπορεί πάρα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι λείπουν κρίσιμα δεδομένα για την εκτίμηση των πραγματικών μεγεθών της απασχόλησης το διάστημα της πανδημίας

Συμφώνα με τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας o συνολικός αριθμός των εργαζομένων που βρέθηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα σε αναστολή εργασίας στο διάστημα Μαρτίου 2020- Ιανουαρίου 2021 ανέρχεται σε 1.129.7184. Ενδεικτικά, κατά τον Απρίλιο του 2021 ο αριθμός των εργαζόμενων σε αναστολή ανήλθε σε 519.9955,Το ύψος της αποζημίωσης ειδικού σκοπού ανέρχεται σε 534 ευρώ μηνιαίως που αντιστοιχεί στο 87% του εθνικού κατώτατου μισθού, στο 71% του καθαρού εθνικού διάμεσου μισθού και στο 65% του καθαρού εθνικού μέσου μισθού. Οι μηνιαίες μισθολογικές απώλειες των εργαζόμενων με αναστολή σύμβασης εργασίας εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 30-35% δεδομένης της επιλογής να θεσπιστεί μια οριζόντια αποζημίωση αντί για την αναπλήρωση ποσοστού εισοδήματος.

Με βάση το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Απρίλιου 2021 της ΓΣΕΕ η αναγωγή των χαμένων ωρών εργασίας σε χαμένες θέσεις πλήρους απασχόλησης θα οδηγούσε στην απώλεια 492,9 χιλ. θέσεων πλήρους απασχόλησης, κάτι που αντιστοιχεί στο 10,7% του εργατικού δυναμικού Η μείωση αυτή, επειδή σε μεγάλο βαθμό καλύφθηκε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, δεν αντικατοπτρίζεται προς το παρόν στην εξέλιξη του επίσημου ποσοστού ανεργίας. Καθώς, λοιπόν, η οικονομική δραστηριότητα επανέρχεται στην κανονική της λειτουργία και βαθμιαία θα συρρικνώνεται το πεδίο εφαρμογής του μέτρου των αναστολών συμβάσεων εργασίας , θα πρέπει να αναμένεται σημαντική αύξηση του ποσοστού ανεργίας –ειδικά αν δεν υπάρξουν στοχευόμενες παρεμβάσεις για την στήριξη της απασχόλησης και την ομαλή μετάβαση στην μεταπανδημική περίοδο.

Αμοιβές

Ο κατώτατος μισθός

Πρέπει να τονιστεί ότι στην Ελλάδα από 1η Φεβρουαρίου 2019 αυξήθηκε ο κατώτατος μηνιαίος μισθός κατά 10,9% και καταργήθηκε ο υπο-κατώτατος μισθός των νέων εργαζομένων (κάτω των 25 ετών), γεγονός που συνεπάγεται αύξηση της τάξης του 27,4% για την ηλικιακή αυτή κατηγορία. Πρόκειται για την πρώτη αύξηση μισθών από το 2012, όταν, στο πλαίσιο του δεύτερου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής (ν. 4046/12), ο κατώτατος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από τα 877 (μεικτά) ευρώ (σε 12μηνη βάση) στα 684 ευρώ, ενώ εισήχθη για πρώτη φορά υπο-κατώτατος μισθός για τους νέους κάτω των 25 ετών, ύψους 595 ευρώ. Αξίζει να αναφερθεί ότι τον πρώτο μήνα ισχύος του νέου, αυξημένου κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019 καταγράφηκε ρεκόρ νέων θέσεων εργασίας από το 2001 (σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο των προηγούμενων ετών), καθώς και αύξηση της πλήρους απασχόλησης (συγκριτικά με τον Φεβρουάριο του 2018. Παράλληλα, αξίζει να επισημανθεί ότι η μείωση του δείκτη μισθολογικού κόστους (-1,2%) σε ετήσια βάση κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019 ανέκοψε μια περίοδο εφτά τριμήνων συνεχούς αύξησης.

