Κάλεσμα αποχής των δικηγόρων από τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας
Κάλεσμα να απέχουν από τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας απηύθυνε η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας στα μέλη της.
Με ανακοίνωσή της εκφράζει την αντίθεσή της στις ρυθμίσεις του Νέου Πτωχευτικού Κώδικα που δεν εξασφαλίζει την προστασία των ευάλωτων οφειλετών και φέρνει την απελευθέρωση πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία.
Η Ολομέλεια καταγγέλει πως ο Νέος Κώδικας αφήνει εκτεθειμένους τους ευάλωτους δανειολήπτες στα συμφέροντα των τραπεζών και των funds και κρίνει αναγκαία την αναστολή των πλειστηριασμών.
Ένωση δικαστών και εισαγγελέων : Η ψήφιση του εργασιακού νομοσχεδίου συνιστά θεσμική οπισθοδρόμηση
Αναλυτικά η ανακοίνωση
Η Ολομέλεια, από την πρώτη στιγμή, εξέφρασε την έντονη διαφωνία της στις ρυθμίσεις του Νέου Πτωχευτικού Κώδικα, διότι δεν εξασφαλίζουν την λυσιτελή προστασία των ευάλωτων οφειλετών, και δη της πρώτης κατοικίας τους, στο πλαίσιο της διευθέτησης των οφειλών τους και της παροχής δεύτερης ευκαιρίας, λαμβάνοντας υπόψη και τη δυσμενή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί. Με την εφαρμογή του Πτωχευτικού νόμου, επίκεινται στο επόμενο χρονικό διάστημα πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας καθώς μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί οι προβλεπόμενες εφαρμοστικές του νόμου υπουργικές αποφάσεις, αλλά κυρίως, δεν έχει συσταθεί «Ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης» και η σχετική πλατφόρμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού είναι σήμερα «αδειανό πουκάμισο».
Οι άνω εξελίξεις στερούν πλέον κάθε προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών και τους αφήνουν παντελώς εκτεθειμένους στα συμφέροντα των Τραπεζών και των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων (funds).
Η Ολομέλεια κρίνει ως απόλυτα αναγκαία την αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας των ευάλωτων οφειλετών νομοθετικώς και τη θέσπιση δεοντολογικού κανονισμού λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων δια νόμου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που δημιουργούνται, η Ολομέλεια καλεί τα Διοικητικά Συμβούλια των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας να αποφασίσουν την αποχή των δικηγόρων-μελών τους από διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για επίσπευση πλειστηριασμών, με εντολείς Τράπεζες ή εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων κατά της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών, όπως ορίζονται με το ν. 4738/2020, σύμφωνα με το ειδικότερο πλαίσιο που θα καθορίσει η Συντονιστική Επιτροπή.
Στη συνέχεια, η Ολομέλεια εξαπολύει σφοδρή επίθεση στο νομοσχέδιο για τα Εργασιακά, εκφράζοντας «την έντονη διαφωνία της σχετικά με την κατεύθυνση των κεντρικών διατάξεων του σχεδίου νόμου για τα εργασιακά, ιδίως όσον αφορά στις απολύσεις, στην ενίσχυση της ατομικής διαπραγμάτευσης για την ελαστικοποίηση της εργασίας, στην κατάργηση του σταθερού 8ώρου και στην επέκταση σε σειρά κλάδων της επιτρεπόμενης κυριακάτικης εργασίας, στη συρρίκνωση και υπονόμευση των συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων (συλλογικής διαπραγμάτευσης και δικαιώματος απεργίας) και της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης, στη μείωση του κόστους της πρόσθετης εργασίας και στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική συμφωνία εργοδότη – εργαζομένου»
Όπως υποστηρίζει, «στη σωστή κατεύθυνση κινούνται διατάξεις, όπως η κατάργηση της διάκρισης εργάτη – υπαλλήλου, η οιονεί αντιστροφή του βάρους απόδειξης λόγου ακυρότητας της απόλυσης σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, ο έλεγχος της υπερωριακής απασχόλησης, το «δικαίωμα αποσύνδεσης» στην τηλεργασία, η πρόνοια για τα ζητήματα βίας και παρενόχλησης στην εργασία και η συμφιλίωση οικογενειακής ζωής και εργασίας (άδεια πατρότητας, άδεια φροντιστών, επέκταση της άδειας μητρότητας, ψηφιακή κάρτα κλπ)».
Προσθέτει ωστόσο στη συνέχεια πως:
«Οι άνω ρυθμίσεις όμως, δεν αναιρούν τον ετεροβαρή εις βάρος του εργαζομένου χαρακτήρα του σχεδίου νόμου, ούτε το γεγονός ότι στον πυρήνα του σχεδίου νόμου ευρίσκεται η απορρύθμιση των ατομικών και συλλογικών εργασιακών σχέσεων, και μάλιστα ενόψει του ότι η όποια δικαστικά προβλεπόμενη προστασία πρόκειται να παρασχεθεί εντός της δραματικής από άποψη βραδύτητος απονομής της Δικαιοσύνης στις εργατικές διαφορές στα Δικαστήρια της χώρας, αλλά και της περιορισμένης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Μεταξύ άλλων :
Καταργείται το ισχύον καθεστώς προστασίας έναντι της άκυρης απόλυσης και δημιουργείται το πλαίσιο για την ενθάρρυνση των απολύσεων με ταυτόχρονη άμβλυνση των συνεπειών της υπερημερίας του εργοδότη αφού το θεμελιώδες δικαίωμα της επαναπασχόλησης του εργαζομένου λόγω της υπερημερίας του εργοδότη από άκυρη απόλυση απομειώνεται και αντικαθίσταται από το δικαίωμα του σε πρόσθετη δικαστικώς επιδιώξιμη αποζημίωση χωρίς καμία αποδεικτική διευκόλυνση και χωρίς δικαίωμα σώρευσης στο αγωγικό δικόγραφο
. Ενθαρρύνεται ο εργοδότης να μην καταβάλει το σύνολο της αποζημίωσης απόλυσης και μειώνεται αυτή. Δύναται ο εργοδότης να ισχυροποιήσει την απόλυση εντός 4 μηνών σε περίπτωση βασικών ελλείψεων (έγγραφο – αποζημίωση).
Ελαστικοποιείται ο χρόνος εργασίας μέσω της διευθέτησης του ωραρίου την οποία νομιμοποιεί με τη σύμφωνη γνώμη του ο αδύναμος διαπραγματευτικά εργαζόμενος. Υπονομεύεται η συλλογική διαπραγμάτευση.
Δυσχεραίνεται η ενάσκηση του δικαιώματος απεργίας και μειώνεται η προστασία των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών.
Οι διατάξεις του σχεδίου νόμου ενισχύουν αντί να αμβλύνουν την διαπραγματευτική ανισότητα των μερών εις βάρος του εργαζομένου και αναγορεύουν σε κανόνα την ατομική διαπραγμάτευση, σε ένα περιβάλλον βραδείας απονομής της Δικαιοσύνης, επαυξάνοντας τις δεδομένες δικονομικές δυσκολίες του ασθενέστερου μέρους, δηλαδή του εργαζομένου. Υπό το πρίσμα αυτό, καλεί την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο»