Διεθνής Αμνηστία: Δεν πρέπει να περάσει το ν/σ για τη συνεπιμέλεια
Μετά τις απανωτές ηχηρές διαφοροποιήσεις της Όλγας Κεφαλογιάννη και της Μαριέττας Γιαννάκου, που καταγράφηκαν εντός της ΝΔ σχετικά με το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη συνεπιμέλεια, σειρά πήρε και το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας, το οποίο τονίζει ότι το εν λόγω ν/σ «αυξάνει την απειλή για τις επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά που αντιμετωπίζουν κακοποιητικά περιβάλλοντα».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, όσον αφορά στα γονικά δικαιώματα των δραστών ενδοοικογενειακής βίας ή σεξουαλικών αδικημάτων, το ν/σ προβλέπει ότι «δύνανται να παύσουν ή να περιοριστούν μόνο έπειτα από πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση, που τους καταδικάζει για τέτοια αδικήματα». Αυτό σημαίνει ότι με δεδομένο ότι οι δικαστικές διαδικασίες διαρκούν από 2 έως και 5 χρόνια «οι δράστες μπορούν να έχουν πρόσβαση στα θύματά τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου».
Παράλληλα, η Διεθνής Αμνηστία υπογραμμίζει ότι η εν λόγω διάταξη του ν/σ παραβιάζει την υποχρέωση της Ελλάδας, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, καθώς «θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια των επιζωσών ενδοοικογενειακής βίας και των παιδιών που αντιμετωπίζουν κακοποιητικά περιβάλλοντα».
Αξίζει να σημειωθεί δε ότι αναφορικά με τις μητέρες μετανάστριες και αιτούσες άσυλο τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα, καθώς πρόσφυγες και μετανάστες αντιμετωπίζουν αυξημένα εμπόδια πρόσβασης στη δικαιοσύνη, «συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στα νομικά κόστη αλλά και στα κενά των υπηρεσιών διερμηνείας».
- Καταλήγοντας, η Διεθνής Αμνηστία υπογραμμίζει ότι το παρόν σχέδιο νόμου «δεν πρέπει να περάσει» καθώς «θέτει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε μεγαλύτερους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων προσφύγων και μεταναστριών».
- «Οποιοδήποτε νομοσχέδιο αφορά την επιμέλεια των παιδιών πρέπει να επικεντρώνεται στο βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να είναι ανοιχτές σε εκτεταμένες και ουσιαστικές διαβουλεύσεις με την κοινωνία των πολιτών ώστε να διασφαλίσουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα των παιδιών και των γυναικών προστατεύονται», καταλήγει η Διεθνής Αμνηστία.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
Την Τετάρτη, το ελληνικό κοινοβούλιο θα ψηφίσει σχετικά με την αλλαγή του νόμου για την επιμέλεια των παιδιών, μια αλλαγή που έχει επικριθεί από γυναικείες και άλλες ομάδες της κοινωνίας των πολιτών ότι αυξάνει την απειλή για τις επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά που αντιμετωπίζουν κακοποιητικά περιβάλλοντα.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, τα γονικά δικαιώματα των δραστών ενδοοικογενειακής βίας ή σεξουαλικών αδικημάτων δύνανται να παύσουν ή να περιοριστούν μόνο έπειτα από πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση που τους καταδικάζει για τέτοια αδικήματα.
Η διάταξη παραβιάζει την υποχρέωση της Ελλάδας, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, να μη θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια των επιζωσών ενδοοικογενειακής βίας και των παιδιών που αντιμετωπίζουν κακοποιητικά περιβάλλοντα.
Οι γυναικείες ομάδες υπογραμμίζουν ότι, στο ελληνικό πλαίσιο, οι δικαστικές διαδικασίες μπορεί να διαρκέσουν από 2 έως και 5 χρόνια και ότι ως εκ τούτου οι δράστες μπορούν να έχουν πρόσβαση στα θύματά τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Οι ΜΚΟ που συνεργάζονται με μητέρες μετανάστριες και αιτούσες άσυλο έχουν εκφράσει ανησυχίες για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει ο νόμος πάνω τους, καθώς θα καλούνται να αντιμετωπίζουν ένα όλο και πιο περίπλοκο δικαστικό σύστημα.
Ιδιαίτερα τονίζουν τα αυξημένα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστριες/ες κατά την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στα νομικά κόστη αλλά και στα κενά των υπηρεσιών διερμηνείας.
Στην παρούσα του μορφή, το νομοσχέδιο θέτει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε μεγαλύτερους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων προσφύγων και μεταναστριών, επομένως δεν πρέπει να περάσει. Οποιοδήποτε νομοσχέδιο αφορά την επιμέλεια των παιδιών πρέπει να επικεντρώνεται στο βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να είναι ανοιχτές σε εκτεταμένες και ουσιαστικές διαβουλεύσεις με την κοινωνία των πολιτών ώστε να διασφαλίσουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα των παιδιών και των γυναικών προστατεύονται.