Καρέ – καρέ η κλοπή του αιώνα στην Πινακοθήκη – Τι είπε στους αστυνομικούς ο 49χρονος ελαιοχρωματιστής
Ενώπιον του ανακριτή Αθανάσιου Μαρνέρη, ο οποίος εξέδωσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης αναμένεται να οδηγηθεί το πρωί της Τετάρτης ο δράστης της κλοπής των πινάκων από την Εθνική Πινακοθήκη.
Η κατηγορία που αντιμετωπίζει είναι διακεκριμένη περίπτωση κλοπής κατά συναυτουργία, τετελεσμένη και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής σημασίας που βρίσκονταν σε συλλογή εκτεθειμένα σε κοινή θέα και σε δημόσιο κτήριο.
Στην προανακριτική του απολογία, ο 49χρονος υποστήριξε πως για δύο χρόνια σκεφτόταν να κλέψει κάποιο έργο τέχνης από την Πινακοθήκη και πως η επαγγελματική του κατάρτιση τον βοήθησε να καταλάβει «πού υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και πού γυψοσανίδα».
Στη συνέχεια σημείωσε πως ήξερε πολύ καλά πως να κάνει την κλοπή καθώς για μήνες μελετούσε τα σημεία των καμερών μέχρι την ώρα που οι φύλακες κάνουν το διάλειμμα τους. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως δεν είχε αποφασίσει εκ των προτέρων ποια έργα θα έκλεβε από το μουσείο και πως η ημέρα και η ώρα της κλοπής δεν ήταν προσχεδιασμένη.
«Από πάντα με ενδιέφεραν τα έργα τέχνης…» εξηγεί στους αστυνομικούς ο 49χρονος αναφέροντας πως η ιδέα να κάνει δικό του έναν πολύτιμο πίνακα γυρόφερνε στο μυαλό του δυο χρόνια. Τους τελευταίους 6 μήνες πριν την κλοπή, είπε, πως έκανε περισσότερες από 50 επισκέψεις στην Πινακοθήκη με αποτέλεσμα όπως υποστηρίζει να αποκτήσει τέτοια οικειότητα με τα έργα και τον χώρο «ώσπου πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου». «Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν 2 χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Η ενασχόληση μου με τις οικοδομές με βοήθησε»
Όπως λέει ο κατηγορούμενος η ενασχόληση του με τις οικοδομές τον βοήθησε να καταλάβει που υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και που γυψοσανίδα. «Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες… Επίσης, το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο 6μηνο πριν από την κλοπή. Έτσι κατάφερα και απέκτησα πάρα πολύ καλή γνώση των συστημάτων ασφαλείας. Ήξερα όλες τις συνήθειες των φυλάκων, πότε άλλαζαν βάρδια, ποιος κάπνιζε ποιος έβγαινε στον κήπο… Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός… Έτσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή. Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα αλλά μόνο ότι ήθελα να πάρω κάποιο».
Ο 49χρονος περιγράφει πώς από το Μοναστηράκι προμηθεύτηκε τα μαύρα ρούχα, την κουκούλα και τον σάκο ενώ χρησιμοποίησε μερικά από τα οικοδομικά του εργαλεία ένα σφυρί, ένα σιδερένιο καλέμι και ένα κοπίδι τα οποία μετά την κλοπή πέταξε στα σκουπίδια.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται πως έφτασε στην Εθνική Πινακοθήκη χρησιμοποιώντας αρχικά τον ηλεκτρικό και στην συνέχεια το Μετρό από το οποίο κατέβηκε στην στάση του Ευαγγελισμού.
Φορούσε τα καθημερινά του ρούχα τα οποία άλλαξε, όπως περιγράφει, στο πάρκο μέσα σε μια ξύλινη αποθήκη όπου παρέμεινε μέχρι τις 9 το βράδυ.
«Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια, δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα»
Στη συνέχεια μιλώντας στους αστυνομικούς αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πήδηξε τις μάντρες και την ταράτσα ακολουθώντας το σχέδιο που είχε καταγράψει από τις παρακολουθήσεις και πώς κατάφερε να ξεγελάσει τον μοναδικό φύλακα που βρισκόταν εκείνο το βράδυ στην Πινακοθήκη όταν προσπάθησε να ανοίξει τα φύλλα της μπαλκονόπορτας.
Ο 49χρονος, όπως λέει, αντιλήφθηκε πως οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τις τραβούσε πιο δυνατά και περιγράφει: «Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα μπιπ το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε το φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δυο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δυο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό….
Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα καταφέρω να περάσω στο χώρο με τα εκθέματα. Μάζεψα το σάκο, πήδηξα στο εξωτερικό τοιχίο και βγήκα στο πεζοδρόμιο της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Βάδισα λίγα μέτρα προς τα κάτω και μπήκα στην αυλή πηδώντας τον τοίχο. Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια, δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι. Είκοσι λεπτά μετά ξαναγύρισα στο ίδιος σημείο…”
Ο 49χρονος αναφέρει ότι όταν διαπίστωσε πως η μπαλκονόπορτα ήταν ξεκλείδωτη την άνοιξε, άκουσε ένα μπιπ, μπήκε στο χώρο και την ξαναέκλεισε πίσω του.
«Αποφάσισα να εκνευρίσω το φύλακα»
«Στάθηκα στον εσωτερικό διάδρομο και έστησα αυτί στην γυψοσανίδα. Μετά από λίγο άκουσα το φύλακα. Έμεινε εκεί κάποια δευτερόλεπτα τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα» εξηγεί και προσθέτει πως τότε ήταν η στιγμή που αποφάσισε «ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή κάνοντας τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη την στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντας την ανοιχτή».
«Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου»
Ο 49χρονος περιγράφει πως κατάφερε να φτάσει μπουσουλώντας στους πολύτιμους πίνακες. «Στο χώρο ήταν κάπως σκοτεινά αλλά είχε επαρκή φωτισμό ώστε να βλέπω τι κάνω. Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος…εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων ασκώντας πίεση άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μικροί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει… Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο τράβηξα τον σάκο …Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες. Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού.
Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη…» είπε συμπληρώνοντας πως χρειάστηκε 5 με 7 λεπτά για να βγάλει τις κορνίζες από τους πίνακες γιατί δεν χωρούσαν στο σάκο του χωρίς, ωστόσο, να θυμάται με ποιο τρόπο το έκανε.