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένδειξη της περιορισμένης επίδρασης της αύξησης του κατώτατου μισθού (από τον Ιανουάριο 2019) στους υπόλοιπους μισθούς της οικονομίας (spillover). Αυτή η διαπίστωση, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της αυξητικής τάσης στην απασχόληση, διέψευσε τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί σχετικά με ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις που αναμενόταν ότι θα είχε η αύξηση του κατώτατου μισθού. Θα πρέπει ως εκ τούτου να ληφθεί υπόψη ενόψει της ολοκλήρωσης των διεργασιών για τη νέα αναπροσαμογή του κατώτατου μισθού7.

Από τον Φεβρουάριο του 2019 ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα παραμένει σταθερός περί τα 758,3 ευρώ. Η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη ομάδα, που αριθμεί 10 κράτη-μέλη, κυρίως στα νότια της ΕΕ, όπου οι ελάχιστοι μισθοί κυμαίνονται μεταξύ 500 ευρώ και 1.000 ευρώ το μήνα.

Μισθολογικές απώλειες μεγαλύτερες του ευρωπαϊκού μ.ο. στην Ελλάδα το 2020

Η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για το 2020 σημειώνει ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από 885 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2020, μείωση δηλαδή κατά περίπου 10%.

Συνολικά, απώλεια 2,5% κατέγραψε ο μέσος μισθός στην Ελλάδα το 2020, αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη, όταν η αντίστοιχη μείωση στην Ευρωζώνη ήταν 1% και στην ΕΕ συνολικά 0,6%. Η πτώση του μέσου μισθού στη χώρα μας, ήταν ιδιαιτέρως σημαντική εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε προηγηθεί η μεγάλη πτώση των μισθών την περασμένη δεκαετία, συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, ο κατώτατος μισθός είναι μισθός απόλυτης φτώχειας.

Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε να καλύπτει ποσοστό το όριο της σχετικής φτώχειας. Όταν αντιστοιχεί στο 50% του διάμεσου μισθού, βρίσκεται στο κατώφλι της απόλυτης φτώχειας. Σημειώνεται ότι το 2019 -πριν την πανδημία- ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 48% του διάμεσου μισθού, δηλαδή ήταν μισθός απόλυτης φτώχειας. Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης είναι 809 ευρώ.

Ωστόσο, ακόμα πιο ανησυχητική ήταν η υπέρμετρη αύξηση του αριθμού των ατόμων που έλαβαν ως αμοιβή λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα. Συγκεκριμένα, το β’ τρίμηνο του 2019 το 1% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 200 ευρώ. Αυτό το ποσοστό αυξήθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 κατά 11,2 ποσοστιαίες μονάδες, ξεπερνώντας οριακά το 12% του συνόλου των μισθωτών. Ταυτόχρονα, για το ίδιο διάστημα αναφοράς, τα άτομα που λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες8.

Με αυτά τα δεδομένα η «συμβολική» αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 13 ευρώ -από τα 650 στα 663 ευρώ, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που αναμένεται να φανούν οι πραγματικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία και την απασχόληση, παράλληλα με το εκτεταμένο κύμα ανατιμήσεων προς τα πάνω σε μια σειρά καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, δεν φαίνεται ικανή να απαντήσει στις ανάγκες τόνωσης των εισοδημάτων των εργαζόμενων που, όπως είδαμε, πιέστηκαν περαιτέρω εν μέσω πανδημίας.

* Το κείμενο αποτελεί επιμελημένο απόσπασμα από το Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2021 του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες και θα είναι διαθέσιμο στο www.enainstitute.org [Υπεύθυνη έκδοσης Δελτίου Ειρήνη-Ακριβή Νταή – Ειδικοί συνεργάτες για τη θεματική «Απασχόληση και αμοιβές»: Κορφιάτης Πάνος & Βασίλης Δελής]

Πηγή: ethnos.gr

Σχετικά Άρθρα