Ποιοι είναι οι νέοι πρόεδροι ΣτΕ και Αρείου Πάγου – Οι πρώτες δηλώσεις
Στην πρώτη του δήλωση μετά την επιλογή του από το Υπουργικό Συμβούλιο για την κορυφαία θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νέος πρόεδρος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας Δημήτριος Σκαλτσούνης, δήλωσε τα εξής: «Ευχαριστώ την Πολιτεία η οποία με επέλεξε, δια του αρμοδίου κατά το Σύνταγμα οργάνου, του Υπουργικού Συμβουλίου και μετά από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, στο άκρως τιμητικό για το πρόσωπό μου ανώτατο αξίωμα της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Με επίγνωση των θεσμικών μου υποχρεώσεων θα συνεχίσω το έργο των προκατόχων μου στη δύσκολη και για τη χώρα μας συγκυρία, και θα αφιερώσω τις δυνάμεις μου στην ορθή και έγκαιρη απονομή του δικαίου, την ολοκλήρωση του ψηφιακού εκσυγχρονισμού και τη συνέχιση του εξωστρεφούς προσανατολισμού της Διοικητικής Δικαιοσύνης στη διεθνή κοινότητα και την ελληνική κοινωνία.
Είμαι βέβαιος ότι με τη συνεργασία των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Γενικής Επιτροπείας και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, η Διοικητική Δικαιοσύνη θα συνεχίσει να αποτελεί θεμελιώδη θεσμό της Πολιτείας, ταγμένο στην υπηρεσία του κοινωνικού κράτους δικαίου».
Ο Δημήτριος Σκαλτσούνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής (1972). Πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών (1977). Συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος της Γαλλικής Κυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Paris I – PanthéonSorbonne (1978 – 1980), όπου έλαβε τον τίτλο D.E.A. d’ administration publique et droit public interne (1979). Δικηγόρος Αθηνών (1981 – 1983). Διορίστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν διαγωνισμού, ως Εισηγητής (1983). Προήχθη σε Πάρεδρο (1989), σε Σύμβουλο (2003) και σε Αντιπρόεδρο (2018). Κατά την εκπαιδευτική του άδεια (1994 – 1995) παρακολούθησε μαθήματα δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris I, καθώς και εργασίες του Διοικητικού Δικαστηρίου (Tribunal Administratif de Paris). Εργάστηκε για την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος πληροφορικής στο Συμβούλιο της Επικρατείας (1999, 2004-2007). Υπήρξε μέλος του Δικαστηρίου Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας, του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης (ΑΔΣ ΔΔ), της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης, της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, καθώς και πρόεδρος υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων και νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Από το 2016 είναι εκπρόσωπος του ΑΔΣ ΔΔ στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων (European Network of Councils for the Judiciary). Ως προεδρεύων Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος προήδρευσε στο Γ’ Τμήμα του Δικαστηρίου (2014 – 2021). Δίδαξε στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (2000-2003). Νομικά του κείμενα έχουν δημοσιευθεί στα ελληνικά και γαλλικά. Γνωρίζει γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Υπήρξε εισηγητής σε πολλές σημαντικές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων αυτές που αφορούν την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από τυπικό νόμο, τον πρότυπο Γενικό Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας των Α.Ε.Ι., τους καταχρηστικούς όρους σε συμβάσεις Τραπεζών, τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, την προκήρυξη του δημοψηφίσματος το 2015, την αποχή των δικηγόρων, τη συμφωνία των Πρεσπών (Επιτροπή Αναστολών).
Η νέα πρόεδρος του Αρείου Πάγου Μαρία Γεωργίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαλκίδα, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της μέσης εκπαίδευσης. Σπούδασε Νομική και αποφοίτησε με άριστα και εισήλθε από τους πρώτους στο διαγωνισμό του 1983 στο δικαστικό σώμα.
Ανήλθε όλες τις βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας και επελέγη ως αρεοπαγίτης το 2017 από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και το 2020 επελέγη αντιπρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου.
Θα παραμείνει στο τιμόνι του Αρείου Πάγου για δύο χρόνια. Θεωρείται από τους συναδέλφους της αποφασιστική και ότι υπερασπίζεται τις θέσεις της με επιχειρήματα. Κατά τη διάρκεια των 38 χρόνων της δικαστικής διαδρομής χειρίστηκε σημαντικές υποθέσεις ( Φάλκον) επικεντρώθηκε στο δικαστικό της έργο με γνώμονα την ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων. Διετέλεσε Επιθεωρήτρια δικαστικών λειτουργών και κατά τη διάρκεια της διετούς θητείας της στην Προεδρία του Αρείου Πάγου επιθυμεί να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων της δικαιοσύνης.