Πριν και μετά (το ταξίδι) Δένδια- Ιχνηλατώντας τη νέα εποχή στα ελληνοτουρκικά…

 Πριν και μετά (το ταξίδι) Δένδια- Ιχνηλατώντας τη νέα εποχή στα ελληνοτουρκικά…

Σε προηγούμενη ανάλυση, με “θερμή” ακόμα την ατμόσφαιρα της σύγκρουσης του Νίκου Δένδια με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου σε δημόσια θέμα, επισήμανα πως πέρα από την “ηρωϊκή στιγμή” και τον λογικό ενθουσιασμό (θυμικό) που αυτή προκάλεσε στην συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, ορθό και σώφρον είναι να επιμείνουμε και στο “δια ταύτα” των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η αλήθεια είναι πως η επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα δημιουργεί προϋποθέσεις για να μιλάμε – όσον αφορά την περίοδο της σημερινής διακυβέρνησης– για δύο εποχές: εκείνη πριν το ταξίδι Δένδια στην τουρκική πρωτεύουσα και αυτή μετά το ταξίδι.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Πριν αλέκτορα φωνήσαι, η αίσθηση αυτή επιβεβαιώνεται από διάφορες πλευρές. Χαρακτηριστικότερη, ίσως, είναι η αναφορά του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, ο οποίος ανέφερε (Πρώτο Πρόγραμμα) πως “η ουσιαστική προαγωγή των (ελληνοτουρκικών) σχέσεων θα γίνει μόνο όταν είναι αυστηρά οριοθετημένη, αυστηρά τυποποιημένη η συζήτηση και βεβαίως να έχει μια κοινή αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο”.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως δι’ αυτού του τρόπου οριστικοποιείται μια νέα ελληνική στάση και γραμμή για έναν “μίνιμουμ διάλογο μη-κρίσης” στον αντίποδα της προτεραίας θέσης υπέρ ενός “διαλόγου λύσης” (Χάγη), την οποία προωθούσαν ενθέρμως αλλά με σαφές φιλοτουρκικό πρόσημο και οι Ευρωπαίοι, και ειδικότερα και με σθένος οι Γερμανοί. Ακόμα και εκείνη η ελαφρώς αποκλίνουσα από την δεύτερη θέση υπέρ ενός “διαλόγου εξομάλυνσης (αποκλιμάκωσης)” φαίνεται ότι μπαίνει –προσώρας τουλάχιστον– στο περιθώριο. Προς την κατεύθυνση αυτή διευκολύνει και το γεγονός της “απουσίας”, πλέον, της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία εστιάζει αποκλειστικά την προσοχή της στο ορόσημο των γερμανικών εκλογών και της διαδοχής της στην Καγκελαρία από τον Αρμιν Λάσετ.

Με το Βερολίνο σχεδόν “εκτός παιχνιδιού”, η Αθήνα δεν αισθάνεται πια την πίεση για μια άρον-άρον διευθέτηση, ο δε αμερικανικός παράγοντας, παρότι επισήμως προωθεί τον ελληνοτουρκικό διάλογο, δεν είναι ακόμα σε θέση να διατυπώσει πλήρη άποψη και στέκεται περισσότερο στην αμυντική συνεργασία με την Ελλάδα, την ίδια ώρα που αναζητά στρατηγική έναντι της Τουρκίας.

Μέσα σε αυτό το διαμορφούμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, ο Νίκος Δένδιας δεν περιέγραψε μόνο ποια διπλωματική σχολή επιθυμεί και επιδιώκει ο ίδιος να υπηρετήσει, αλλά έχοντας πλέον πάνδημη στήριξη καθίσταται εγγυητής αυτής της στάσης. Είναι εξαιρετικά δύσκολο στο εγγύς μέλλον να αλλάξει αυτή η πολιτική με τον ίδιο στο υπουργείο Εξωτερικών. Η στρατηγική του Κώστα Σημίτη περί ενός ανοιχτού διαλόγου (“μη ευχάριστων λύσεων”) , στον οποίο θα έμπαιναν ζητήματα πέραν της μιας και μοναδικής διαφοράς που αναγνωρίζει παγίως η Ελλάδα, και η οποία είχε δημιουργήσει εσχάτως πεδίο επιρροής στους κόλπους της κυβέρνησης, ακυρώνεται. Οι δε αναφορές στην Χάγη μάλλον θα κάνουν καιρό να ακουστούν. Υπό αυτό το πρίσμα, η σύγκρουση Δένδια-Τσαβούσογλου δημιουργεί “δεδικασμένο” το οποίο είναι δύσκολο να υπερβεί η κυβέρνηση, τουλάχιστον έως ότου η Ουάσιγκτον αποφασίσει και σχεδιάσει κάτι διαφορετικό.

Κάποιοι αναλυτές περιγράφουν τα παραπάνω ως μια επιστροφή της ελληνικής διπλωματίας στην περίοδο της λογικής της “ανάσχεσης” (Καραμανλής, Σαμαράς και Τσίπρας στην τελική φάση) και ξεκάθαρη στροφή στην ευρωπαϊκή διάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο Νίκος Δένδιας αναφέρθηκε πολλές φορές (αρκετοί, μάλιστα, είδαν και έμμεσες αλλά ευκρινείς αναφορές στα κείμενα του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου…) και εμφατικά στον ευρωπαϊκό “όλον” που εκπροσωπούσε στο ταξίδι του στην Άγκυρα, αρνούμενος να υιοθετήσει την αντίληψη περί διμερούς διαφοράς, κάτι που επιδιώκει η Τουρκία. Επ΄ αυτού αξίζει να επισημάνει κανείς πως η αναφορά στην μία και μοναδική διαφορά γίνεται ως οριοθέτηση των οικονομικών θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) και όχι εν γένει των θαλασσίων ζωνών και σε… ζητήματα διαφορών, όπως κάνουν ορισμένοι (και εντός κυβέρνησης) δημιουργώντας την εντύπωση πως σε αυτά ανήκουν και τα χωρικά ύδατα.

Όλα τα παραπάνω, βεβαίως, εγκυμονούν και πιθανούς κινδύνους. Βασικότερος αυτών είναι πως θα αντιδράσει μεσοπρόθεσμα η ίδια η Τουρκία. Πιθανότερο είναι σταδιακά ο Ταγίπ Ερντογάν να επιχειρήσει να επιρρίψει ευθύνες στην Αθήνα ότι εκείνη είναι που ναρκοθετεί τον διάλογο. Ίσως, δε, να προσπαθήσει να κλιμακώσει την ένταση στη βάση ενός τέτοιου “επιχειρήματος”. Μια άλλη παράμετρος αφορά και το γεγονός ότι το επόμενο διάστημα ίσως σιγήσουν εντελώς οι όποιοι δίαυλοι επικοινωνίας είχαν δημιουργηθεί με κόπο, μετά την “αφωνία” μεταξύ των επιτελείων του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου την μακρά περίοδο της μεγάλης έντασης.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει σύντομα συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη στη βάση της πρόσκλησης του προέδρου της Τουρκίας μέσω του Νίκου Δένδια, είναι επίσης δύσκολο να βρουν σύντομα momentum αξιόπιστης συνεννόησης οι δύο υπουργοί Εξωτερικών και θα ήταν περίεργο να λειτουργήσει ξανά ο μυστικός δίαυλος Σουρανή-Καλίν. Επαναλαμβάνω: με την απουσία της Γερμανίας, την αδυναμία των Βρυξελλών (ιδιαίτερα μετά το φιάσκο του “sofagate”) και την έλλειψη καθαρής αμερικανικής παρέμβασης, το επόμενο διάστημα ίσως κυριαρχήσει μια “σιγή ασυρμάτου” με όλες τι παρενέργειες που μπορεί να κρύβει κάτι τέτοιο.

Ολα αυτά συνιστούν ένα νέο κάδρο στα ελληνοτουρκικά, με τα όποια θετικά και τα όποια αρνητικά. Γι’ αυτό και επιβάλλεται ακόμα περισσότερο η εκπόνηση μιας συνολικής εθνικής στρατηγικής για τους μήνες και τα χρόνια που έρχονται. Στρατηγική ως προς την διπλωματική διαχείριση, ως προς την ευρωτουρκική διάσταση, ως προς το προσφυγικό (που μπορεί να ενσκήψει επιδεινούμενο) και ως προς την αμυντική θωράκιση της χώρας. Κι αυτή η στρατηγική πρέπει να συμφωνηθεί από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, ώστε ομόφωνα να υποστηρίζεται τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.

Όπως και να’ χει, η επίσκεψη Δένδια έθεσε από μόνη της (εκ του αποτελέσματος) νέες βάσεις που υποχρεώνουν ακόμα και εκείνους που δεν υποστήριζαν στην κυβέρνηση μια τέτοια εξέλιξη. Αν αυτό δίνει ηγετικούς πόντους στον υπουργό Εξωτερικών είναι κάτι που μπορεί να αφορά τη Ν.Δ, την κυβέρνηση και τις παραπολιτικές στήλες, δεν αφορά, όμως, την ίδια την χώρα.

Σχετικά Άρθρα